Πρέπει ευθύς εξαρχής να ομολογήσω πως το ερώτημα για το αν υπάρχει κριτική ή όχι στην Ελλάδα, έτσι γενικά διατυπωμένο, το διαβάζω και το ακούω από την εποχή της εφηβείας μου –και είναι ασφαλώς πολύ αρχαιότερο, αν δεν έχει γεννηθεί μαζί με την ίδια τη λογοτεχνία, που αποτελεί το αντικείμενο της κριτικής. Κατά τη διάρκεια των φοιτητικών μου χρόνων, το ερώτημα για την ύπαρξη ή μη της κριτικής απόκτησε κι ένα άλλο πρόσημο: έχει η ελληνική κριτική θεωρητικές βάσεις ή μήπως (με δεδομένη την υπόθεση για έλλειψη θεωρητικών βάσεων) οδεύει και προς το χειρότερο, καθοδηγημένη και από μια βαθιά αντιθεωρητική στάση; Δεν είναι της ώρας να εξηγήσω γιατί η κριτική της λογοτεχνίας στα καθ’ ημάς δεν είναι αντιθεωρητική ή για ποιον λόγο δεν αγνοεί τη θεωρία, παρά τη μηδενική παρουσία της τελευταίας σε οποιοδήποτε επίπεδο πρωτότυπης παραγωγής. Μπορώ όμως να διαβεβαιώσω (αρκεί ως προς αυτό να ρίξουμε μια ματιά σε ένα εγχειρίδιο ιστορίας της λογοτεχνίας) πως η κριτική γεννιέται μαζί με τη νεοελληνική λογοτεχνία –μαζί με τον Σολωμό και την Επτανησιακή Σχολή και μαζί επίσης με τον Κωστή Παλαμά, ο οποίος θα γίνει ένας από τους σημαντικότερους πυλώνες της. Δεν θα απαριθμήσω μείζονες περιπτώσεις κριτικής, ανασκαλεύοντας το παρελθόν ή το παρόν. Το έχω κάνει παλαιότερα, σε κάπως διαφορετικό πλαίσιο, αλλά εκείνο που με ενδιαφέρει πρωτίστως τώρα είναι να δούμε για ποιον λόγο τείνει να ξεδιπλωθεί για μιαν ακόμα φορά ο μύθος περί απουσίας της κριτικής.
Το πρώτο που σκέφτομαι είναι πως αυτή η καχυποψία πηγάζει από μια χρόνια προκατάληψη (του καιρού μας αλλά και όλων των προηγούμενων καιρών): την προκατάληψη ότι η κριτική αποτελεί έναν εξωγενή παράγοντα της λογοτεχνίας, αντιπροσωπεύοντας μια δευτερογενή, εν πολλοίς άσχετη και αναρμόδια δραστηριότητα. Από αυτό το σημείο, η απόσταση είναι πολύ μικρή μέχρι να οδηγηθούμε στην πεποίθηση ότι η κριτική δεν υφίσταται. Η κριτική, όμως, δεν βρίσκεται έξω από τη λογοτεχνία: ανήκει σ’ αυτήν αφού τη θέτει προ οφθαλμών επί καθημερινής σχεδόν βάσεως, προσπαθώντας να καταγράψει όλες τις κρίσιμες εξελίξεις της. Υπό αυτή την έννοια, η κριτική έχει τη δυνατότητα να ανοίξει έναν διάλογο με τον συγγραφέα ακόμα κι όταν είναι αρνητική (έγραφα ανέκαθεν, συνεχίζω να γράφω και προφανώς θα συνεχίσω να γράφω αρνητικές κριτικές). Η κριτική συνιστά, λοιπόν, αναπόσπαστο κομμάτι της λογοτεχνίας και οι τύχες της δεν μπορεί παρά να είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τις λογοτεχνικές τύχες του συστήματος αναφοράς της.
Πού ακριβώς, όμως, θα καταλήξουμε αν ακολουθήσουμε μια τέτοια γραμμή; Όπως κι αν ζυγίζουμε τα πράγματα, όσες επιφυλάξεις κι αν κρατηθούν απέναντι σε μια κριτική που επείγεται να σχολιάσει την τρέχουσα παραγωγή, συγκαταριθμώντας στις αποτιμήσεις της και πλήθος βιβλία τα οποία δεν θα αντέξουν στον χρόνο, όσες υποψίες κι αν πέσουν πάνω σε μια λογοτεχνία που βιάζεται να εξασφαλίσει τη διακριτή της θέση στους αξιολογικούς καταλόγους της κριτικής, το γεγονός δεν αλλάζει: τόσο η λογοτεχνία όσο και η κριτική δεν λειτουργούν εν κενώ. Αμφότερες απευθύνονται σ’ ένα λιγότερο ή περισσότερο υποψιασμένο κοινό, που παρακολουθεί συστηματικά την κίνηση των βιβλίων, αλλά, ας το σημειώσουμε, και σε μιαν ευρύτερη αναγνωστική κοινότητα, που έρχεται μόνο κατά περίσταση σε επαφή με τα τεκταινόμενα.
Ανάμεσα σε αυτό το ευρύτερο ή στενότερο κοινό και τη λογοτεχνία τοποθετείται η κριτική, αναλαμβάνοντας τον ρόλο του διαμεσολαβητή. Στρέφοντας το βλέμμα προς τον αναγνώστη, η κριτική διαμορφώνει και τα κριτήρια για το πώς κρίνει ή για το πώς θα κρίνει ένα πεζό ή ένα ποιητικό κείμενο. Η κριτική θα προτρέψει ή θα αποθαρρύνει τον αναγνώστη από το να διαλέξει ένα βιβλίο, θα δώσει κάποια κλειδιά για την αποκρυπτογράφηση της μορφής και την κατανόηση του περιεχομένου του και θα χρησιμοποιήσει ένα ζύγι για να το συσχετίσει με παλαιότερα ή νεότερα λογοτεχνικά παραδείγματα. Το τι θα περισωθεί από όλα αυτά (αν εντέλει περισωθεί κάτι) δεν εξαρτάται από την κριτική. Εκείνη θα εξακολουθήσει από τη μια πλευρά τον διάλογό της με τη λογοτεχνία χωρίς να πάψει από την άλλη να μεταφέρει στους αναγνώστες τη γνώμη της, εφοδιάζοντάς τους κάθε φορά και με ορισμένα τεχνικά εργαλεία τα οποία θα τους βοηθήσουν να αποφασίσουν κατά μόνας για την τελική τους κρίση. Θα πρέπει, παρ’ όλα αυτά να πω, για να μην το αδικήσω, ότι πίσω από το αρχικό ερώτημα για την απουσία της κριτικής διακρίνεται μια εύλογη ένσταση ή αγωνία. Γιατί έχουμε καταλήξει, τα τελευταία αρκετά χρόνια, να βλέπουμε μόνο θετικές κριτικές, που τείνουν να αποδειχθούν σκέτες βιβλιοπαρουσιάσεις; Ο θρίαμβος των ηλεκτρονικών μέσων μάς έχει μετατρέψει σε μάρτυρες μιας ανανέωσης από τα κάτω, ενός ριζικού εκδημοκρατισμού της κριτικής: οι πάντες μπορούν να γράψουν πλέον οπουδήποτε το οτιδήποτε. Δεν μιλώ για τα ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά, που δεν μεταβάλλουν τους όρους του παιχνιδιού, αλλά για τα blogs, για το Instagram, για τις συμμετοχικές πλατφόρμες και για τα απειράριθμα βίντεο του YouTube, όπου νεαρά αγόρια και κορίτσια κουβεντιάζουν, το καθένα από το δικό του κανάλι, για τα βιβλία της αρεσκείας τους (δεν τα αγαπούν απλώς, τα λατρεύουν), χειρονομώντας, αλλάζοντας τις πιο διαφορετικές εκφράσεις, παίρνοντας ύφος άλλοτε αστείο και άλλοτε δραματικό. Ο γραπτός λόγος είναι πλέον εδώ αδιαίρετα και αδιάσπαστα προφορικός –με συνοδευτικές κινήσεις που σκηνοθετούν τη δραματοποίησή του και με έναν ναρκισσισμό που επιτρέπει στο εγώ του βιντεοπρωταγωνιστή να αντανακλάται παντού: στα βιβλία, στους συγγραφείς και πάνω απ’ όλα στον εαυτό του. Δεν φοβάται επιπλέον αυτή η κριτική ή βιβλιοπαρουσίαση να κοινοποιήσει (για την ακρίβεια να διαλαλήσει) τη συναισθηματική της αντίδραση απέναντι στις αναγνώσεις της ενώ ταυτοχρόνως επιζητεί (ως άμεση συνέπεια των προηγουμένων;) να οργανώσει ένα δίκτυο βιβλιοφίλων με κοινές αγάπες –να σχηματίσει μια παρέα, μιαν ομάδα ή μια συντροφιά που συγκινείται και αντλεί την ενότητά της από τους παρόμοιους συγγραφείς και παρόμοια βιβλία. Οι απεριόριστες δυνατότητες διάχυσης του μηνύματος (ενός τέτοιου μηνύματος) των νέων μέσων έχει ενδεχομένως μεταδώσει τη νοοτροπία του περιεχομένου του και στα πιο παραδοσιακά δίκτυα επικοινωνίας. Και κάπως έτσι φτάνουμε στην ωραιοποιητική εξίσωση κριτικής και βιβλιοπαρουσίασης (ωραιοποιητική για τις βιβλιοπαρουσιάσεις) και στην αγωνία που αποτυπώνουν οι ερωτήσεις που θέτει το Φρέαρ. Τίποτε, εντούτοις, δεν έχει τελειώσει ακόμη. Ο έντυπος και ο ηλεκτρονικός καλός λόγος δεν έχουν πάψει να δίνουν το παρών κι όλα παραμένουν υπό εύρεση για τα δούμε στο μέλλον –σκοτεινότερο, αλλά, πιθανόν, και με περισσότερες υποσχέσεις.