Αυτό το οποίο παρατηρώ είναι ότι στην ελληνική κριτική παράδοση πριμοδοτούνται έργα τα οποία θεωρούνται πολιτικά, ενώ το πολιτικό ορίζεται ανδροκεντρικά. Πιο συγκεκριμένα, τα έργα τα οποία θεωρούνται πολιτικά είναι αυτά τα οποία είτε μιλούν για το έθνος (βλ. γενιά του ’30) είτε είναι στρατευμένα (βλ. πρώτη μεταπολεμική γενιά) και έχουν να κάνουν π.χ. με την αριστερή ιδεολογία και το ταξικό. Αλλά και μετά τον 20ό αιώνα, στο τέλος της πρώτης και στις αρχές της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα, στη χώρα μας πολιτική θεωρούνταν η ποίηση που είχε στο κέντρο της το μεταναστευτικό και τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης γενικότερα. Το σώμα, η σεξουαλικότητα, τα έμφυλα στερεότυπα και η συμβολή τους στην περαιτέρω καταπίεση των ήδη καταπιεσμένων ομάδων δεν ήταν θέματα τα οποία σε έκαναν πολιτικό και συνεπώς το έργο σου άξιο κριτικής πραγμάτευσης. Αντίθετα, θεωρούνταν μάλλον ναρκισσιστική ενασχόληση με τον εαυτό, αμερικανιά κ.τ.λ.
Αυτό το οποίο παρατηρώ και στο οποίο θα ήθελα να εστιάσω, συνεπώς, είναι όχι στην απουσία συστηματικής κριτικογραφίας (υπάρχουν εξαίρετοι κριτικοί και σήμερα στην Ελλάδα), αλλά στην απουσία διαφορετικών τάσεων στην κριτική. Ενώ βλέπω σοβαρή, αριστερής ιδεολογίας κριτική, δεν βλέπω, για παράδειγμα, ακόμα, συστηματική φεμινιστική, κουήρ και/ή λοατ προσέγγιση της σύγχρονης λογοτεχνίας, παρότι υπάρχει φεμινιστική /κουήρ/ λοατ λογοτεχνία. Και αν η απουσία της θα μπορούσε να κατανοηθεί, ενδεχομένως, αν αναλογιστεί κανείς την πολυτάραχη ελληνική –αλλά και παγκόσμια– ιστορία (Μικρασιατική καταστροφή, δικτατορία Μεταξά, Εμφύλιος, μέχρι το 1951 ποινικοποίηση της ομοφυλοφιλίας, νόμος Καραμανλή περί αφροδισίων, χούντα των συνταγματαρχών που επέβαλε συγκεκριμένα ιδεώδη, όπως την οικογένεια, τη θρησκεία και την πατρίδα), ωστόσο δεν θα έπρεπε πια.
Θα ήθελα να εστιάσω στην κριτική της ποίησης. Λέμε συχνά ότι δεν υπάρχει παρθενογένεση στην τέχνη, ότι όλα έχουν ειπωθεί και ότι η ανοικείωση έρχεται όχι τόσο από το τι, όσο από τον τρόπο με τον οποίο λέει κανείς κάτι. Δεν το πιστεύω αυτό. Πιστεύω ότι δεν βιώνει με τον ίδιο τρόπο τον κόσμο ένας λευκός/δυτικός/cis/ετερόφυλος/ της μέσης τάξης άντρας και μια γυναίκα/τρανς/λεσβία/ανάπηρη/μετανάστρια/φτωχή ούτε είναι ίδιες οι λέξεις τους. Αυτό που ονομάζουμε «καθολικό» άνθρωπο, στον οποίο υποτίθεται ότι απευθύνεται και τις εμπειρίες του οποίου αντανακλά το υποτιθέμενα «καθολικό» ποίημα, είναι ο άντρας που έχει επιπλέον τις παραπάνω κατηγορίες ταυτότητας και ο οποίος ως αναγνώστης περιμένει να διαβάσει αυτά που τον αφορούν, ως κριτικός πριμοδοτεί την ίδια του την εμπειρία και ως συγγραφέας μπορεί να εγγραφεί εύκολα στη λευκή/ δυτική/ cis/ ετερόφυλη/ της μεσαίας τάξης/μη ανάπηρη παράδοση.
Αντίθετα, μία γυναίκα, ένας μαύρος, ένα ανάπηρο άτομο, όταν ξεκινάει να γράψει δεν έχει μία παράδοση πίσω του, πρέπει να βρει τις λέξεις του σχεδόν μόνος και όταν κατορθώνει να το κάνει, τις βλέπει να ακυρώνονται από την ανδροκεντρική πολιτική ματιά, ακύρωση η οποία γίνεται με διάφορους, έμμεσους ή αμεσότερους τρόπους ιστορικά (άρνηση της λογοτεχνικής αξίας των έργων μη λευκών κ.τ.λ. ποιητών, γελοιοποίηση των θεμάτων τους ως υποδεέστερων, προσωπικές επιθέσεις στο ήθος τους για συμμόρφωση με τις λευκές κ.τ.λ. προσδοκίες, αποκλεισμό τους από τον κανόνα (ή παρουσίαση κάποιων από αυτούς ως εξαιρετικών περιπτώσεων), παρουσίαση μόνο κάποιου μέρους της δουλειάς τους που θα μπορούσε να διαβαστεί ως «καθολικό» και το οποίο συχνά δεν είναι και το καλύτερο/ αντιπροσωπευτικότερό τους κ.τ.λ.).
Αυτό το οποίο κοιτάζω προσωπικά σε μια γυναίκα, π.χ., ή έναν γκέι ποιητή είναι η προσωπική του φωνή που στην περίπτωσή του απαιτεί σαφέστατα μεγαλύτερη τόλμη από ό,τι σε έναν λευκό κ.τ.λ. ποιητή. Είναι κατά πόσο δίνει τη δική του εμπειρία του κόσμου (προκαλώντας τις ιεραρχίες και τα προνόμια) και δεν υποχωρεί στο όνομα μιας υποτιθέμενα ενοποιητικής εμπειρίας και γλώσσας που θα τον/ την βοηθούσε μεν να βρει ένα ευρύτερο ακροατήριο, θα σταθεροποιούσε, ωστόσο, το status quo (σε ό,τι αφορά στο εάν και κατά πόσο υπάρχει ακόμα και σήμερα «status quo» στη λογοτεχνία, αρκεί να αναρωτηθούμε κατά πόσο οι χαρακτηρισμοί «γυναικεία γραφή» και «ομοφυλόφιλη λογοτεχνία» θεωρούνται κολακευτικοί, τι αναγνωστικό κοινό έχουν και ποια είναι η αντιμετώπισή τους από την κρατούσα κριτική).
Εκτός από την κατάθεση της προσωπικής εμπειρίας, η οποία προϋποθέτει την θαρρετή ανάληψη της θέσης από την οποία γράφει και τοποθετείται στον κόσμο ο ποιητής, και στο πλαίσιο της αναζήτησης μίας προσωπικής φωνής, όταν κρίνω ένα ποίημα/μία ποιητική συλλογή βλέπω το τεχνικό μέρος: αρετές θεωρώ τη χρήση σύγχρονης γλώσσας (με ενοχλεί ιδιαίτερα η αντίληψη ότι υπάρχει λογοτεχνική και μη γλώσσα και ότι πρέπει να προστατέψουμε την πρώτη από τη δεύτερη –δεν πιστεύω ότι υπάρχουν αντι-λογοτεχνικές/ πεζολογικές λέξεις, αλλά πετυχημένη ή αποτυχημένη χρήση τους μέσα στο ποίημα) και εικόνων από την καθημερινότητα (που για μένα δείχνει έναν ποιητή που κινείται μέσα στον κόσμο και δεν στοχάζεται γι’ αυτόν έξω απ’ αυτόν και επιπλέον ενδιαφέρεται για την επικοινωνία και όχι τον εντυπωσιασμό), τη συμπύκνωση και την αφαίρεση που επιτρέπουν την έκπληξη και στον στίχο να έχει άμεσο –ιδανικά αισθητηριακό– αντίκτυπο.
Προσωπικά αγαπώ τα ποιήματα που δεν ρομαντικοποιούν/αισθητικοποιούν την πραγματικότητα, τα ποιήματα για κακοποιητικές σχέσεις, καταπιέσεις, ανισότητες, ψυχιατρικές διαταραχές, τη φτώχεια. Πιστεύω ότι χάρη σε μια σειρά γεγονότων (π.χ. πολλοί ποιητές και ποιήτριες έχουν μεταναστεύσει μέσα στην οικονομική κρίση και αναλαμβάνουν συστηματικές μεταφραστικές δουλειές συστήνοντας (και) σύγχρονα ονόματα άλλων λογοτεχνιών, οι ζυμώσεις του διαθεματικού φεμινισμού, το λοατκι κίνημα, η δουλειά νέων περιοδικών κ.ά.), είμαστε σε μια εποχή και στην Ελλάδα που (οφείλουμε να) αρχίζουμε να βλέπουμε και να προκαλούμε τις αντιλήψεις για το τι συνιστά καλή λογοτεχνία και αυτό μόνο ανανέωση και ελευθερία μπορεί να φέρει, δηλαδή αυτά που χρειάζεται η λογοτεχνία για να είναι πραγματικά επικίνδυνη.
Τέλος και αναφορικά με το αν θα έγραφα κριτική αν θεωρούσα κακό ένα βιβλίο, η απάντησή μου είναι ότι δεν θα το έκανα –θα προτιμούσα να το κάνω ιδιωτικά. Εξαίρεση θα αποτελούσε κάποιο βιβλίο που έχει μισογύνικες, μισαναπηρικές, ρατσιστικές αναφορές, καθώς θεωρώ ότι η λογοτεχνία –και κάθε τέχνη– δεν μπορεί να χρησιμοποιείται ως πρόφαση/ άλλοθι για τον περαιτέρω στιγματισμό/αποκλεισμό των ήδη/ως τώρα αποκλεισμένων (μία ωραία έκφραση από μόνη της, αν και την αναγνωρίζω, προσωπικά δεν μου λέει και πολλά). Λέγοντας αυτό δεν προτείνω φίμωση της λογοτεχνικής/καλλιτεχνικής ελευθερίας, αλλά στοχασμό πάνω σε τι συνίσταται αυτή και πόσο παλιά μπορεί να είναι μία λογοτεχνία που αναπαράγει αποκλεισμούς και στερεότυπα.