Κολάζ: Michael Augustin

Έλενα Μαρούτσου

Περί κριτικής

Η εποχή μας, όπως άνοιξε τον δρόμο για την ολοένα ευκολότερη πρόσβαση στην έκδοση ενός βιβλίου –όλο και περισσότεροι συγγραφείς βλέπουν το πρώτο τους βιβλίο να γίνεται πραγματικότητα– έτσι έδωσε βήμα σε όλο και περισσότερους ανθρώπους να δημοσιεύουν κείμενα λογοτεχνικής κριτικής. Είναι γεγονός ότι το διαδίκτυο ευνόησε αυτές τις εξελίξεις που δεν είναι κατ’ ανάγκην κακές, καθώς νέες και ενδιαφέρουσες φωνές αναδύονται κάθε χρόνο εμπλουτίζοντας το τοπίο της λογοτεχνίας. Από την άλλη πλευρά, αναπόφευκτο είναι κάποιες από αυτές τις προσπάθειες, προϊόντος του χρόνου, να αποδεικνύονται αδύναμες, πρόχειρες ή ανέμπνευστες. Όσον αφορά τον χώρο της κριτικής, η οικονομική κρίση επιδείνωσε την κατάσταση: η αγορά του βιβλίου υπέστη πλήγμα, τα ένθετα των εφημερίδων συρρικνώθηκαν, ενώ ελάχιστοι πλέον είναι οι κριτικοί που αμείβονται έστω και στοιχειωδώς για τη δουλειά τους. Κι όπως καθετί που δεν πληρώνεται, έτσι κι η κριτική κινδυνεύει να διεκπεραιώνεται με λιγότερη υπευθυνότητα, λιγότερο κέφι και σοβαρή προσπάθεια. Ευτυχώς όμως όχι από όλους. Υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που κάνουν με αγάπη και σοβαρότητα τη δουλειά τους.

Ποια είναι όμως η δουλειά ενός κριτικού; Μεγάλο μέρος μιας βιβλιοκρισίας καταλαμβάνει η ανάλυση της μορφής και του περιεχομένου ενός βιβλίου απ’ όπου θα προκύψει όποια «κριτική» προσέγγιση, κάποια κρίση δηλαδή με υπαινικτικά ή ολοφάνερα αξιολογικό χαρακτήρα. Όσοι αναγνώστες προστρέχουν στα ένθετα των εφημερίδων τα αφιερωμένα στις νέες εκδόσεις, αναζητούν έντυπα ή ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά ή επισκέπτονται αντίστοιχου περιεχομένου blogs, πιστεύω πως αυτό ακριβώς αναζητούν: να πάρουν μια γεύση από τα νέα βιβλία και πιθανόν να προσανατολιστούν σε σχέση με τη χαοτική πληθώρα της αγοράς. Καλό κριτικό θα χαρακτήριζα κάποιον που θα δώσει, μέσα σε περιορισμένο χώρο (ή λιγότερο περιορισμένο, ανάλογα με το μέσο όπου δημοσιεύεται), ένα επαρκές στίγμα τού υπό ανάλυση βιβλίου. Για να το κατορθώσει, βέβαια, αυτό –καθώς «σχολές» κριτικής δεν υπάρχουν, ούτε λοιπόν αντίστοιχα «πτυχία»– είναι καλό να έχει στην κατοχή του τα εργαλεία που θα του το επιτρέψουν: πολύχρονη και συστηματική τριβή με τη λογοτεχνία όχι μόνο ως αναγνώστης, αλλά και ως μελετητής της. Δηλαδή, καλό είναι να διαθέτει ένα επαρκές θεωρητικό υπόβαθρο: να έχει μια εποπτεία της ιστορίας της λογοτεχνίας και να γνωρίζει εις βάθος το είδος με το οποίο καταπιάνεται. Αν, για παράδειγμα, το πεδίο του είναι η πεζογραφία, να είναι εξοικειωμένος με τις βασικές αρχές της αφηγηματολογίας καθώς και με την ορολογία της σύγχρονης κριτικής, να είναι ενημερωμένος όχι μόνο για τα παλαιά αλλά και για τα σύγχρονα ρεύματα και τις κυρίαρχες ή έκκεντρες τάσεις, ώστε να μπορεί να εντάξει το υπό ανάλυση βιβλίο στο σύγχρονο λογοτεχνικό στερέωμα. Κι όπως, βέβαια, η ευφάνταστη και πλούσια γλώσσα είναι από τις σημαντικότερες αρετές για έναν συγγραφέα, το ίδιο ισχύει και για έναν κριτικό. Αρκεί βέβαια –το βλέπουμε κι αυτό συχνά– η κριτική να μην «κουκουλώνει» το βιβλίο, επιδεικτικά ναρκισσευόμενη, αλλά να το «αποκαλύπτει», οπότε η γλώσσα της καλό είναι να παραμένει διαυγής, ξεκάθαρη, ακριβής.

Είναι αλήθεια πως σήμερα οι περισσότερες βιβλιοκρισίες θυμίζουν βιβλιοπαρουσιάσεις, τις διακρίνει δηλαδή συχνά ένας τόνος ρητορικής υπερβολής και μια διάθεση εξύμνησης, που ενώ ταιριάζουν σε μια βραδιά βιβλιοπαρουσίασης όπου ένα βιβλίο έχει την «τιμητική» του, δεν αρμόζουν σε μια κριτική βιβλίου, καθώς συσκοτίζουν την κρίση του αναγνώστη αφού πλέον τείνουν να εκθειάζονται τα περισσότερα βιβλία που κυκλοφορούν. Από αυτή την άποψη, δεν θα έβλαπτε λίγη αποστασιοποίηση και ψύχραιμη κρίση από μέρους των κριτικών ώστε να μην πλήττεται τελικά η αξιοπιστία τους. Οι αξιολογικές κρίσεις, είτε θετικές είτε αρνητικές, βαρύνουν, κατά τη γνώμη μου, περισσότερο όταν προσφέρονται με μέτρο –και η γενναιοδωρία εκτιμάται όταν έχει λόγο ύπαρξης και δεν στοχεύει απλώς να ικανοποιήσει τους πάντες. Ως κριτικός, προτιμώ να γράφω για βιβλία που μου έχουν κινήσει το ενδιαφέρον, οπότε κατ’ αρχάς είμαι θετικά διακείμενη απέναντί τους. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι οι κριτικές μου δεν περιέχουν καμιά αιχμή∙ συχνά διατυπώνουν ενστάσεις ή επιφυλάξεις, διατυπωμένες όμως, θέλω να πιστεύω, με ευγένεια και χαμηλούς τόνους. Άλλωστε στους κριτικούς εκτιμώ αυτό που εκτιμώ γενικότερα στους ανθρώπους: να έχουν το θάρρος να εκφέρουν τις απόψεις τους αλλά και αβρότητα στον τρόπο που τις εκφράζουν. Πιστεύω πως μια αρνητική κρίση, αν είναι τεκμηριωμένη σωστά και δεν περιέχει πρόθεση απαξίωσης ή προσβολής, μπορεί να είναι χρήσιμη και στον συγγραφέα, εφόσον όμως είναι αρκετά ώριμος για να αντιμετωπίσει την κριτική ως αυτό που είναι: η «γνώμη» ενός ανθρώπου –όχι οποιουδήποτε βέβαια, αλλά ωστόσο μια «γνώμη» που έχει τη δυνατότητα να τη λάβει υπόψη του ή όχι. Κι ο ίδιος ο κριτικός θα πρέπει να έχει συναίσθηση της υποκειμενικότητας της κρίσης του (δεν έχει βρεθεί ακόμα η εξίσωση εκείνη που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε μια κριτική αποτίμηση) και ως εκ τούτου να είναι σε θέση ακόμα και να παραδεχτεί πως κάποτε έσφαλε στην εκτίμησή του για ένα βιβλίο ή συγγραφέα. Εξάλλου, η ιστορία είναι γεμάτη από παραδείγματα συγγραφέων που στην αρχή όχι μόνο δεν εκτιμήθηκαν αλλά μπορεί και να λοιδορήθηκαν ή να έγιναν στόχος σαρκασμού (ας μην ξεχνάμε, για παράδειγμα, την κριτική υποδοχή του Εγγονόπουλου ή του Καρυωτάκη από συγχρόνους τους). Νομίζω δηλαδή πως αν ο κριτικός πάρει στα σοβαρά τον ρόλο του χωρίς να αποποιηθεί τη σεμνότητα και τη δική του αυτοκριτική, μπορεί να σταθεί με θάρρος αλλά και σεβασμό απέναντι σε έναν δημιούργημα του πνεύματος, όχι τόσο για να το «κρίνει», αλλά για να το φωτίσει. Άλλωστε, ο ρόλος των κριτικών δεν θα έπρεπε να είναι αυτός ενός υπέρτατου «κριτή», ενός αφ’ υψηλού αποτιμητή μιας συγγραφικής προσπάθειας, αλλά ενός ανθρώπου που μέσα από τη γνώση, την αγάπη και την πολύχρονη τριβή του με τη λογοτεχνία μπορεί να φέρει το βιβλίο πιο κοντά στον αναγνώστη, «ξεκλειδώνοντας» κάποια μυστικά της γραφής του, ρίχνοντας φως σε φανερές και αθέατες πλευρές, κεντρίζοντας τον νου και ενεργοποιώντας την κατανόηση και άρα την αναγνωστική απόλαυση.

Κύλιση στην κορυφή