[…] κι απ’ τον ορφέα πήγε στο χαμίνι,
χορεύοντας ανέμελος, να γράφει στην κάμερα,
παιδί και σταυροφόρος, ομοίωμα εμπόριο
κι ο μόνος, της απώλειας, που μένει,
κι ας μη γνωρίζει μάγια, κι ας ενάγει
εκείνους που ΄παν:
«νόμιζε πως παίζει»
Γιάννης Δούκας, «πτωχοί πιερότοι», η θήβα μέμφις
scribitur ad narrandum non ad probandum
Δεν θέλω να τρέφω αυταπάτες ότι όποιος έχει βαρέσει πλήκτρα θεραπεύει μια άδολη γραφή, κι από το έμβολο της Μούσας προτιμώ τα εμπρόθετα βέλη του backspace και του enter. Ξεκινώντας από το γεγονός πως κάθε γραφή προϋποτίθεται και προϋποθέτει, παρατηρείται ήδη από την Αναγέννηση και εντατικοποιείται, ιδιαίτερα γύρω στα 1830 με την εισαγωγή στην Αγγλία της μεταλλικής γραφίδας, η διάχυση μιας ιδιαίτερα σημαντικής (sémantique) μεταφοράς, της πένας ως ξίφους. Από την «plume de fer sur un papier d’acier » του Ronsard στην περιλάλητη ρήση του Edward Bulwer-Lytton («The pen is mightier than the sword»), έως τον ποιητή-ρακοσυλλέκτη του Baudelaire, ο οποίος μετατρέπει τις βελόνες πλεξίματος σε θανατηφόρο όπλο, και την εικόνα του μποξέρ στον Hemingway ή, πιο πρόσφατα, την άφθονη σχετική εικονογραφία που ακολούθησε την επίθεση στο Charlie Hebdo, η γραφή ως εκούσια πράξη βαπτίζεται στα πολεμοχαρή νάματα ενός σπορ μάχης [1]Οι παραδόσεις του Antoine Compagnon στο Collège de France κατά τα ακαδημαϊκά έτη 2016-2017 και 2017-2018 (διαθέσιμες online) είχαν ως θεματικό τίτλο «De la littérature comme sport de combat». Στα καθ’ ημάς, η σχετική συζήτηση επανακινητοποιήθηκε πρόσφατα με το επιστημονικό συνέδριο του Τομέα Μ.Ν.Ε.Σ. του Τμήματος Φιλολογίας του Α.Π.Θ., «Η πένα και το ξίφος: Η πολεμική στη νεοελληνική λογοτεχνία, φιλολογία και κριτική» (16-18.10.2020)..
Ως εκ τούτου, ο βίαιος συσχετισμός των δυνάμεων μου φαίνεται εκ των προτέρων εγγεγραμμένος στην καταστατική συγκρότηση του γράφειν και η κριτική πιθανότατα συνιστά την ανόθευτη ενσάρκωσή του, διακλαδίζοντας τα ανταγωνιστικά δίπολα ακόμα και στο εσωτερικό της, με τη διάκριση της ακραιφνούς κριτικής από τη βιβλιοσύσταση κ.ο.κ. Δεν ξέρω κατά πόσο τα χιλιόμετρα χαρτί που έχω περπατήσει επιτρέπουν μια απάντηση σε θέματα για τα οποία άλλοι είναι πολύ πιο ειδικοί∙ ωστόσο, μία πρόταση αναπλαισίωσης του ίδιου του ερωτήματος της κριτικής, κεντρωμένη σε δύο άξονες που έρχονται πρόχειρα στον νου όλων μας, ενδεχομένως να αποδειχθεί γονιμότερη από το να κάτσει η μπίλια σε κάποια υποτιθέμενα τελεσίδικη απόφανση.
Κατ’ αρχάς, τα φύλλα δεν τυπώνονται εν κενώ, αλλά προσγειώνονται εντός ενός εκ των προτέρων συστηματοποιημένου πεδίου το οποίο διακινεί, αυγατίζει και καταποντίζει κατά το δοκούν ποσά συμβολικού κεφαλαίου, δηλονότι βαθμούς πρεστίζ, διασημότητας ή τιμής (με όλο το διφορούμενο του όρου), θεμελιωμένους πάνω σε μια διαλεκτική γνώσης και αναγνωρισιμότητας, κατά τον Bourdieu. Εν άλλοις λόγοις, μέσα στην «παγκόσμια πολιτεία των γραμμάτων» [2]Βλ. Pascale Casanova, La République mondiale des lettres, Παρίσι: Seuil, 1999., της οποίας ο εσωτερικός αναβρασμός αναδιανέμει ασταμάτητα την τράπουλα ανάμεσα σε γλώσσες, έργα, πρόσωπα με την τελική πάλη να μετατίθεται στο διηνεκές. Το διαδίκτυο, επίσης, δεν είναι άμοιρο του αναπροσανατολισμού των διαύλων διοχέτευσης κρίσεων: like, share, comment, follow, με μια λέξη η «digiformance» του διαδικτυακού πολίτη (netizen) επέτρεψε, αφενός, τον εκδημοκρατισμό άμα και την πολυτροπική συμμετοχικότητα στην πλατφόρμα της κριτικής, με όλα τα πιθανά φυρά και κέρδη, αλλά αφετέρου έχει τεχνουργήσει ένα ακόμη αχαρτογράφητο τοπίο στρατηγικών εντάσεων. Ίσως, λοιπόν, τα διλήμματα ανάμεσα στον θετικό ή αρνητικό απολογισμό ενός έργου, στην κριτική ή τη βιβλιοσύσταση, και κυρίως η εύγλωττη απουσία τους, θα έπρεπε να μας προβληματίσουν στο επίπεδο της ασύμμετρης νομής της εξουσίας ανάμεσα σε συμβολικό κέντρο και περιφέρεια.
Προσωπικά, έχω χρησιμοποιήσει τον όρο «βιβλιοσύσταση», γιατί διασκεδάζω τις συνδηλώσεις του: συστήνω ένα βιβλίο, όπως επιλέγω να γνωρίσω ένα καινούργιο πρόσωπο στους φίλους μου, επειδή το πάω και με την ελπίδα ότι και άλλοι θα διακρίνουν τις αρετές του –μακάρι και παραπάνω. Προτιμώ δηλαδή, από τη μεταφυσική του νεκρομάντη κριτικού, το métier της κειμενικής προξενήτρας. Εντούτοις, εν αρχή είναι η ανάγνωση∙ κοινώς, γράφω επειδή διαβάζω, αν και ομολογουμένως αργά και δύστοκα, όχι μόνο λογοτεχνία αλλά και κομμάτια κριτικής έμπλεα λογοτεχνικότητας (και γιατί όχι να υπάρξει οσονούπω μια τέτοια ανάγνωση της μεταγλώσσας, της οποίας ο Barthes κρυσταλλώνει την κατεξοχήν υπόθεση εργασίας). Εξαιρώντας τις δασκάλες και τους δασκάλους μου στη Θεσσαλονίκη και το Παρίσι, που όλων η γραφή με έχει φορμάρει, υφίστανται βιβλιοκρισίες τις οποίες έχω φυλάξει, από τις οποίες κοινωνώ τόσο κοινές ευαισθησίες και αισθητικούς τόπους όσο και μια παραδειγματική επίδειξη έλλογου στιλ, και στις οποίες επιστρέφω, με τον ίδιο τρόπο που ο Καβάφης, η Μαστοράκη, ο Rimbaud ή η Plath είναι σταθερά vade mecum: εν είδει δείγματος, της Λίζυ Τσιριμώκου, του Νίκου Μπακουνάκη, της Τιτίκας Δημητρούλια, πιο πρόσφατα της Βαρβάρας Ρούσσου, ενώ από το ευγενές α-γενές είδος του δοκιμίου απολαμβάνω τις λέξεις του Νικήτα Σινιόσογλου και της Ρίκας Μπενβενίστε.
Από το μάτι στο χαρτί, η βάσανος της γραφής έγκειται, για μένα, στο ασυμβίβαστο μιας διγαμίας, να μείνω πιστός στο γράμμα του κειμένου, όσο και στον εαυτό μου, δηλονότι να παρακολουθήσω νηφάλια τις κείμενες διαδρομές του, όσο και να τις διασαλεύσω με όση συνδυαστική φαντασία διαθέτω και με όσα διακείμενα ή συναισθηματικές ανταποκρίσεις έχω έρθει σε επαφή. Εξού και το ρεπερτόριο των τροχιών μου είναι ενσυνείδητα φυλλομετρημένο (μυθοκριτική, fins des siècles, αστικός υλικός πολιτισμός και κοινωνικότητα, queer και σώμα, διακαλλιτεχνικότητα). Προσπαθώ, δηλαδή, να συναντιέμαι με τα κείμενα, αλλότρια και ίδια, ως αισθητικά και πολιτικά απότοκα. Από τη μια, προσπαθώ να ευθυγραμμίζομαι με τον ορισμό της αισθητικής από τον Baumgarten («scientia cognitionis sensitivae») και, από την άλλη, η αρχιτεκτονική κάθε επίδικου βιβλίου, εντέλει, καταλήγει να φοδράρει, κατά βάθος, έναν προσωπικό μου μύθο (αριστοτελικά νοούμενο), ένα story, ένα récit ή, καλύτερα, μια αφηγηματική εμμονή της περιόδου∙ ήτοι, διαμορφώνει την και συμμετέχει στην ατομική ιστορική μου οντολογία, μου προμηθεύει το κατάλληλο λεξιλόγιο για να μορφοποιήσω το σύμπαν που με περιβάλλει και αυτό του το επίτευγμα αποπειρώμαι κάθε φορά να κοινοποιήσω. Δύο καταστατικές θεωρητικές πυξίδες προς αυτόν τον σκοπό είναι το Salon 1846 του Baudelaire, όπου ο παρακμιακός μετρ αξιοδοτεί τη «σωστή» κριτική ως μεροληπτική, παθιασμένη, πολιτική, πραγματοποιημένη από μία αποκλειστική σκοπιά, αλλά διανοίγοντας όσο το δυνατόν περισσότερους ορίζοντες, και το Qu’est-ce que la critique του Foucault, όπου η κριτική ορίζεται πρωτοβάθμια ως «η τέχνη του να μην είμαι τόσο κυβερνώμενος» [3]«l’art de n’être pas tellement gouverné», Michel Foucault, Qu’est-ce que la critique suivi de La culture de soi, Παρίσι: Vrin, 2015, σελ. 37..
«Είκοσι [πέντε] χρόνια παίζοντας/ αντί χαρτιά βιβλία/ είκοσι [πέντε] χρόνια παίζοντας/ [τρέμω μη χάσω] τη ζωή»: προς κλείσιμο του λογαριασμού, ανάμεσα στον επαγγελματία κριτικό και τον ερασιτέχνη πρακτικάριο βιβλιοσυστάσεων, τείνω περισσότερο να παραμένω «critically queer» [4]«in other words keep doing what Judith Butler has called for since the early 1990s: to remain critically queer. To keep considering, that is, “who is represented […] and who is excluded”, “what kinds of policies are enabled by what kinds of usages, and which are backgrounded or erased from view”», στο Δημήτρης Παπανικολάου, «Critically queer and haunted: Greek identity, crisiscapes and doing queer history in the present», Journal of Greek Media & Culture, 4:2 (2018), σ. 172.. And that’s the story so far.
Υποσημειώσεις[+]
↥1 | Οι παραδόσεις του Antoine Compagnon στο Collège de France κατά τα ακαδημαϊκά έτη 2016-2017 και 2017-2018 (διαθέσιμες online) είχαν ως θεματικό τίτλο «De la littérature comme sport de combat». Στα καθ’ ημάς, η σχετική συζήτηση επανακινητοποιήθηκε πρόσφατα με το επιστημονικό συνέδριο του Τομέα Μ.Ν.Ε.Σ. του Τμήματος Φιλολογίας του Α.Π.Θ., «Η πένα και το ξίφος: Η πολεμική στη νεοελληνική λογοτεχνία, φιλολογία και κριτική» (16-18.10.2020). |
---|---|
↥2 | Βλ. Pascale Casanova, La République mondiale des lettres, Παρίσι: Seuil, 1999. |
↥3 | «l’art de n’être pas tellement gouverné», Michel Foucault, Qu’est-ce que la critique suivi de La culture de soi, Παρίσι: Vrin, 2015, σελ. 37. |
↥4 | «in other words keep doing what Judith Butler has called for since the early 1990s: to remain critically queer. To keep considering, that is, “who is represented […] and who is excluded”, “what kinds of policies are enabled by what kinds of usages, and which are backgrounded or erased from view”», στο Δημήτρης Παπανικολάου, «Critically queer and haunted: Greek identity, crisiscapes and doing queer history in the present», Journal of Greek Media & Culture, 4:2 (2018), σ. 172. |