Υπάρχει κριτική στην Ελλάδα σήμερα ή μόνο βιβλιοπαρουσίαση;
Η απάντηση στο πρώτο σκέλος της ερώτησης είναι αυτονόητη: εφόσον υπάρχει λογοτεχνία υπάρχει και κριτική η οποία, πάντως, έχει παραχωρήσει μεγάλο μέρος του δικού της πεδίου στις βιβλιοπαρουσιάσεις. Η διαπίστωση αυτή έχει να κάνει με τις γενικότερες συνθήκες παραγωγής, διακίνησης και προβολής των βιβλίων, όπως έχουν διαμορφωθεί κατά τις τελευταίες δεκαετίες στη χώρα μας. Πληθώρα εκδόσεων, πλήθος εντύπων, μεγάλος αριθμός συγγραφέων, ανδρών και γυναικών. Προσθέτω και μιαν άλλη, καινοφανή, παράμετρο: τον μεγάλο αριθμό ηλεκτρονικών περιοδικών που ασχολούνται με την λογοτεχνία, γεγονός που είχε ως συνέπεια την αντίστοιχη υποχώρηση των εντύπων. Είχα την υπομονή να διατρέξω περίπου είκοσι (20) ηλεκτρονικά περιοδικά και να αποδελτιώσω περισσότερα από διακόσια (200) ονόματα που υπογράφουν στις σελίδες τους κριτικές βιβλίων. Τα κείμενα αυτά, με ελάχιστες εξαιρέσεις, δεν είναι, παρά φιλικοί και εγκωμιαστικοί έπαινοι στηριζόμενοι στα δελτία Τύπου· κάπου-κάπου ξεμυτίζουν δειλά λιγοστές επιφυλάξεις και αντιρρήσεις. Ένα ακόμη χαρακτηριστικό των σημερινών συνθηκών είναι και η αθρόα, σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια, προσέλευση ποιητών και πεζογράφων στον κριτικό λόγο. Γνωστοί και καταξιωμένοι ποιητές, όπως π.χ. ο Αναγνωστάκης, ο Σινόπουλος κ.ά., είχαν παλαιότερα επιδοθεί περιστασιακά σε βιβλιοκρισίες, αλλά η τωρινή συρροή πολλών σχετικών ονομάτων υποκρύπτει, κατά τη γνώμη μου, υστεροβουλία. Με άλλα λόγια, βλέπω να υφέρπει μια προσδοκία για τις πολλαπλές ωφέλειες που μπορεί να αποκομίσει κανείς γράφοντας συνήθως ευνοϊκές και διεκπεραιωτικές κριτικές. Επομένως, το μέγιστο μέρος της σύγχρονης εν Ελλάδι κριτικής (αναφέρομαι αποκλειστικώς στην εν θερμώ υποδοχή των νεών εκδόσεων) αποτυπώνεται στις βιβλιοπαρουσιάσεις, και παρουσιάζει ποικίλες παθογένειες. Ελάχιστοι, άξιοι του ονόματός τους κριτικοί, ασχολούνται με ευθυκρισία και με πνεύμα προσφοράς τόσο προς τον κάθε φορά συγγραφέα που κρίνουν όσο και προς τους αναγνώστες που τους διαβάζουν. Θυμάμαι πάντα μια σκέψη που είχα διαβάσει παλαιότερα και που πάνω κάτω έλεγε πως είναι ευχής έργο να μπορεί κανείς να ερμηνεύει και να δικαιολογεί τη συγκίνηση που του προκαλεί το κείμενο ενός τρίτου. Με όσα ανέφερα έως εδώ, υποστηρίζω την άποψη πως πάσχει η κριτική μας. Αν σε μια χώρα πάσχει η κριτική είναι φυσικό επακόλουθο να πάσχει σε μεγάλο βαθμό και η λογοτεχνία. Ισχύει, πάντως, και το αντίστροφο: Σε μιαν ακμαία και ανθούσα λογοτεχνική παραγωγή ενθαρρύνονται και βρίσκουν εύφορο έδαφος να αναδειχτούν κριτικές προσωπικότητες.
Ποια είναι τα δικά σας κριτήρια όταν κρίνετε ένα πεζό ή ένα ποιητικό κείμενο;
Έχω την εντύπωση πως δεν είναι οπλισμένος με «επιστημονικά» κριτήρια όποιος καταθέτει δημοσίως τις αναγνωστικές κρίσεις του. Μέχρι το τέλος του 20ού αιώνα το μοναδικό σύστημα που γνωρίζω να υπάκουε σε κανόνες και κριτήρια ήταν η μαρξιστική κριτική. Είχαμε αρκετές τέτοιες περιπτώσεις στα ποικίλα έντυπα της Αριστεράς. Κατά τα πρόσφατα χρόνια εμφανίστηκαν και στη χώρα μας οι θεωρητικοί κορσέδες και τα σχετικά ερμηνευτικά σχήματα. Πιστεύω πως ο οποιοσδήποτε κριτικός, όταν επιδίδεται στη βιβλιοκριτική, δεν αρχίζει να γράφει έχοντας εκ των προτέρων ένα παγιωμένο σύστημα αξιολογήσεων. Εξάλλου, δεν υπάρχει «βασιλικός δρόμος» προς την κριτική, ούτε υφίστανται διεθνώς σχολές στις οποίες μπορεί κανείς να μαθητεύσει προκειμένου να κρίνει ένα βιβλίο. «Με καιρό και με κόπο» αποκτάται το λεγόμενο «κριτήριο» και, σπανιότατα, το κριτικό «δαιμόνιο». Προσωπικώς προσπαθώ να έχω πάντα κατά νουν τον αναγνώστη. Όποιος διαβάζει μια κριτική δεν είναι υποχρεωμένος να περιπλανιέται σε γλωσσικούς ή νοηματικούς λαβυρίνθους· έχει την απαίτηση να καταλάβει γιατί το βιβλίο που κρίνεται είναι ή δεν είναι αξιόλογο, τι πλεονεκτήματα παρουσιάζει και, επιπλέον, πώς εντάσσεται στην έως τώρα πορεία του συγγραφέα του.
Ποιους θεωρείτε σημαντικούς κριτικούς (ζώντες ή από το παρελθόν) και γιατί;
Αναφέρομαι και πάλι στην εν θερμώ υποδοχή των εκάστοτε νεών βιβλίων, γιατί είναι η μόνη κριτική αποτίμηση που μπορεί εύκολα να εκθέσει ή να καταξιώσει έναν κριτικό, και όχι στην κριτική που θα ονόμαζα «αναδρομική», εκείνη δηλαδή που στηρίζεται με εμπιστοσύνη στη σχετική βιβλιογραφία και στην εντωμεταξύ κτηθείσα ευρύτερη και γενικότερη εμπειρία. Στα παλαιότερα χρόνια όλα τα λογοτεχνικά περιοδικά, αλλά και οι εφημερίδες είχαν τους μόνιμους, σταθερούς, κάποτε και εναλλασσόμενους κριτικούς βιβλίων. Αναφέροντας ονόματα, θα σταθώ τιμητικά σε δύο ευτυχείς περιπτώσεις της νεότερης ελληνικής κριτικής: στον ορμητικό χείμαρρο που ακούει στο όνομα Κωστής Παλαμάς και στην διασπαθισμένη ιδιοφυία του Τέλλου Άγρα. Προσθέτω, επίσης, εκείνους των οποίων τα γραπτά παρακολουθούσα, και οι οποίοι διέθεταν ιδιαίτερο κύρος στα χρόνια τους: Αιμ. Χουρμούζιος, Μάρκος Αυγέρης, Βάσος Βαρίκας, Τίμος Μαλάνος (πάντα αιρετικός και εριστικός), Αντρέας Καραντώνης (με σπάνια διορατικότητα για τη σύγχρονη ποίηση), Αλέξ. Αργυρίου, Αλέξανδρος Κοτζιάς, Σπύρος Τσακνιάς. Ακόμη και στις μέρες μα η γνώμη τους παραμένει δραστική, όπως φαίνεται από τις συχνότατες παραπομπές στα βιβλία και στις κατά καιρούς διατυπωμένες απόψεις τους. Απεναντίας, έχουν περάσει σε δεύτερη μοίρα ονόματα όπως Κλέων Παράσχος, Γιάννης Χατζίνης, Πέτρος Χάρης, Άγγελος Φουριώτης, καθώς και διάφοροι άλλοι κατά καιρούς συνεργάτες εφημερίδων και περιοδικών. Σήμερα ξεχωρίζω, χωρίς καμιά επιφύλαξη, τον Αλέξη Ζήρα, την Ελισάβετ Κοτζιά, τον Βαγγέλη Χατζηβασιλείου, τον Αριστοτέλη Σαΐνη, τη Λίνα Πανταλέων. Όλοι τους παρακολουθούν συστηματικά τα καινούρια βιβλία και, συχνά, διατυπώνουν τις κριτικές αποτιμήσεις τους σε ευρύτερες κριτικές συνθέσεις.
Θα γράφατε αρνητική κριτική για κάποιο βιβλίο και σε ποια περίπτωση;
Δεν ασκώ την κριτική συστηματικά σε περιοδικό ή εφημερίδα και, επομένως, δεν θα είχε νόημα, οσάκις τύχει να γράψω, να κατακρίνω ένα βιβλίο απλώς και μόνον για να επισημάνω τις αδυναμίες του ή την αστοχία του συγγραφέα του. Κατά τη δεκαετία του 1990, όταν συνεργαζόμουν με την εφημερίδα Τα Νέα, έγραψα αρνητικές κριτικές, κυρίως όταν το υπό κρίση βιβλίο προερχόταν από καθιερωμένο συγγραφέα και η έκδοσή του δεν πρόσθετε κάτι σημαντικό στην έως τότε δημόσια εικόνα του. Θα φέρω ως παράδειγμα το μυθιστόρημα του Μένη Κουμανταρέα Η συμμορία της άρπας, το οποίο βρήκα πως ήταν αδύναμο συγκριτικά προς την έως τότε πορεία του. Εξάλλου, εφόσον δεν είμαι συστηματικός κριτικός, δεν θα είχε νόημα να ασχοληθώ σήμερα με βιβλία που εξ ορισμού τα αποκλείω, όπως π.χ. τα ροζ μυθιστορήματα ή εκείνα που εκμεταλλεύονται την κάθε φορά επικαιρότητα, παρά την πιθανή κυκλοφοριακή επιτυχία που μπορεί να έχουν. Όποιος ασχολείται περιστασιακά με την κριτική δεν θα πρέπει να κατεβαίνει στην αρένα για να αποκεφαλίσει εχθρούς (κάποτε και φίλους), αλλά να υποδείξει (αν είναι σε θέση να το κάνει) με ευκρίνεια και με επιχειρήματα, γιατί το συγκεκριμένο βιβλίο έχει ελαττώματα, ποια είναι αυτά τα ελαττώματα και πώς μπορεί από τις κρίσεις του να ωφεληθεί ο συγγραφέας του, υπό τον όρο πως ο συγγραφέας αποδέχεται τις παρατηρήσεις του κριτικού και θέλει να επωφεληθεί απ’ αυτές. Οι κρινόμενοι είναι πάντοτε ευαίσθητα όντα…