Θ’ απαντήσω στο βασικό ερώτημα όπως απαντήθηκε πολλές φορές και στο παρελθόν∙ γιατί πρόκειται για ένα παλαιό ερώτημα που επανέρχεται βασανιστικά ξανά και ξανά, εντονότερα σε περιόδους κρίσης. «Είμαστε ανίατα μεσοπόλεμος» από πολλές απόψεις, στο κέντρο μιας μεγάλης, διαρκούς κρίσης σε κάθε επίπεδο. Μπορεί, λοιπόν, να μην υπάρχει κριτική, υπάρχουν όμως κριτικοί και, κυρίως, υπάρχουν κριτικά κείμενα. Εξηγούμαι: πράγματι, δεν υπάρχει ένα οργανωμένο σύστημα κριτικής υποδοχής της λογοτεχνικής παραγωγής, ούτε ένας εύρωστος κριτικός διάλογος, όλα αυτά, τέλος πάντων, που θα συνιστούσαν ένα θεσμικό κριτικό σύστημα, το οποίο θα διαμεσολαβούσε με ιδεώδη τρόπο ανάμεσα στην παραγωγή και στην κατανάλωση του βιβλίου. Αντ’ αυτού, έχουμε έναν αποσπασματικό κριτικό λόγο∙ για την ακρίβεια, παράλληλους μονολόγους με πολλά προβλήματα. Η αγορά έχει επιβάλει χρόνια τώρα τη λογική της, οι βιβλιοπαρουσιάσεις πράγματι κυριαρχούν (αλλά το ίδιο συνέβαινε με τη σημειωματογραφία παλιότερα), η ταχυγραφία, η ευκολία, η εντυπωσιοκρατική λογόρροια (όλα αυτά δηλαδή που ταλανίζουν και τη λογοτεχνία της εποχής) χαρακτηρίζουν και τον κυρίαρχο κριτικό λόγο. Ωστόσο, μέσα σ’ όλο αυτό το ζοφερό περιβάλλον υπάρχουν διάσπαρτες φωνές που αξίζει ν’ ακούσει κανείς (ό,τι ακριβώς συμβαίνει και στη λογοτεχνία της εποχής). Ίσως μάλιστα και περισσότερες από άλλες περιόδους, γιατί έχει αυξηθεί κατακόρυφα η εθελοντική (απλήρωτη και μαύρη) εργασία ειδικών αναγνωστών που καλύπτει τις ανάγκες σε φιλολογικές στήλες εφημερίδων και περιοδικών. Τεμαχισμένες σκέψεις, σκόρπιες σε σελίδες περιοδικών, εφημερίδων και στον εφήμερο κόσμο του διαδικτύου, μας περιμένουν. Αρκεί να τις αναζητήσει κανείς.
Μπήκα στον χώρο μετά από δοκιμαστικές βολές σε φιλολογικά περιοδικά και απέκτησα τακτικό βήμα ακριβώς στην κορύφωση της κρίσης, την εποχή που οι λογοτεχνικές σελίδες έκλειναν η μία μετά την άλλη. Τα προβλήματα που δεν λύθηκαν την εποχή των παχειών αγελάδων και κληροδοτήθηκαν στις μέρες μας, είναι δύσκολο να επιλυθούν σήμερα. Θυμάμαι ότι και τότε συζητούσαμε ακριβώς τα ίδια. Διαβάζω δεκάδες βιβλία το χρόνο, ξαναδιαβάζω μερικά απ’ αυτά, τολμώ (ή προλαβαίνω) να γράψω μικρά ή μεγάλα κείμενα ή και σημειώματα για κάποια απ’ αυτά. Παρακολουθώ εκ του σύνεγγυς τη συνολική παραγωγή και προσπαθώ να μείνω συντονισμένος μ’ αυτήν. Ωστόσο, κανείς δεν μπορεί να διαβάσει τα πάντα. Σαφώς επηρεασμένος από τις σπουδές μου, ενδιαφέρομαι για τον συνδυασμό θεωρίας και κριτικής. Προσβλέπω σε μια παραμετρική κριτική που χρησιμοποιεί επιλεκτικά εργαλεία. Το κείμενο-οδηγός και η θεωρία-σκαλωσιά, όπως λέει ο Τοντόροφ. Ξεκίνησα προκρίνοντας τα αναγνωστικά δικαιώματα. Τώρα, επιστρέφω πολλά απ’ αυτά στον συγγραφέα. Κάθε δημιουργία, κάθε έργο τέχνης έχει μία αξία, σημασία κ.λπ. τόσο αφ’ εαυτού όσο και μέσα στο έργο του ίδιου δημιουργού, στη σειρά των ομοειδών έργων της εποχής του, της παράδοσής του, καθώς και στη διαπλοκή του με ό,τι προηγήθηκε, ό,τι ακολούθησε και το περιβάλλον. Όλα αυτά με απασχολούν σε κάθε κείμενο. Κατά συνέπεια, με αφετηρία το ίδιο το κείμενο κρίνω και αξιολογώ θεματικά και μορφικά χαρακτηριστικά, και στη συνέχεια προσπαθώ ν’ ανοίξω προοδευτικά το πλάνο στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα (ιστορικά, πολιτικά, καθημερινά, γλωσσικά και τεχνικά συμφραζόμενα) και μετά στην προϊστορία κάθε είδους, προσπαθώντας να βάλω στο παιχνίδι την Ιστορία και τον ορίζοντα προσδοκιών. Δεν είναι εύκολο. Στενοχωριέμαι όταν αναγνώστες μού λένε ότι δεν με καταλαβαίνουν, και πάντα φοβάμαι τη λευκή σελίδα! Διαβάζω και ξαναδιαβάζω το βιβλίο για το οποίο γράφω, και χρειάζομαι χρόνο να σκεφτώ. Όπως διαβάζω και ξαναδιαβάζω τον Μπαχτίν, τον Ζενέτ των Παλίμψηστων και κάθε σελίδα του Στάινερ.
Από τους πανεπιστημιακούς κριτικούς θαυμάζω σελίδες του Π. Μουλλά και του Δ. Μαρωνίτη, την αποδεικτική διαδικασία σε κείμενα του αγαπημένου μου δασκάλου Νάσου Βαγενά, λατρεύω το ύφος της Λίζυς Τσιριμώκου. Ξαναδιαβάζω πολύ συχνά Σπύρο Τσακνιά, για την αναγνωστική και θεωρητική του επάρκεια και, φυσικά, επιστρέφω σε πολλά κείμενα της Μάρης Θεοδοσοπούλου για τη γραμματολογική τους εδραίωση. Ζηλεύω τον Βαγγέλη Χατζηβασιλείου και την Ελισάβετ Κοτζιά που τα έχουν διαβάσει όλα, την ήρεμη στοχαστική ματιά της Μαρίας Στασινοπούλου και τη θεωρητική της Τιτίκας Δημητρούλια, και από τους συνομήλικους εκτιμώ τον ακάματο Γιώργο Περαντωνάκη. Με ενδιαφέρει, επίσης, η Έλενα Μαρούτσου που συνδυάζει και την ευαισθησία του δημιουργού. Ρουφάω πάντα τα κείμενα της Κατερίνας Σχινά, επιστρέφω στον Δημήτρη Ραυτόπουλο και πολύ συχνά στον στυλίστα Κωστή Παπαγιώργη! Ύφος και προσωπικό στυλ! Να τι επίσης θεωρώ σημαντικό στον κριτικό λόγο˙ γιατί η γλώσσα του κριτικού-αναγνώστη (και ο κριτικός λογοτεχνίας είναι ένας σεσημασμένος αναγνώστης) μπορεί ταυτόχρονα να είναι ακριβής και εξομολογητική, στοχαστική και παιγνιώδης, ενδοσκοπική και εποπτική. Δεν πρόκειται για ασύμβατα μεταξύ τους χαρακτηριστικά. Όλα τα υποδειγματικά κριτικά κείμενα του κανόνα μας έχουν ύφος: από τον Μητσάκη, τον Παράσχο και τον Άγρα ή τον Σεφέρη ως τον Λορεντζάτο ή τον Αναγνωστάκη και τον Λεοντάρη πιο κοντά στις μέρες μας, για να μην ανατρέξω στους παλαιότερους γίγαντες της νεοελληνικής κριτικής…. Γι’ αυτό και από τους σύγχρονους διαβάζω και ξαναδιαβάζω Γιώργο Αριστηνό και Ηρακλή Λογοθέτη. Πάντα τυχερός στους δασκάλους μου, έχω φύλακα άγγελο κάθε κριτικής κουτσουλιάς μου τον Αχιλλέα Κυριακίδη και την αγαπητική του ματιά (να ένας περιστασιακός κριτικός με ύφος!). Όσο με αφορά, τα λίγα δικά μου σημειώματα στα οποία επιστρέφω και τα οποία ξαναδιαβάζω με απόλαυση, είναι αυτά στα οποία κατάφερα (έτσι νομίζω, τουλάχιστον) να μιμηθώ το ύφος όχι κάποιου άλλου κριτικού, αλλά του ίδιου του υπό κρίση συγγραφέα. Απολαμβάνω να μπαίνω στη θέση ενός νέου Πιερ Μενάρ που προσπαθεί ν’ ανακαλύψει χαμένες Τροίες! Αν ο Μπόρχες είναι μόνιμη αναφορά μου, ο Έκο και ο Στάινερ είναι το υπέρτατο, δυσθεώρητο και αξεπέραστο όριο θεωρητικής επάρκειας, κριτικής σαφήνειας και απολαυστικής ανάγνωσης.
Όπως καταλαβαίνετε, προσπαθώ ν’ αντλώ απόλαυση από την ανάγνωση βιβλίων, οπότε προτιμώ να γράφω για τα βιβλία που μου αρέσουν. Η αρνητική κριτική –αν με αυτό εννοούμε, όπως και πρέπει, την εμπεριστατωμένη κριτική ανάλυση που θα κατεδαφίσει γραμμή προς γραμμή το μυθοπλαστικό εγχείρημα ενός συγγραφέα– προϋποθέτει την εντατική ενασχόληση με κάτι που δεν μας άρεσε. Δεν ξέρω ποιος έχει σήμερα τον χρόνο και την πολυτέλεια να το κάνει. Εγώ δεν έχω τον χρόνο αλλά έχω την πολυτέλεια, ως εξωτερικός και όχι πλήρους απασχόλησης συνεργάτης του εντύπου που με φιλοξενεί, να μην το κάνω. Θα έγραφα φυσικά μια τέτοιου είδους κριτική, αν και εφόσον διακυβευόταν κάτι πολύ σημαντικό. Προς το παρόν, όμως, δεν μπορώ να φανταστώ κάτι τέτοιο εκτός από την ήδη χαμένη τιμή της λογοτεχνίας, για την όποια κατάσταση της οποίας τη μικρότερη ευθύνη φέρουν τα ίδια τα κείμενα και ακόμη λιγότερο οι κριτικοί. Όπως έχουν σήμερα τα πράγματα, στη γραμμή από τη συγγραφή και την παραγωγή ως την κατανάλωση των βιβλίων, ο κριτικός παραμένει ο λιγότερο επιδραστικός κρίκος της αλυσίδας. Και ίσως να μην ήταν πάντα πολύ διαφορετικά. Σήμερα, ωστόσο, αυτό ισχύει περισσότερο. Αρκεί μια διαφήμιση στην τηλεόραση, μια πληρωμένη ανάρτηση στα κοινωνικά δίκτυα, και κάθε κριτική αποτίμηση (μπορεί να) πάει περίπατο.
Ώστε έχασε η κριτική την πραγματική της λειτουργία και η λέξη τη σημασία της; Πιθανόν, αλλά το ίδιο συμβαίνει με πολλές λέξεις στις μεταμοντέρνες εποχές μας. Όσο για τις βιαστικές συγκρίσεις που συνήθως κάνουμε με το εξωτερικό, αυτές δεν βοηθούν. Άλλα τα μεγέθη, και οι απλουστεύσεις καλά κρατούν. «Δεν έχουμε μυθιστόρημα» φωνάζουν οι μεν, «δεν έχουμε κριτική» οι άλλοι, και πάει λέγοντας. Αυτά έχουμε, με αυτά πορευόμαστε! Το ένα θα είναι αναπόφευκτα καθρέφτης του άλλου.
Από την άλλη, ξέρουμε πόσο εύκολα η αρνητική κριτική μπορεί να γίνει αναπόδεικτη απόρριψη και η θετική κριτική αφόρητο εγκώμιο. Οι διαδικτυακοί αφορισμοί μάς το υπενθυμίζουν καθημερινά και μας βγάζουν τα μάτια: «μου άρεσε/ δεν μου άρεσε», «βαρέθηκα», «το λάτρεψα»! Κι όμως, όπως έλεγε ο Δημαράς, ανάμεσα στην «αστυνομική κριτική» που προσπαθεί κανονιστικά να επιβάλει την τήρηση κανόνων και τη «δικηγορική κριτική» που φασκελοκουκουλώνει τα προβλήματα, υπάρχουν άπειρες διαβαθμίσεις. Προτιμώ να αναζητώ πάντα μια μέση οδό που να αναδεικνύει ένα βιβλίο δίνοντας ερεθίσματα στον αναγνώστη, ανοίγοντας ερμηνευτικούς δρόμους και επιτρέποντας στον προσεκτικό αναγνώστη να διακρίνει κάτω από τις γραμμές της και την όποια αξιολογική κρίση. Όχι γιατί φοβάμαι τα τυχαία δραματικά συναπαντήματα στους δρόμους της Αθήνας ή τα τηλεφωνήματα στα άγρια μεσάνυχτα, αλλά γιατί «αφ’ ης στιγμής μνημονεύονται αξίες, οι σταθερές καταρρέουν», όπως έλεγε ο Όργουελ. Τι σημαίνει «αυτό είναι καλό μυθιστόρημα» ή «αυτό είναι κακό διήγημα»; Προφανώς όλοι μπορούν να βάζουν αστεράκια σε βιβλία, όπως περίπου γίνεται στα θεάματα!
Βρίσκω υπερβολικό, εν ολίγοις, να ζητάμε όλοι από τον κριτικό της σήμερον να βγάλει «τα κάστανα από τη φωτιά»∙ αυτόν ο οποίος όλο και περισσότερο μοιάζει με την καρικατούρα του κακοπληρωμένου ταλαίπωρου κριτικού που μονίμως κυνηγά τις προθεσμίες και πετσοκόβει λέξεις από τα κείμενά του για να χωρέσουν στο φορμά του δημιουργικού, όπως τον ζωγράφισε με σκοτεινά χρώματα ο Όργουελ το 1941, σε ένα κείμενο όπου θίγονται όλα τα ζητήματα που συζητάμε και σήμερα («Εξομολόγησεις ενός βιβλιοκριτικού»).
Με κίνδυνο να φανώ υπέρ το δέον Δημαρικός, θα κλείσω με κάτι δικό του. Ψάχνοντας στα δικά του «Λόγια περί μεθόδου» (Σύμμικτα Δ΄) να ελέγξω την προηγούμενη αναφορά μου, έπεσα πάνω σε μια επιφυλλίδα για την κρίση του βιβλίου στην Ελλάδα του 1949 (!) που προκάλεσε τον επιστολικό διάλογο με τον Ε.Π. Παπανούτσο και τον Χρ. Ευελπίδη. Τίποτα δεν έχει αλλάξει από τότε στη συνολική πολιτική του βιβλίου στην Ελλάδα, και οι προτάσεις τού τότε μοιάζουν σαν να αφορούν όσο ποτέ το σήμερα. Μ’ άλλα λόγια, η κριτική είναι μέρος του ίδιου χρόνιου πολιτιστικού προβλήματός μας και οποιαδήποτε παρέμβαση μόνο σ’ αυτήν δεν μπορεί ν’ αποτελέσει λύση.
Φυσικά αυτό δεν σημαίνει ούτε αποποίηση ευθυνών ούτε επανάπαυση στην προβληματική κατάσταση. Η κριτική οφείλει να είναι αναστοχαστική και, άρα, σκεφτόμαστε συνεχώς τους όρους και τις προϋποθέσεις μας. Αλλά δεν μπορούμε παρά να προχωράμε. Μέχρι κάποια συνολικότερη αλλαγή παραδείγματος, νομίζω ότι μπορούμε, κατά μόνας, να κάνουμε με ήσυχη συνείδηση και αθόρυβα τη δουλειά μας. Διαβάζουμε κείμενα και γράφουμε γι’ αυτά που μας αρέσουν και νομίζουμε ότι οφείλουν να διαβαστούν, αφήνοντας τον χρόνο ν’ αποφασίσει για όλα τα υπόλοιπα∙ φυσικά και για τη δική μας δικαίωση ή την καταβαράθρωσή μας όχι απλώς σε μια ταπεινή υποσημείωση, αλλά και στον ίδιο τον σπουπιδοτενεκέ της γραμματολογίας.