Κολάζ: Michael Augustin

Ευγενία Μπογιάνου

Ζητούμενο δεν είναι η πρωτοτυπία, αλλά η εμβάθυνση

Θα ξεκινήσω από μία κοινή αυτονόητη παραδοχή: Ο κριτικός λογοτεχνίας πρέπει να είναι δεινός αναγνώστης. Εκτός από την άνευ ορίων διαθεσιμότητα, θα πρέπει να διακατέχεται από πάθος και περιέργεια σε σχέση με το προς ανάγνωση κείμενο, αλλά θα πρέπει να έχει κι εκείνο το «άνοιγμα» που θα τον προστατέψει από αγκυλώσεις, προδιαγεγραμμένες θέσεις και αδιαπραγμάτευτα αξιώματα, και θα του επιτρέψει ίσως, σε κάποιες περιπτώσεις, ακόμη και να μετατοπίσει την οπτική του. Με άλλα λόγια ο κριτικός πρέπει να εμπλουτίζει συνεχώς τη σκέψη του, να ακονίζει με νέα δεδομένα και ποικίλες ματιές τα κριτήριά του, να μαθαίνει κι εκείνος με τη σειρά του από τα κρινόμενα βιβλία. Ο κριτικός λογοτεχνίας πρωτίστως είναι ένας συγγραφέας, ένας άνθρωπος που ορίζεται από τη γραφή του, που τα χαρακτηριστικά του συνθέτονται από τα κείμενά του. Έχει σημασία φυσικά η θεωρητική κατάρτιση, αλλά, πρωτίστως, αυτό που έχει σημασία είναι η δημιουργικότητα, η συνεχής συνδιαλλαγή με το έργο τέχνης, η συνομιλία μαζί του. Το λογοτεχνικό έργο δεν έχει ως στόχο την ερμηνεία και δεν αρέσκεται στις έτοιμες απαντήσεις. Η κριτική οφείλει να δώσει, να προτείνει καλύτερα, ένα είδος ερμηνείας του λογοτεχνικού κειμένου, ανοίγοντας πόρτες, παραδίνοντας τα κατάλληλα κλειδιά, χωρίς όμως να το αποδομεί εις τα εξ ων συνετέθη.

Προσωπικά θέλω να παρασύρομαι από την εσωτερική θερμοκρασία και τον παλμό του κειμένου, να μην ξεχνάω ούτε λεπτό πως συνδιαλέγομαι με ένα αυτούσιο έργο τέχνης, που έχει την δική του ξεχωριστή και ευδιάκριτη οντότητα, τη δική του αλήθεια, η οποία δεν θα έπρεπε να έχει ανάγκη από εντυπωσιασμούς και βιρτουόζικες εξυπνάδες (αν και τίποτα δεν απορρίπτεται εκ προοιμίου). Θέλω οι καταστάσεις, τα πρόσωπα και η ατμόσφαιρα που δίνει τον τόνο, να γεννιούνται από την ίδια τη γλώσσα. Όσο ενδιαφέρουσα και καλά αρχιτεκτονημένη κι αν είναι η πλοκή, που κι αυτό αποτελεί βασική προϋπόθεση αλλά δεν αρκεί από μόνο του, αν η γλώσσα δεν είναι δουλεμένη στο έπακρο, αν η γλώσσα δεν δημιουργεί θαύματα από μόνη της, αν δεν δίνει εκείνη την κατεύθυνση, δεν θεωρώ ότι είμαστε μπροστά σε ένα έργο άξιο λόγου. Ιστορίες μπορούν να διηγηθούν πολλοί άνθρωποι, να γράψουν λογοτεχνία λίγοι.

Δεν είναι λίγες οι φορές που εξωλογοτεχνικοί συνήθως λόγοι, τοποθετούν σε περίοπτη θέση ασήμαντα κείμενα, αμβλύνοντας τα κριτήρια και δημιουργώντας σύγχυση. Σε τέτοιες περιπτώσεις η αρνητική κριτική πρέπει να παίζει τον δικό της ρόλο. Ο έπαινος είναι καλοδεχούμενος από όλους, αλλά καμιά φορά οι ενστάσεις είναι πιο αποτελεσματικές. Όπως και να έχει, ένας κριτικός δεν μπορεί και δεν πρέπει να δεσμεύεται από καμία σύμβαση, κανένα συμφέρον, καμία οφειλή. Πιστεύω πως χρειάζεται ένα είδος αποστασιοποίησης. Από παρέες, επιτροπές, ομάδες. Ειδάλλως υπάρχει ο κίνδυνος (που δυστυχώς στη χώρα μας αλλά και όχι μόνο σ’ αυτή, τείνει να γίνει ο κανόνας), η κριτική, όπως και η ίδια η βιβλιοπαραγωγή, να υποτάσσεται σε όρους μάρκετινγκ, με μια ευρύτερη μάλιστα έννοια. Πώς είναι όμως δυνατόν να κρίνεις ένα έργο τέχνης υπακούοντας σε αυτούς τους όρους; Έτσι κι αλλιώς η έλλειψη μεγάλου εμπορικού ενδιαφέροντος σπρώχνει την κριτική σε όλο και πιο περιορισμένες σελίδες στον έντυπο τύπο. Η συρρίκνωση αυτή έχει ως αποτέλεσμα την αναγωγή της κριτικής σε διεκπεραιωτική παρουσίαση της πλοκής (ακόμη κι εκεί διαβάζουμε προχειρότητες και ασάφειες) ή της απλής αντιγραφής τού, διαφημιστικού συνήθως, οπισθόφυλλου. Τα site και τα ηλεκτρονικά περιοδικά που διαθέτουν απεριόριστο χώρο, δημιούργησαν έδαφος για διάλογο, προσφέροντας απλόχερα τον αναγκαίο πλουραλισμό, έδωσαν φωνή σε αξιόλογες νέες κριτικές φωνές που ειδάλλως δεν θα έβρισκαν εύκολα βήμα, αλλά συγχρόνως, ερήμην τους ίσως, καλλιέργησαν την αντίληψη πως η κριτική είναι κάτι πρόχειρο, ένα πάρεργο, που ο καθένας καλός ή και λιγότερος καλός αναγνώστης μπορεί να την κάνει. Όμως δεν είναι έτσι. Ακριβώς όπως χρειάζεται αφοσίωση η συγγραφή, άλλο τόσο χρειάζεται και η κριτική. Χρειάζεται επίσης απόλυτος σεβασμός στο έτερο κείμενο, καθώς αυτό υπηρετείς κι όχι μια ναρκισσιστική μεταμφιεσμένη πλευρά του εαυτού σου. Η διπλή ιδιότητά μου, ως συγγραφέα και κριτικού, με κάνει να αναγνωρίζω, να ανιχνεύω μάλλον, τον συγγραφικό κόπο που κρύβεται πίσω από ένα έργο αλλά, συγχρόνως, δεν μου επιτρέπει τον εφησυχασμό καθώς ξέρω πως οι δύο αυτές ιδιότητες πρέπει να διαχωρίζονται ανά πάσα στιγμή. Η ευφορική ελευθερία της συγγραφής να δίνει τη θέση της σε μια πιο στιβαρή προσέγγιση που ακουμπάει πάνω σε κανόνες, όχι απαράβατους αλλά σίγουρα κανόνες, και το αντίστροφο. Ένας διαρκής αγώνας με άλλα λόγια, που μόνο άγονος δεν είναι, γιατί κρύβει πολλές χαρές.

Φυσικά, όπως δεν υπάρχει συγγραφέας που γράφει δίχως να πατάει κάπου, δίχως να κουβαλάει στις πλάτες του όλα τα έργα που έχουν γραφτεί, ακόμη και χωρίς να το γνωρίζει, έτσι δεν υπάρχει και κριτικός που να μην πατάει πάνω σε κείμενα, σε τεχνικές αλλά και σε ατμόσφαιρα γραφής προγενέστερων ή και σύγχρονων κριτικών. Πολλά κριτικά κείμενα άλλων έχουν υπάρξει για μένα παιδεία γνώσης και άντλησης μεγάλης ενέργειας. Έχουν υπάρξει πηγή έμπνευσης, έχουν γίνει αφετηρία, οδηγώντας τη σκέψη μου σε άλλους δρόμους, παράλληλους ή διασταυρούμενους, οξύνοντας, αλλά και εξελίσσοντας το κριτήριό μου. Έτσι κι αλλιώς τα πάντα είναι συνέχεια, δεν υπάρχει τίποτε δίχως τον κόπο και το πάθος των προηγούμενων. Το ζητούμενο δεν είναι η πρωτοτυπία, αλλά η εμβάθυνση. Το διαρκές σκάψιμο που οδηγεί, όσο αυτό είναι δυνατό, στον πυρήνα του λόγου και της τέχνης.

Άλλωστε την σπουδαία κριτική την γεννούν τα σπουδαία κείμενα. Σ’ αυτά οφείλουμε και πρέπει να οφείλουμε τα πάντα.

Κύλιση στην κορυφή