Ζωγραφική: Juan Carlos Mestre

Βασίλης Α. Μπογιατζής

Ουτοπίες παραγωγικότητας και κοινωνικής αρμονίας: Amerikanismus και ευρωπαϊκές ιδεολογίες από τον Μεγάλο Πόλεμο έως την Κρίση

Εισαγωγή

Τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα η πρόσληψη και οικειοποίηση του αμερικανικού παραδείγματος (Amerikanismus) απασχόλησε τους Ευρωπαίους. Οι Η.Π.Α. μπορεί να μη λογίζονταν πρωτίστως ως η γη της Δημοκρατίας, όπως τον 18ο και 19ο αιώνα, εξακολουθούσαν όμως να αποτελούν χώρα του μέλλοντος: ήταν η χώρα του επιστημονικά και τεχνολογικά παραγμένου πλούτου, ενώ η αμερικανική κοινωνία αντιπροσώπευε τις καινούργιες σχέσεις που εγκαθιδρύονταν ανάμεσα σε επιστήμη, τεχνολογία και κοινωνία. Αν στη δεκαετία του 1950 αυτές οι σχέσεις σχεδόν προσδιόρισαν τη ρητορική του 20ού αιώνα σχετικά με τη νεωτερικότητα, στον Μεσοπόλεμο δεν συνέβη το ίδιο. η πρόσληψη του Amerikanismus υπήρξε επιλεκτική και διαμορφώθηκε από τους διανοητικούς ορίζοντες και τις πρακτικές μέριμνες των ποικίλων κοινωνικών ομάδων, ενώ δεν ήταν πολιτικά ουδέτερη. Έτσι, τα επιχειρήματα υπέρ και κατά του Αμερικανισμού και των περιεχομένων του –φορντισμός, ταιηλορισμός, ορθολογική οργάνωση της παραγωγής– προσλάμβαναν διαφορετικά νοήματα εντός διαφορετικών συμφραζομένων.[1] Αντλώντας από ορισμένες τάσεις στο πλαίσιο των Σπουδών Επιστήμης και Τεχνολογίας (ΣΕΤ), αλλά και τις Σπουδές Νεωτερικότητας, το άρθρο αυτό επιχειρεί μια σύντομη περιήγηση στο τοπίο των προσλήψεων του Αμερικανισμού από τις ευρωπαϊκές ιδεολογίες τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, πραγματοποιώντας και ορισμένες παρεκβάσεις σε σχετικές ελληνικές συζητήσεις, που έμμεσα ή άμεσα σχετίζονται με αυτές τις προσλήψεις.

Από τον Μεγάλο Πόλεμο έως την Κρίση

Όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, η έννοια του Αμερικανισμού συμπύκνωνε ένα ολόκληρο σύμπλεγμα προσεγγίσεων της βιομηχανικής παραγωγής και των εργασιακών σχέσεων, με τον φορντισμό να αποτελεί τη μία όψη του, τον ταιηλορισμό την άλλη, αλλά σε κάθε περίπτωση, και όπως υπογράμμιζαν σύγχρονοι παρατηρητές, το όλο σύμπλεγμα και η επιστημονική διαχείριση και διοίκηση (scientific management) που διαπερνούσαν όλες τις διαστάσεις του θεωρούνταν χαρακτηριστικό στοιχείο του αμερικανικού πολιτισμού, στο οποίο οφειλόταν η καταπληκτική οικονομική πρόοδος των ΗΠΑ. Όπως αναγνώριζε ο Antonio Gramsci στους στοχασμούς του από τις φυλακές του ιταλικού φασιστικού καθεστώτος περί τα τέλη της δεκαετίας του 1920, ο αντίκτυπος της τεχνολογίας των ΗΠΑ προσέφερε ένα σημαντικό κλειδί κατανόησης των πρόσφατων ευρωπαϊκών εξελίξεων: «Η ευρωπαϊκή αντίδραση στον Αμερικανισμό… πρέπει να εξεταστεί επιμελώς. Η ανάλυσή του θα προσφέρει πάμπολλα στοιχεία αναγκαία για την κατανόηση της συγκαιρινής κατάστασης σε μια σειρά κρατών της Γηραιάς Ηπείρου, όπως και των πολιτικών γεγονότων της μεταπολεμικής περιόδου»[2].

Ενώ στις ΗΠΑ η δέσμευση στην τεχνολογική αποτελεσματικότητα και παραγωγικότητα διαπότιζε σχεδόν το σύνολο της κουλτούρας, στην Ευρώπη η εν λόγω δέσμευση ήταν περισσότερο επιλεκτική. Έτσι, το κεντρικό ερώτημα που αναδύεται, σύμφωνα και με τον Charles Maier, αφορά τι ήταν εκείνο που καθόριζε το μοντέλο της δεκτικότητας όλων όσα θεωρούνταν πυρηνικά γνωρίσματα της Αμερικής. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι ιδεολογικές συγκρούσεις μεταξύ οπαδών του Αμερικανισμού και εχθρών ή αδιάφορων γι’ αυτόν δεν ευθυγραμμίστηκαν με τον ιδεολογικό άξονα Δεξιάς-Αριστεράς. τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, μέχρι και την περίοδο της «σταθεροποίησης», χονδρικά 1918-1924, αυτοί που σαγηνεύθηκαν περισσότερο από τα μοντέλα κοινωνικής διεύθυνσης και διαχείρισης υπό την ηγεμονία τεχνοκρατών ή/και μηχανικών, ήταν τα πιο ακραία ρεύματα της ευρωπαϊκής πολιτικής: Ιταλοί φασίστες και εθνικιστές συνδικαλιστές, Γερμανοί «συντηρητικοί επαναστάτες» και «συντηρητικοί σοσιαλιστές», οι αποκαλούμενοι «αριστεροί φιλελεύθεροι» που επιζητούσαν έναν τρίτο δρόμο μεταξύ αστών και σοσιαλδημοκρατίας, αλλά και οι Μπολσεβίκοι. Αργότερα στη δεκαετία, ιδίως κατά την περίοδο της «σταθεροποίησης» και μέχρι την Κρίση, καθώς το αμερικανικό όραμα της παραγωγικότητας απογυμνώθηκε από τα πλέον ουτοπικά παρεπόμενά του, ο Αμερικανισμός κατέστη χρήσιμο όπλο για τους συντηρητικούς των επιχειρήσεων.

Η καμπύλη που διέγραψε η πρόσληψή του, από τον αρχικό ενθουσιασμό για τις ταιηλορικές διδασκαλίες έως τη λάμψη του φορντισμού στα ύστερα χρόνια της δεκαετίας, ήταν δηλωτική της έλξης που ασκούσε, ιδίως εκεί όπου ο κοινοβουλευτισμός θεωρείτο προβληματικός, το λιγότερο. κατά έναν ειρωνικό τρόπο, η αμερικανική παραγωγιστική αντίληψη καθιστούσε σφοδρότερη την κριτική εναντίον του. Ήταν εξάλλου το αποκορύφωμα της κατά Peter Wagner πρώτης κρίσης της νεωτερικότητας, όταν στο επίκεντρο της διαμάχης βρισκόταν μάλλον το σχέδιο παρά τα προϊόντα της τεχνολογικής αλλαγής: δεν ήταν μόνο ο οικονομικός φιλελευθερισμός στο στόχαστρο, αλλάκαι οι ιδέες της δημοκρατίας και της επιστήμης. Η αυξανόμενη δύναμη της εργατικής τάξης διάνοιγε τον δρόμο για μακρόπνοες πρωτοβουλίες και ιδέες συλλογικού χαρακτήρα, ενώ η πολιτική αστάθεια δεν απέκλειε τη δυνατότητα επιβολής ριζικών αυταρχικών λύσεων[3]. Και αυτό ακριβώς ήταν που το όραμα του Αμερικανισμού έμοιαζε να υπόσχεται, προτείνοντας και την ανάλογη διέξοδο: η παραγωγικότητα, η ειδημοσύνη και η βελτιστοποίηση θα λειτουργούσαν ως αντίδοτο στις κοινωνικές συγκρούσεις και ταξικές αντιπαραθέσεις, στην κατεύθυνση της διαμόρφωσης αλλά και νομιμοποίησης μιας νέας μορφής κοινωνικών-ταξικών σχέσεων[4].

Ήδη πριν το 1914 ο ταιηλορισμός θεωρείτο στην Ευρώπη μια από τις πλέον προκλητικές όψεις της αμερικανικής ανάπτυξης και προόδου –παρά το γεγονός ότι ακόμη και στις ΗΠΑ σπάνια εφαρμοζόταν στην ολότητά του. Σε κάθε περίπτωση, στον πυρήνα του βρισκόταν ο θεωρούμενος ως εγγενής στην Τεχνολογία ρόλος του «κοινωνικού διαιτητή» υπεράνω των κοινωνικών διαμαχών και συγκρούσεων. Ο Frederick Taylor εμφανιζόταν πεπεισμένος ότι εισήγαγε μια μορφή εργασιακής πειθαρχίας που βασιζόταν στην, υποτίθεται επιστημονική, μελέτη της ανθρώπινης αποτελεσματικότητας και του συστήματος κινήτρων, και η οποία παραμερίζοντας το όποιο εμπόδιο επιβράδυνε την παραγωγική διαδικασία, θα αύξανε την παραγωγή ώστε να επωφεληθούν και επιχειρηματίες και εργαζόμενοι, υπερβαίνοντας εν τοις πράγμασι την πάλη των τάξεων. Το καινοφανές της μεθόδου έγκειτο τόσο στην εφαρμογή στις εργασιακές σχέσεις της υποτιθέμενης επιστημονικής, αμερόληπτης και προσανατολισμένης στη μηχανή πειθαρχίας του μηχανικού, όσο και στον ισχυρισμό ότι αυτή η εφαρμογή συνιστούσε τον πυρήνα μιας «πνευματικής επανάστασης», η οποία εκτεινόταν σε όλες τις πτυχές του κοινωνικού, έως και τον επαναπροσδιορισμό της ίδιας της Αμερικανικής Δημοκρατίας[5].

Το εν λόγω τεχνολογικό όραμα ήταν τόσο ισχυρό όσο και η ιδεολογία του, και όσοι θέλγονταν από τον Αμερικανισμό πίστευαν ότι αν η Μηχανή προοριζόταν να αλλάξει την κοινωνία, έπρεπε πρώτα να μετασχηματίσει το περιβάλλον. Στη Deutscher Werkbund (Ένωση για τη Βελτιστοποίηση της Ποιότητας των Βιομηχανικών και Βιοτεχνικών Προϊόντων), που ιδρύθηκε το 1907 στη Γερμανία, «συγκατοικούσαν» ο αριστερός φιλελεύθερος Friedrich Naumann, πρωτοπόρες και καινοτόμες εταιρείες, όπως η AEG, καθώς και ρηξικέλευθοι αρχιτέκτονες όπως ο Herman Muthesius και ο μετέπειτα διευθυντής του Bauhaus Walter Gropius. Όπως υπογραμμίζει εμφατικά ο Maier, ήταν ο ίδιος ο Gropius που το 1913 εξυμνούσε τις «άκαμπτες» αμερικανικές βιομηχανίες και τους ανελκυστήρες σιτηρών ως υποδείγματα του νέου ύφους και ισχυριζόταν ότι μια καλή βιομηχανική αισθητική ήταν σημαντική υπό κοινωνική έποψη, διότι επέτρεπε μια περισσότερο χαρούμενη και παιγνιώδη συνεργατική προσπάθεια. Σε αντίστοιχη κατεύθυνση, μιας αυτόνομης τεχνολογίας με εγγενείς αξίες που μετασχηματίζει ανθρώπινο και κοινωνικό περιβάλλον, ο ιταλικός φουτουρισμός, με τον Marinetti αλλά όχι μόνο, έβλεπε τη Μηχανή ως πηγή ερωτισμού, βίας και θανάτου. Ήταν οι απαρχές της σύνθεσης τεχνολογίας-ανορθολογισμού, η οποία χαρακτήρισε τις ποικίλες εκδοχές της ριζοσπαστικής Δεξιάς κατά τον Μεσοπόλεμο. Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1920, όταν το αμερικανικό βιομηχανικό μοντέλο προσείλκυε ακόμη περισσότερο την προσοχή, ο Le Corbusier εξυμνώντας τους Ford και Taylor, επιζητούσε να ανυψώσει τους Γάλλους μηχανικούς στο επίπεδο των «υγιών και αρρενωπών, δραστήριων και χρήσιμων, ισορροπημένων και χαρούμενων μηχανικών»: η καινούργια αισθητική προϋπέθετε μια νέα τεχνοκρατία, η οποία θα προσανατολιζόταν σε έναν τρίτο δρόμο πέραν του καπιταλισμού και του κομμουνισμού. Ακόμα και στη Μόσχα άνθισε ο αφηρημένος φορμαλισμός τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια, όταν οι τεχνολογικές δυνατότητες συνδυάζονταν με την επαναστατική ορμή και βούληση, στη βάση και του φλερτ του Λένιν, όπως θα δούμε και αργότερα, με ορισμένες τουλάχιστον όψεις του Αμερικανισμού[6].

Στη Βρετανία, όπως και αρχικά σε ορισμένα περιβάλλοντα στη Γαλλία, οι σχετικές ιδέες δεν βρήκαν λόγω των εθνικών συνθηκών και των παραδόσεων των μηχανικών ευήκοα ώτα. αλλού, όμως, και ιδιαίτερα στον χώρο της ριζοσπαστικής Δεξιάς, ο παραγωγισμός και μια ορισμένη εκδοχή Αμερικανισμού γνώρισαν ιδιαίτερη απήχηση, μολονότι το όλο ιδεολογικό της σύμπαν, οι καταβολές και οι πηγές της την εμπόδιζαν να εμπιστευτεί ως ηγέτη τον μηχανικό, τον manager ή τον εξειδικευμένο ειδικό. Κοινός παρονομαστής των ποικίλων εκδοχών της ριζοσπαστικής δεξιάς πρόσληψης και οικειοποίησης του Αμερικανισμού ήταν μεν η αποδοχή της τεχνολογίας, παντού όμως καθυποταγμένης σε μια πλήρη ζωτικότητας, βιταλισμού, ενέργειας και φορέα παλιγγενετικού ήθους εξουσία. Στον Georges Sorel μπορεί ο μηχανικός να ταυτιζόταν με τον ενάρετο παραγωγό/κατασκευαστή άνθρωπο, ωστόσο το ήθος του παραγωγού, το «δημιουργικό» εναντίον του «παρασιτικού» κεφαλαίου,μόνο το μικρό εργαστήριο μπορούσε να το συντηρήσει. η εξύμνηση της παραγωγικής/δημιουργικής εργασίας συνδυαζόταν με ένα έντονα βίαιο στοιχείο που αντλούσε από τον μύθο της καθαρτήριας επαναστατικής βίας.Στον ιταλικό φασισμό η λατρεία της τεχνολογίας υπαγόταν στους ηγέτες που είχαν διακριθεί στο «μέτωπο», εξωτερικό ή εσωτερικό, ενώ στη Γερμανία η τεχνολογία υπαγόταν στη ριζοσπαστική δεξιά ιδεολογία λ.χ. του Spengler, εναντίον του «θηλυπρεπούς» φιλελευθερισμού και της «εσωτερικής μας Αγγλίας»[7].

Το μείζον ήταν πώς θα μπορούσε να ενσωματωθεί η Μηχανή στη γερμανική Kultur, αφού απολυτρωθεί από τα δεσμά της αγγλοσαξονικής Zivilisation[8]. Εκεί διασταυρώθηκαν δύο δρόμοι: οι διανοούμενοι κινήθηκαν στην κατεύθυνση ελέγχου της τεχνολογίας ισχυριζόμενοι ότι ανήκε στα δημιουργήματα του εθνικού πολιτισμού, ενώ οι μηχανικοί επιχείρησαν να οικειοποιηθούν την Kultur και να αποδείξουν ότι η τεχνολογία συνιστούσε ένα από τα ουσιώδη στοιχεία της. Οι ιδέες αυτές απέληξαν στη διαμόρφωση ενός λόγου ρύθμισης και οργάνωσης της τεχνολογικής ανάπτυξης σε εθνική βάση[9], ο οποίος βρήκε ισχυρή υποστήριξη στους κόλπους της κοινότητας των μηχανικών και ουσιώδη τμήματά του ενσωματώθηκαν στην πολιτική πρακτική και τις γενοκτονικές πολιτικές της ναζιστικής τεχνοκρατικής χίμαιρας[10].

Αυτή η τελευταία εκπροσωπείτο παραδειγματικά από τους εξέχοντες επιστήμονες και μηχανικούς Robert Ley, Fritz Todt και Albert Speer, ενώ συνιστούσε διασταύρωση αρχαϊσμού-μοντερνισμού, ανορθολογισμού-τεχνικισμού. Στους κόλπους της ο θαυμασμός προς την αμερικανική τεχνολογία εκφράστηκε με ποικίλους τρόπους: από τη χρήση της πλέον εξελιγμένης τεχνολογίας πληροφορικής της IBM και τον συνδυασμό γραφειοκρατικών μηχανισμών έως την ανάπτυξη ενός πολύπλοκου σιδηροδρομικού δικτύου και τη χρήση της τελευταίας λέξης της τεχνολογίας φούρνων για την αποτέφρωση των θυμάτων των στρατοπέδων εξόντωσης. από την αποδοχή της μοντέρνας αρχιτεκτονικής και την αμερικανικής φύσης δέσμευση των Ley, Todt και Speer στη βιομηχανική ορθολογική οργάνωση, έως τη μνημειακή αρχιτεκτονική που προσπαθούσε να αποτυπώσει τις νέες αξίες. από τον θαυμασμό της για τον Henry Ford –που φωτογραφία του κοσμούσε το γραφείο του Hitler, επί του οποίου βρισκόταν αντίτυπο του βιβλίου The International Jew που εκδιδόταν από οίκο συμφερόντων του Αμερικανού βιομήχανου– και την εκτέλεση μειζόνων τεχνικών έργων έως την ενεργό υποστήριξη που παρείχαν στο ναζιστικό καθεστώς επιχειρήσεις –Krupp, Daimmler-Benz, Opel, BMW, IG Farben, AEG– που έσπευδαν να επωφεληθούν από τα σχέδια και τις πολιτικές του[11]. Ήταν άλλωστε, σύμφωνα με τον Adam Tooze, η σαγηνευτική γοητεία που η Αμερική και ο οικονομικός δυναμισμός της ασκούσε στον γερμανικό πληθυσμό, αλλά και στον Hitler προσωπικά –ο οποίος οραματιζόταν μια Γερμανία κατ’ εικόνα και ομοίωσή της, αλλά καθοδηγούμενη από τις ναζιστικές χίμαιρες– που υπαγόρευε πολλές από τις επιλογές του στο εσωτερικό, αλλά και τη συγκυρία της κήρυξης πολέμου στις ΗΠΑ[12].

Όπως παρατηρεί ο Maier: «Η ιδεολογική απόπειρα να εξαλειφθεί ο κοινωνικός ανταγωνισμός μπορούσε να επικαλεστεί τόσο την εθνική εξουσία κι έναν νέο αυταρχισμό, όσο και την εθνική ευημερία και μια λογαριθμικού τύπου βελτιστοποίηση. Έτσι, ήταν συμβατή με το ότι η Αμερική έπρεπε να ιδωθεί σε μια προοπτική Ιανού: από τη μία πλευρά, ως η αυτοκρατορία της τεχνολογικής ορθολογικότητας, οι νέες πόλεις της οποίας τόσο εντυπωσίαζαν αλλά και τρομοκρατούσαν ανθρώπους όπως ο Spengler (και ο Le Corbusier). από την άλλη, ήταν η ενσάρκωση ενός υποκριτικού Ουιλσώνιου δημοκρατικού πάθους, το οποίο κατήγγειλαν οι εθνικιστές σε Ιταλία και Γερμανία ως μασκάρεμα του αγγλοσαξονικού οικονομικού ιμπεριαλισμού». Δεν ήταν οι μόνοι. από την εξορία του στο Αιάκειο της Κορσικής το 1918 ο Ιωάννης Μεταξάς καταφερόταν ενάντια στους «Πάπες» της δημοκρατίας –Κλεμανσώ, Λόυδ Τζόρτζ, Ουίλσον– που αντιμάχονταν τον γερμανισμό, δηλαδή το πνεύμα εκείνο το οποίο υπερασπιζόταν την ιεραρχία στην κοινωνία, την ανισότητα των δικαιωμάτων, την αναλογία δικαιωμάτων-αξίας. γι’ αυτό και η Γερμανία θεωρείτο αιρετική και ο μιλιταρισμός διάβολος, γι’ αυτό και ήθελαν να τη συντρίψουν με ιερό πόλεμο, όπως ο Πάπας τον Λούθηρο.[13] Ήταν σε αυτές τις αντιφατικές εκτιμήσεις που αντικατοπτριζόταν το εσωτερικό σχίσμα της ριζοσπαστικής Δεξιάς μεταξύ του τεχνολογικού λόγου και της χρησιμοθηρικής ορθολογικότητας του φιλελευθερισμού.

Στην άλλη πλευρά του πολιτικού φάσματος, αυτούς τους προβληματισμούς παρακολουθούσαν εκ του σύνεγγυς όσοι στρέφονταν στον σχεδιασμό. Ανάμεσά τους οι Walther Rathenau της AEG και Wichard von Moellendorf που, οικειοποιούμενοι τον ταιηλορισμό, υποστήριζαν την ανάγκη διατήρησης της τριμερούς συνεργασίας της περιόδου του Πολέμου –μεταξύ κράτους, εργοδοτών και συνδικάτων– αλλά και εκείνα τα στελέχη του SPD (Σοσιαλδημοκρατικό Γερμανικό Κόμμα) που τίθεντο υπέρ των κορπορατιστικών θεσμών. Στόχος τους, η πραγμάτωση της ταξικής συνεργασίας με ορίζοντα το δημόσιο συμφέρον –ακόμη και τα μέλη του SPD που συμμετείχαν στις σχετικές ζυμώσεις απέβλεπαν στη μεγιστοποίηση της παραγωγής προς όφελος της Ολότητας (Gesamtheit) κι όχι στην προλεταριακή ηγεμονία. Η έμπνευση προερχόταν από τον βιομηχανικό ουτοπισμό της Αμερικής, ότι αν κάθονταν στο ίδιο τραπέζι οι αντιπρόσωποι όλων των κοινωνικών στρωμάτων, βιομηχανίας, εργαζομένων, καταναλωτών και κράτους, και το δημόσιο συμφέρον θα διασφαλιζόταν και θα εξοβελίζονταν οι πολιτικές πιέσεις από την οικονομική σφαίρα. Ωστόσο, υπήρχαν πολλές αμφισημίες σε αυτή τη διαδικασία δημιουργίας κορπορατιστικών εν πολλοίς θεσμών, οι οποίες σχετίζονταν με τους απώτερους στόχους των ποικίλων δρώντων: οι Rathenau και Moellendorf, θεωρώντας ότι έχουμε εισέλθει στην εποχή της Μηχανής και ότι ο ταιηλορισμός, το παράδειγμα που καθιστούσε την Αμερική ακμαία, ως πλήρως συμβατός με αυτή αποτελούσε έναν «μιλιταρισμό της παραγωγής», ήταν πεπεισμένοι πως ο σχεδιασμός, με τη μορφή των καρτέλ ή μιας κοινωνικοποίησης που δεν ήταν απαλλαγμένη από αυταρχικές συνδηλώσεις, θα μπορούσε να είναι μια τρίτη λύση μεταξύ καπιταλισμού και κομμουνισμού. Από την άλλη πλευρά, στο SPD, από τη στιγμή που είχε ταχθεί υπέρ της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, απορρίπτοντας τόσο τη λύση των Συμβουλίων όσο και τα μέτρα άμεσων απαλλοτριώσεων, βρίσκονταν σε σύγχυση κατά πόσο τέτοια μέτρα προωθούσαν ή παρεμπόδιζαν τον σοσιαλισμό[14].

Οι διαμάχες για τον ταιηλορισμό εντός του SPD ήταν ενδεικτικές από αυτήν την άποψη. Ο Otto Bauer το 1919 τόνιζε ότι σε ένα δημοκρατικό και ορθολογικά κοινωνικοποιημένο κράτος ο ταιηλορισμός θα εξυπηρετούσε στην αύξηση της παραγωγικότητας κι επομένως θα μπορούσε να βοηθήσει τη χώρα να αποτινάξει γρηγορότερα το βάρος των πολεμικών επανορθώσεων. Ο Kurt Lewin το 1921 αποφαινόταν ότι ο ταιηλορισμός –με τον οποίο εννοούσε τη βιομηχανική ψυχολογία συνολικά– μπορούσε να υπηρετήσει ένα σοσιαλιστικό καθεστώς, κατανέμοντας τον πληθυσμό στα ποικίλα επαγγέλματα όχι στη βάση μιας ταξικά μεροληπτούσας εκπαίδευσης, αλλά με κριτήριο τις ικανότητες και τα ταλέντα των ανθρώπων. Ο ταιηλορισμός, κοντολογίς, όπως παρατηρεί ο Maier, μπορούσε να βοηθήσει τον σοσιαλισμό στην εξουσία. Αν όμως, συνεχίζει, όντως επρόκειτο για σοσιαλισμό στην εξουσία, αυτό ήταν άλλο ζήτημα. Το κύριο ζητούμενο ήταν η επίτευξη της κοινωνικής αρμονίας στην παραγωγική διαδικασία και όχι τόσο η ανακατανομή της δύναμης προς όφελος της εργατικής τάξης, πράγμα το οποίο δεν ήταν άσχετο από τη γενικότερη δημοκρατική δέσμευση του SPD στην κοινότητα ως σύνολο. Οι μετριοπαθείς σοσιαλιστές δεν επιθυμούσαν μια νίκη του προλεταριάτου εις βάρος της παραγωγής, επιλογή αυτοκτονική δεδομένης της θέσης των Συμμάχων, όπως επισημαίνει και ο Heinrich Winkler.[15] επιπλέον, η σταθεροποίηση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και η διεύρυνση, όπως και ο μετασχηματισμός της σε κοινωνική δημοκρατία, λογιζόταν ως ο ασφαλέστερος τρόπος για την ανύψωση της εργατικής τάξης. Αυτό, εντούτοις, και παρά τις σημαντικές επιτυχίες του, δεν εξάλειφε τον κίνδυνο ο σχεδιασμός χωρίς εξουσία της εργατικής τάξης, να σημάνει απλώς τον εξορθολογισμό του καπιταλισμού. Για πολλούς σοσιαλιστές, ωστόσο, όπως λ.χ. ο Rudolf Hilferding ο οποίος ήδη από τα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα είχε μιλήσει για οργανωμένο καπιταλισμό, σε αυτό ακριβώς έγκειτο η γοητεία του σχεδιασμού: η καπιταλιστική συγκέντρωση όπως και η δημιουργία καρτέλ μπορεί μεν να ανέβαλε πρόσκαιρα την κατάρρευση του καπιταλισμού, ωστόσο καθιστούσε ευκολότερη τη μετάβαση στον σοσιαλισμό[16].

Μια τέτοια οπτική είχε γίνει δεκτή ακόμη και από τον Lenin. Οι οικονομικοί σύμβουλοί του, Milyutin και Larin, αντλούσαν από τους Rathenau και Moellendorff, ενώ ο ίδιος επιδοκίμαζε ανοικτά τον ταιηλορισμό ως μέσο ενίσχυσης της σοβιετικής εξουσίας[17]. Το Principles of Scientific Management του Taylor μεταφράστηκε στα ρωσικά στα μέσα της δεκαετίας του ’20, ενώ η προβολή μιας συνάφειας ανάμεσα στην επιστημονικότητα του μαρξισμού και την αντίστοιχη του scientific management αποτέλεσε αντικείμενο μιας ευρύτερης προπαγάνδας. Ο θαυμασμός δεν έμεινε μόνο στο πεδίο των ιδεών, αφού η μαζική εισαγωγή αμερικανικών βιομηχανικών προϊόντων, κυρίως εργαλειομηχανών, η πρόσκληση εκατοντάδων Αμερικανών μηχανικών και τεχνικών και η ανάθεση σε αυτούς ηγετικού τεχνικού ρόλου στα μεγάλα τεχνικά έργα που πραγματοποιήθηκαν κατά την περίοδο της Νέας Οικονομικής Πολιτικής και των πρώτων πενταετών πλάνων –ενέργειες ενταγμένες στο ιδεολογικό πλαίσιο των αρχών της Επανάστασης– έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στην πορεία εκβιομηχάνισης της Σοβιετικής Ένωσης[18]. Λίγα χρόνια αργότερα και εν μέσω του πρώτου πενταετούς πλάνου, ο Stalin θα δήλωνε πως «η αμερικάνικη αποτελεσματικότητα είναι μια αδάμαστη δύναμη που δεν γνωρίζει εμπόδια. Η επιδίωξή της δεν σταματά παρά μόνο με την επίτευξη του στόχου, ανεξάρτητα από το πόσο μεγάλος ή μικρός είναι αυτός, γιατί μόνο έτσι μπορεί να προωθηθεί η σοβαρή παραγωγική δραστηριότητα […]. Ο συνδυασμός του ρώσικου επαναστατικού πνεύματος και της αμερικάνικης αποτελεσματικότητας αποτελεί την ουσία του λενινισμού»[19].

Ήταν την ίδια περίπου εποχή όπου ο Δημήτρης Γληνός υποδεχόταν με ενθουσιασμό αυτόν τον Νέο Πολιτισμό της επιστημονικής παραγωγιστικής προσπάθειας:

«Κι αυτό βλέπουμε να γίνεται στη Σοβιετική Ένωση, όπως φαίνεται και από όλες τις πληροφορίες που μας δίνει το βιβλίο του Κουρέλλα. Είναι αλήθεια, ότι το βιβλίο τούτο δεν αγγίζει το πρόβλημα της επανάστασης του πολιτισμού σε όλες τις πλευρές του. Για τον υλικό πολιτισμό της μάζας δε μιλάει σχεδόν καθόλου. Μας διαγράφει μόνο το σκοπό, που ολοένα πραγματώνεται. Και αυτός είναι: να ανεβάσουνε το χαμηλότατο, το πρωτόγονο μπορεί να πει κανένας επίπεδο της υλικής ζωής των λαών, που κατοικούνε στις απέραντες χώρες της Ένωσης στο επίπεδο, που βρίσκεται στις πιο προοδεμένες αστικές χώρες και να το ξεπεράσουνε. Αυτό βέβαια δε γίνεται από τη μια μέρα στην άλλη. Έχει για προϋπόθεση μια τεράστια, επίμονη, σκληρή δουλιά για να υπερνικηθή καθυστέρηση αιώνων μέσα σε λίγες πενταετίες. Γι’ αυτό βλέπουμε, πως η Σοβιετική Ένωση είναι σήμερα ένα απέραντο στρατόπεδο δουλειάς, ένα φλογερό καμίνι δημιουργίας, όπου χωρίς καταναγκασμό, με εσωτερική ολόψυχη συμμετοχή και εγκαρτέρηση, μα και με παλμό, με φωτιά, με ενθουσιασμό εκατομμύρια από εργάτες οικοδομούνε ένα καινούριο κόσμο. Και το υλικό επίπεδο της ζωής όλης αυτής της μάζας σιγά σιγά μα και ολοένα ανεβαίνει […] Η αναρχία υποχωρεί στο επιστημονικό σχέδιο. Το φαινόμενο αυτό μας παρουσιάζεται με καταπληχτικές διαστάσεις στη ρύθμιση της οικονομίας με το πεντάχρονο σχέδιο. Ένα τέτοιο φαινόμενο είναι αληθινά πρωτόφαντο στην ανθρώπινη ιστορία και είναι προορισμένο να φέρει τα πιο βαθιά, τα πιο ριζικά αποτελέσματα στην κοινωνική οργάνωση. Και όχι μόνο ρυθμίζει όλες τις μορφές της ζωής η επιστήμη, μα κι η ίδια μπαίνει κάτω από το ρυθμό, που δημιουργεί για την άλλη ζωή. Και η ίδια η επιστημονική έρευνα γίνεται απάνω σε σχέδιο προκαθορισμένο στις γενικότατες γραμμές, που βγαίνουν από την επισκόπηση και ενόραση και την επιστημονική διακρίβωση των αναγκών της ζωής». [20]

Η κρίσιμη διαφορά του Lenin, όπως και των άλλων ηγετικών στελεχών των Μπολσεβίκων, από το SPD ήταν η προτεραιότητα της κατάληψης της εξουσίας πριν την έμφαση στον σχεδιασμό. Ο ταιηλορισμός και ο σχεδιασμός μπορούσαν να υπηρετήσουν τη σοβιετική εξουσία, όχι όμως και να λειτουργήσουν ως υποκατάστατό της: ο κομμουνισμός, κατά Lenin, ήταν μεν «Σοβιέτ συν εξηλεκτρισμός», αλλά όχι μόνο εξηλεκτρισμός. Ο Charles Maier παρατηρεί ότι αν στη Δύση ο ταιηλορισμός ενσωματώθηκε σε ιδεολογίες που αρνούνταν την αναγκαιότητα της ταξικής πάλης, στη Ρωσία μπορούσε να γίνει αποδεκτός, ακριβώς επειδή αυτή η αναγκαιότητα της σύγκρουσης είχε αποφασιστεί και μια νέα εποχή ταξικών σχέσεων είχε αρχίσει[21].

Όταν, λοιπόν, το SPD επιχείρησε να εναγκαλιστεί τις ουτοπίες του παραγωγισμού και του σχεδιασμού χωρίς να έχει εξασφαλίσει την εξουσία, η απόληξη δεν ήταν –όπως έδειχνε η, επωφελής για τον μεγαλοβιομήχανο Stinnes και τις επιχειρήσεις του, εθνικοποίηση της βιομηχανίας άνθρακα– η υπέρβαση της ταξικής σύγκρουσης. απεναντίας, αφενός ιδιωτικά δίκτυα αποτέλεσαν τον πυρήνα δημόσιων αρχών, αφετέρου ο σχεδιασμός και οι παραγωγιστικές αντιλήψεις αποδείχθηκαν όχι τόσο θέμα τεχνικού expertise όσο οικονομικής χειραγώγησης. Έτσι, όπως και αλλού, η τεχνοκρατία και ο σχεδιασμός υπήχθησαν είτε σε όσους είχαν την πολιτική δύναμη (φασισμός, μπολσεβικισμός) είτε την οικονομική (π.χ. Stinnes κ.λπ.)[22]. Εντούτοις, τα χρόνια 1924-1928, όπως σημειώνει ο Martin Jay, είχαν αποτελέσει περίοδο συνολικής βελτίωσης για τη γερμανική εργατική τάξη: η σταθεροποίηση της Δημοκρατίας συνοδευόταν από την οικονομική ανάπτυξη, η Γερμανία είχε επανενσωματωθεί το 1926 στην παγκόσμια οικονομία, το κράτος πρόνοιας είχε αναβαθμιστεί με την αύξηση των επιδομάτων ανεργίας και την εργατική νομοθεσία, το Dawes Plan του 1924 προσέφερε σημαντική χαλάρωση στις πληρωμές των πολεμικών επανορθώσεων, δημοτικές αρχές, οι οποίες βρίσκονταν συνήθως υπό τον έλεγχο του SPD, υλοποιούσαν εκτεταμένα δημόσια προγράμματα στέγασης, η ορθολογική οργάνωση της βιομηχανίας με την εφαρμογή νέων τεχνολογικών και εργασιακών πρακτικών οδηγούσε στην οικονομική μεγέθυνση, το κράτος παρενέβαινε στις διαμάχες Εργασίας-Κεφαλαίου/Διεύθυνσης συχνά προς όφελος της πρώτης, ενώ οι επιχειρήσεις φαίνονταν διατεθειμένες να επωφελούνται περισσότερο από το διεθνές εμπόριο παρά από την εκμετάλλευση των εργατών [23].

Την ίδια περίπου περίοδο, αυτήν της «σταθεροποίησης», άρχισαν να επέρχονται σημαντικές αλλαγές στην πρόσληψη των ιδεών της βιομηχανικής παραγωγικότητας, παρ’ όλο που και πάλι στις ΗΠΑ πιστωνόταν η πατρότητα των σχετικών ιδεών. Ήταν πλέον η «ορθολογική οργάνωση» (rationalization) που κυριάρχησε στις συζητήσεις περί scientific management, κάτι που στη Γερμανία λ.χ., σήμαινε ενίσχυση της παραγωγής, τεχνική αποτελεσματικότητα και τη διαμόρφωση νέων, οιονεί καρτέλ συμφωνιών πάνω στα ερείπια των εύθραυστων κάθετων σχηματισμών της περιόδου του πληθωρισμού, όπως ήταν η αυτοκρατορία του Stinnes. Τώρα οι αγαπημένες εικόνες εστίαζαν στον φορντισμό, διότι υπήρχε η πεποίθηση ότι ο Taylor ασχολούνταν μόνο με το ζήτημα της διεύθυνσης της εργασίας, ενώ ο Ford με την αναδιοργάνωση ολόκληρης της παραγωγικής διαδικασίας. Έτσι, ενώ ο ταιηλορισμός και οι ουτοπικές του συνεπαγωγές περικόπτονταν, οι συνεισφορές του Ford –κινούμενη γραμμή παραγωγής, τυποποίηση, διεύρυνση αγοράς μέσω χαμηλών τιμών-υψηλών ημερομισθίων– θεωρούνταν ότι αναδείκνυαν το εγγενές δυναμικό του καπιταλισμού και της βιομηχανίας μεγάλης κλίμακας. Ο φορντισμός εφοδίαζε με τεχνολογική και όχι μόνο ορμή τους ευνοημένους του οικονομικού συστήματος, κάτι που ο ταιηλορισμός δεν μπορούσε να προσφέρει με ασφάλεια. Η αλλαγή προέκυψε από τη γενικότερη οικονομική κατάσταση των τελευταίων χρόνων της δεκαετίας του ’20 και η «ορθολογική οργάνωση» στράφηκε κυρίως στην περικοπή του κόστους, συμπεριλαμβανομένου του εργατικού, σε ένα παίγνιο μηδενικού αθροίσματος, από όπου έλειπε η έγνοια του Taylor για το όφελος της κοινωνίας συνολικά από την αύξηση της παραγωγής. Παρά τις διαμαρτυρίες, αποτελούσε προσπάθεια υπαγωγής των μικρών παραγωγών στη βιομηχανία μεγάλης κλίμακας, αλλά και μείωσης των ποσοστιαίων αξιώσεων της εργασίας επί του εξερχομένου προϊόντος ως συνόλου. Ο φορντισμός δικαιολογούσε αυτές τις πολιτικές ως δέσμευση στην αφθονία. Στην αμερικανική πρακτική, που ήταν συχνά συντηρητική, η έμφαση του ταιηλορισμού στον τεχνοκράτη/μηχανικό ενείχε εν σπέρματι τη δυνατότητα ανατροπής, ενώ ο φορντισμός ανανέωνε δυναμικά την εικόνα του επιχειρηματία[24].

Ο νέος συντηρητικός ρόλος των δογμάτων της επιστημονικής διεύθυνσης ήταν προφανής σε Γερμανία και φασιστική Ιταλία: στην πρώτη εκδηλωνόταν ενθουσιασμός για την ορθολογική οργάνωσηστα τέσσερα χρόνια της πολιτικής κυριαρχίας των συντηρητικών και αστικών κομμάτων και των κυβερνήσεων που δεν συμμετείχε το SPD. Ο Friedrich von Gottl-Ottlilienfeld το 1924 εξυμνούσε τον «λευκό σοσιαλισμό» του Henry Ford ως μια ηθικά υγιή και βάσιμη εφαρμογή του «τεχνικού λόγου» με στόχο τη βελτίωση της κοινωνίας. Στη δεύτερη, η δημιουργία της Confidustria ενίσχυσε τις τάσεις συγκέντρωσης και την υπαγωγή των μικρών παραγωγών στη μεγάλη βιομηχανία. Ο φουτουριστής ζωγράφος και υποστηρικτής του φασισμού Umberto Boccioni τόνιζε ότι «είναι αναγκαίο να αμερικανοποιηθούμε» προκειμένου να εισέλθουμε στην επικράτεια της νεωτερικότητας. Αλλά και στη Γαλλία και τη Βρετανία της εποχής η Αμερική εμφανίστηκε ως υπόδειγμα ταξικής συνεργασίας που είχε επιτύχει κάτι πολύ περισσότερο από μια απλή ανακωχή: σημαίνοντες αξιωματούχοι της κυβέρνησης Tardieu στη Γαλλία, λ.χ., τόνιζαν ότι οι εργάτες δεν έπρεπε μεν να βυθιστούν στην ένδεια, κάθε άλλο, χρειαζόταν όμως, να αποδεχθούν τις αναγκαιότητες της εποχής. ορισμένοι από αυτούς τους αξιωματούχους ολοκλήρωσαν τη σταδιοδρομία τους στο καθεστώς του Vichy[25].

Στα καθ’ ημάς, ο Σπυρίδων Λοβέρδος, τραπεζίτης και τεχνοκράτης, αντιπρόεδρος του νεοϊδρυμένου Ανώτατου Οικονομικού Συμβουλίου, αριστίνδην γερουσιαστής το 1929, υπουργός Οικονομικών της κυβέρνησης Τσαλδάρη το 1933 με συμπάθειες και στον βενιζελικό χώρο, αλλά και φερόμενος ως βασικός χρηματοδότης της ημιφασιστικής, εθνικιστικής και αντιεβραϊκής οργάνωσης Εθνική Ένωσις Ελλάς[26], συνύφαινε στο σκεπτικό του την επιστημονική-ορθολογική οργάνωση της εργασίας και την ιδέα της «κοινωνικής αλληλεγγύης». Το 1930 υποστήριζε ότι η βιομηχανική κρίση δεν ήταν μόνο οικονομική, μα και τεχνική. Προϋπόθεση της βιομηχανικής εξυγίανσης θεωρούσε την «αυστηρά» συνεργασία τραπεζών και βιομηχάνων, την καλή διοίκηση και τον μέσω συνεργασίας με ξένους εμπειρογνώμονες βιομηχανικό εκσυγχρονισμό, όπως και την διά ξένων εμπειρογνωμόνων εισαγωγή της ορθολογικής οργάνωσης της βιομηχανίας. Αυτή αναμενόταν να αποφέρει αύξηση αποδοτικότητας και αποτελεσματικότητας, μείωση της τιμής των προϊόντων και αύξηση ημερομισθίων/αγοραστικής δύναμης των πολυπληθών λαϊκών στρωμάτων επ’ ωφελεία της βιομηχανίας. η εισαγωγή της ορθολογικής οργάνωσης αναμενόταν να αποφέρει την επιστημονική διεύθυνση των εργοστασίων, τη μελέτη με στόχο την αποφυγή κάθε απώλειας δύναμης και μυϊκής κίνησης, την απλοποίηση της εργασίας βάσει ψυχοτεχνικών αρχών και τον καταρτισμό τύπων προϊόντος έτσι ώστε να καθίσταται ευχερής τόσο η παραγωγή όσο και η κατανάλωση[27]. Ήταν σαφές πως στο πεδίο των οργανωμένων θεσμών μπορούσαν να αναπτυχθούν λόγοι, όπου αναμιγνύονταν οι τεχνοκρατικές με τις οργανικές λύσεις κι η κοινωνική ευαισθησία με τον αυταρχισμό[28].

Όπως παρατηρεί ο Maier, η ορθολογική οργάνωση στην Ευρώπη ήταν απλώς και μόνο ένα καχεκτικό παιδί του αμερικανικού παραγωγιστικού οράματος όπως αυτό είχε γίνει αρχικά αντιληπτό. Εξυπηρέτησε πρωτίστως μια συντηρητική επιχειρηματική κοινότητα, επιδιώκοντας να εκμεταλλευτεί, πρώτον τη μετάβαση σε μη πληθωριστικές νομισματικές συνθήκες περί τα μέσα της δεκαετίας του ’20 κι έπειτα την ευημερούσα, μα όλο και περισσότερο κορεσμένη αγορά των ύστερων χρόνων της δεκαετίας. Αυτό δεν σήμαινε ότι σε αυτόν τον Αμερικανισμό προσχωρούσαν μόνο τα παλαιά στρώματα. απεναντίας, εμπλέκονταν στην πρόσληψή του και τα πιο δυναμικά επιχειρηματικά. Σήμαινε, όμως, ότι ένας ριζοσπαστικός Αμερικανισμός που είχε αναδυθεί την επαύριον της πολεμικής οικονομίας και παραγωγής είχε αλλάξει πια κοινωνική λειτουργία: ο Tardieu, ο Αμερικανός Πρόεδρος Hoover, αλλά ακόμα και ο Stalin, είχαν αναλάβει τις πιο εύκολα χειραγωγήσιμες όψεις του Αμερικανισμού, επιχειρώντας να τις υπαγάγουν ο καθένας στην ιδεολογία του. το τεχνολογικό αυτό όραμα έμελλε να συντριβεί την περίοδο της Κρίσης και μάλιστα επί προεδρίας Hoover[29].

Ακόμη, όμως, και στον βυθό της Κρίσης, η χιλιαστική ιδέα της αύξησης της παραγωγικότητας και της κοινωνικής μηχανικής (social engineering) μπορούσε να γνωρίσει μια σύντομη άνθηση. Ο μηχανικός Howard Scott και η τεχνοκρατία του αιχμαλώτισαν την αμερικανική φαντασία κι άγγιξαν μια ευαίσθητη χορδή στην Ευρώπη, όχι πάντως με τον ενθουσιασμό και τη δύναμη των προηγούμενων εξελίξεων. Πριν η σκέψη του ακολουθήσει άλλες ατραπούς, ο Κ. Θ. Δημαράς χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο «Φ. Ραφαήλ» έγραφε στην Ιδέα του Γ. Θεοτοκά:

«Η οικονομική κρίση, μεταξύ άλλων, έκαμε την Αμερική να ενδιαφερθεί για ένα οικονομικο-πολιτικό σύστημα που είχε προταθεί από τα πρώτα χρόνια του μεταπολέμου. Η “τεχνοκρατία” όπως ονομάζεται το σύστημα αυτό, του οποίου ηγέτης είναι ο μηχανικός Howard Scott, φρονεί ότι η τεράστια τεχνική πρόοδος που επετεύχθη ιδίως στα εικοσιπέντε τελευταία χρόνια, κατέστησε άχρηστο όλον τον σημερινό κοινωνικό και οικονομικό σχηματισμό. Η δύναμη και η ικανότης των τεχνικών μέσων είναι τέτοια, ώστε αν εφαρμοσθούν καλά μπορούν να εξασφαλίσουν την ευημερία και την άνεση σε όλο τον κόσμο. έτσι, η καινούργια αυτή θεωρία έρχεται αντιμέτωπος και στην κεφαλαιοκρατία και στον σοσιαλισμό και στον κομμουνισμό. Η ενέργεια θα αντικαταστήσει το νόμισμα, η επιστήμη την πολιτική… “Βέβαια, λένε οι αντίπαλοί της, η θεωρία είναι ελκυστική, αφού αναζητεί τη θεραπεία ακριβώς σ’ εκείνο που είναι ο κύριος αίτιος του κακού, στη μηχανική. αλλά οι τεχνοκράτες, εξακολουθούν, δεν προσφέρουν τίποτε συγκεκριμένο όταν από τις γενικότητες φέρονται προς τις εφαρμογές”. Αλλά προτού καλά καλά ιδρυθεί το αντικοινοβουλευτικό αυτό κόμμα, που ως τώρα αποτελείται σχεδόν αποκλειστικά από μηχανικούς, άρχισαν κιόλας οι διχογνωμίες και οι αποσκιρτήσεις. Η σπουδαιότερη, που έχει ως επικεφαλής τον καθηγητή Walter Rautenstraugh, διεφώνησε στον τρόπο της προπαγάνδας των τεχνοκρατικών αντιλήψεων, και επιδιώκει να σταθεί στο καθαρά θεωρητικό επίπεδο αφήνοντας σε άλλους τα συμπεράσματα και τις ενδεχόμενες εφαρμογές. Στο μεταξύ, ο δήμαρχος ενός χωριού της Γαλλίας, αποφάσισε να εφαρμόσει τις αρχές της τεχνοκρατίας και καθιέρωσε ένα ιδιαίτερο νόμισμα για την περιοχή του. Η μονάδα του, που ονομάστηκε “Ευρώπη”, αντιστοιχεί σε εργασία 30 λεπτών της ώρας, σε 10 ωριαία κιλοβάτ, δύο κιλά σιτάρι, διακόσια γραμμάρια μπαμπάκι, κτλ. Σκοπός του δημάρχου με το μέτρο αυτό που έλαβε, είναι να επαναφέρει πιο συστηματικά την άμεση ανταλλαγή προϊόντων, η οποία και αλλού έχει αρχίσει να εφαρμόζεται».[30]

Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, από την πλευρά του, στρεφόταν στον Georges Duhamel και το βιβλίο του Αμερική, Η Απειλή: Σκηνές από τη Ζωή του Μέλλοντος, όπου χαρακτήριζε τις ΗΠΑ ως «έναν άλλο πολιτισμό ο οποίος είναι κυρίαρχα μηχανικός»:

«Προς την διανοητικότητα τούτων είναι υποχρεωμένη να συμμορφωθή σήμερον η εφημερίς. Φορεύς της καταναλωτικής αγοράς είναι πλέον μάζαι ολόκληροι ανθρώπων. Η εφημερίς, βασιζομένη, πλέον κατά το μάλλον και ήττον επί κεφαλαιοκρατικώς συγκεκροτημένης οργανώσεως, εβιομηχανοποιήθη. Η βιομηχανοποίησις αύτη συνέβη εις μεγάλην κλίμακα εν Ευρώπη, προσέλαβεν όμως τας καταπληκτικωτέρας των μορφών της εις τας Ηνωμένας Πολιτείας της Αμερικής. Άλλοτε ελέγομεν –και τούτο επαναλαμβάνομεν ακόμη, εφ’ όσον η φωνή μας δεν καταπνίγεται υπό του εκκωφαντικού θορύβου της εποχής μας–: ex oriente lux, εξ ανατολής το φως! Εξ ανατολής εδέχθη η ελληνική αρχαιότης τον Διόνυσον ως λυτρωτήν της. Εξ ανατολής εδέχθη και ο νεώτερος κόσμος τον Εσταυρωμένον ως σωτήρα του. Τα πράγματα σήμερον μετεβλήθησαν ουσιωδώς. Οι όροι αντεστράφησαν ή μάλλον θεωρούνται δυστυχώς από των πολλών ως αντιστραφέντες. Η Ευρώπη ήρξατο, απαρνουμένη την παράδοσίν της, να δέχεται το φως –αδιάφορον εάν πρόκειται περί ηλεκτρικού πλέον και μηχανικώς παρεσκευαζομένου, ουχί δε περί αληθούς φωτός– από της απωτέρας Δύσεως, από της Αμερικής. Το τι σημαίνει το φως τούτο, θα ίδωμεν συγκεκριμένως και εις την περίπτωσιν του παραδείγματος των αμερικανικών εφημερίδων. Αρκούμεθα ενταύθα εν γενικαίς γραμμαίς να παρατηρήσωμεν, ότι τα παραδείγματα, τα οποία αντλεί εν πολλοίς η σύγχρονος Ευρώπη από της ζωής του αμερικανικού λαού, δεν είναι, όπως ισχυρίζονται τινές, παραδείγματα λαού νέου και πλήρους ζωτικότητος –ζωτικότητος πηγαίας και αληθούς–. Ο Georges Duhamel εις το ωραιότατον βιβλίον του περί των σκηνών της ζωής του μέλλοντος, βιβλίον αφιερωμένον εις την καταπολέμησιν του αμερικανισμού και εξαμερικανισμού, παρατηρεί ορθότατα, ότι ο αμερικανικός λαός δεν είναι λαός νέος, αλλ’ είναι γηραιότερος των λαών της Ευρώπης, λαός γηράσας αποτόμως και χωρίς να διέλθη την περίοδον της αληθούς ωριμότητος».[31]

Άλλες δυνάμεις, ιδίως αυτές που αντλούσαν από τη γερμανική «συντηρητική επανάσταση» και τη διάκριση KulturZivilisation, θα μπορούσαν να χαλιναγωγήσουν τον ραγδαίο «εξαμερικανισμό» της Ευρώπης, όπως και τη γοητεία των σειρήνων της μαζικής παραγωγής-κατανάλωσης και της τεχνικοεπιστημονικής αποτελεσματικότητας.

Ο τρόπος με τον οποίο υπερασπιζόταν τη μοντερνιστική αρχιτεκτονική ο Ηλίας Ηλιού στο Κουτιών Εγκώμιο ανακαλούσε πολλά από τα επιχειρήματα που έχουν παρουσιαστεί προηγουμένως. Απορρίπτοντας τις εναντίον της μομφές για πληκτική και ανιαρή ομοιομορφία, ο Ηλιού σημείωνε πως δεδομένου ότι όλοι οι κλάδοι της υλικής παραγωγής ορίζονταν από το standard και τη ρασιοναλιστική (sic) οργάνωση της παραγωγής, η ομοιομορφία θεωρείτο απότοκο μιας εποχής μαζικής παραγωγής και κατανάλωσης. οι λειτουργιστικές αρετές των μοντερνιστικών τεχνουργημάτων/αρχιτεκτονημάτων και η ανάδειξη των αρετών της απλότητας και της λιτότητας ενάντια στην εκζήτηση του νεοκλασικισμού ανέδιδαν κατά τον Ηλιού ένα γνήσιο και συγκινητικό ενδιαφέρον για τον άνθρωπο, κάτι που τον έκανε να τα χαρακτηρίζει Παρθενώνες και cathédrales του 20ού αιώνα. Και εδώ, η ενεργός παρέμβαση του Κράτους και η «ψυχή» θα μπορούσαν να προσανατολίσουν προς άλλους δρόμους την αυτόνομη τεχνολογία[32].

Το 1929 ο Σπήλιος Αγαπητός, μηχανικός με έντονο ενδιαφέρον για την κοινωνική πολιτική, ως πρόεδρος του Πολυτεχνικού Συλλόγου, στην επέτειο της τριακονταετίας του Συλλόγου εξέφραζε ενώπιον του Ελευθερίου Βενιζέλου τα παράπονα και τις ανησυχίες του για το αναπότρεπτο της κυριαρχίας του μηχανοκρατικού πνεύματος που ερχόταν από την Αμερική, σαρώνοντας αρχές και αξίες και εκτοπίζοντας τα τελευταία ίχνη της κλασικής παράδοσης στην «παλαιά Ευρώπη». Η πρόταξη της Kultur έναντι της Zivilization, όπως εκδηλωνόταν στη σκέψη του, η προτεραιότητα του πνευματικού πολιτισμού έναντι του άψυχου τεχνοεπιστημονικού, ο οποίος έπρεπε να υπαχθεί στις απαιτήσεις του πρώτου, εμφανίζονταν απολύτως συμβατές με την από μέρους του εξύμνηση του Μεταξά στα 1937 και τη διακήρυξη της απόλυτης προσήλωσης στα ιδεώδη του καθεστώτος, όταν ο δικτάτορας επισκεπτόταν τον Πολυτεχνικό Σύλλογο επ’ ευκαιρία των 38 χρόνων από την ίδρυσή του[33].

Εκεί ο Μεταξάς, στην αντιφώνησή του, προσδιόριζε «Τι είναι, λοιπόν, αυτό που μπορεί να πληρώσει με ψυχή και σφύζουσα ζωή την άψυχη μηχανή του Κράτους ή της τεχνικής;» Συνεχίζει ο Μεταξάς στον ίδιο λόγο, αφού πρώτα υπογραμμίσει ότι θα μπορούσε να κάνει ακόμη περισσότερα για την τεχνική ανάπτυξη της Ελλάδας, αλλά δεν το έχουν επιτρέψει οι συνθήκες, κι ότι είναι δεδομένη η μέριμνά του για τα υδραυλικά έργα και για την οδοποιία[34]:

«Εγώ απέφυγα πάντοτε να παρουσιάζωμαι ενώπιον κοινού και μάλιστα Κοινού εκλεκτού, Κοινού όπως σεις, με επιχειρήματα πίστεως. Γνωρίζω ότι οι επιστήμονες στηρίζεσθε περισσότερον εις τον ορθολογισμόν, εις την παρατήρησιν και την εμπειρίαν παρά εις την πίστιν, από την οποίαν εν τοσούτω όμως εγώ δεν δύναμαι ν’ αποκρύψω από σας αυτήν την στιγμήν, ότι εις όλας μου τας προσπαθείας και εις όλας τας προσπαθείας τας οποίας κάμνω, όπως καταστήσω κοινωνόν την νοοτροπίαν μου προς την μεγάλην μάζαν του Ελληνικού Λαού, εμπνέομαι. Εμπνέομαι, επαναλαμβάνω, από πίστιν μη στηριζομένην εις κανένα ορθολογισμόν, εις καμίαν εμπειρίαν, εις κανένα πείραμα, εμπνέομαι από την πίστιν ότι ο Ελληνικός λαός, είναι ένας Λαός εκ των πλέον δυναμένων ν’ αναπτύξωσιν ίδιον πολιτισμόν, ότι τούτο είναι εις τας χείρας του και είναι δι’ εμέ απολύτως βέβαιον ότι η φυλή αύτη, η οποία παρήγαγε τον μεγάλον εκείνον πολιτισμόν, ο οποίος υπήρξε η βάσις του σημερινού και ο δημιουργός του σημερινού ευρωπαϊκού πολιτισμού, ότι ασφαλώς θα παραγάγη εις το μέλλον, ίσως και εις το προσεχές μέλλον, όμοια κατορθώματα προς τα των αρχαίων αυτής προγόνων. Αν με ερωτήσετε πού στηρίζετε αυτήν την πίστιν, θα σας είπω: αγνοώ. Αυτήν την πίστιν έχω και με την πίστιν αυτήν βαδίζω εμπρός και σας παρακαλώ όλους σας να βαδίσωμεν εμπρός».[35]

Με αφορμή τα εγκαίνια του Νοσοκομείου του Κιλκίς, διαγράφονταν με σαφήνεια οι προϋποθέσεις που καθιστούσαν την τεχνολογία τεκμήριο πολιτισμού:

«Αλλά τα έργα αυτά της Κοινωνικής αλληλεγγύης, τα οποία έχουν τόσον μεγάλην σημασίαν, έχουν την πραγματικήν των αξίαν μόνον όταν ιδρύωνται ανάμεσα εις ένα λαόν υπερήφανον διά την καταγωγήν του, υπερήφανον διά τον εαυτόν του και αποφασισμένον να υπερασπίση την ανεξαρτησίαν του και το έδαφος της πατρίδος του διά παντός μέσου, έτοιμον προς πάσαν θυσίαν δι’ αυτόν τον σκοπόν, τότε τα έργα αυτά έχουν την αξίαν την οποίαν πρέπει να έχουν. Αλλέως, όταν γίνωνται μέσα εις μίαν κοινωνίαν την οποίαν καταλαμβάνει μόνον το αίσθημα της φιλανθρωπίας και η οποία δεν έχει το θάρρος ν’ αντιμετωπίζη τους κινδύνους του συνόλου, τους κινδύνους που προέρχονται εκ του εξωτερικού, όπως και τους κινδύνους που προέρχονται εκ του εσωτερικού, τότε αυτά τα έργα αποτελούν φαινόμενα μιας φιλανθρώπου αδυναμίας μόνον και δεν έχουν παρά μικράν αξίαν. Εδώ σήμερον εις την Ελλάδα, ωπλισμένην, αγαπώσαν βαθύτατα την ειρήνην, αλλά και ετοίμην να υπερασπίση το έδαφος της πατρίδος της, έργα τοιαύτα εκτελούμενα δίδουν το μέτρο και την αξίαν του πολιτισμού της.

Το Νοσοκομείον του Κιλκίς δεν είναι το μόνον έργον που έγινεν εις την περιφέρειαν του Νομού αυτού. Οι ομιλήσαντες πριν από εμέ απηρίθμησαν τόσα και τόσα άλλα, δρόμους, γεφύρας, δενδροφυτείας, εμβολιασμούς, υδρεύσεις και τόσα άλλα πράγματα, αλλά όλα αυτά τα έργα έχουν δύο χαρακτηριστικά: πρώτον χαρακτηριστικόν είναι ότι εξετελέσθησαν με δαπάνες και εργασίαν προσωπικήν των κατοίκων του νομού του Κιλκίς, πράγμα που αποδεικνύει ότι ο λαός της περιφερείας αυτής έφθασε πραγματικά εις σημείον τέτοιο, ώστε να απολαμβάνη της εκτιμήσεως ολοκλήρου της Ελληνικής Κοινωνίας.

 Και το δεύτερον χαρακτηριστικόν είναι ότι αι αρχαί του τόπου αυτού, ο Νομάρχης, ο Γενικός Διοικητής, εξετέλεσαν το καθήκον των με τέτοιαν ευσυνειδησίαν, όχι μονάχα να παρωθήσουν διά να γίνουν όλα αυτά τα έργα, αλλά και με το να αναζητήσουν το φρόνημά σας με τέτοιαν ευσυνειδησίαν και με τέτοιον παλμόν, ώστε να εκτελέσετε αυτά τα έργα μόνοι σας και με ενθουσιασμόν ακατάβλητον».[36]

Ο συνδυασμός τάξης και ελέγχου ώστε να επιτευχθεί η κοινωνική σταθερότητα, όπως και η σύνθεση τεχνολογικής και κοινωνικής προόδου από μια αυταρχική και με ριζοσπαστικές δεξιές τάσεις ηγεσία, μπορούσαν να εγγυηθούν την υπαγωγή της τεχνολογίας στην εθνική ψυχή και την ηθικοποίηση των παραγωγικών της δυνατοτήτων.

Αντί επιλόγου

Η επιλεκτική πρόσληψη και οικειοποίηση του Αμερικανισμού παρέβλεψε, ωστόσο, ίσως αναπόφευκτα, τον πλούτο της σχετικής συζήτησης στις ίδιες τις ΗΠΑ. Εκεί, ιδίως μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο ταιηλορισμός και ο φορντισμός δεν γίνονταν ανεπιφύλακτα αποδεκτοί, διατυπωνόταν η ανησυχία ότι ο νέος μηχανικός πολιτισμός θα μπορούσε να οδηγήσει στην έκπτωση των πολιτισμικών αξιών, και μείζον θέμα των περί την τεχνολογία αντιπαραθέσεων ήταν αυτό της διάχυσής της και των ωφελημάτων της στον πληθυσμό. Παρά τη γενική αποδοχή της, το κύριο αντικείμενο της διαμάχης αφορούσε στο ποιος θα ηγεμονεύει σε αυτή τη διαδικασία διάχυσης. Η διαμάχη μεταξύ των υπερασπιστών των πολιτισμικών αξιών που επιχειρούσαν να αφομοιώσουν τη Μηχανή στα υπάρχοντα κοινωνικά/πολιτισμικά πρότυπα, και αυτών που επιδίωκαν να προσαρμόσουν την κοινωνία και την ανθρώπινη προσωπικότητα στις απαιτήσεις της «εποχής της Μηχανής» –διαμάχη στην οποία ενεπλάκησαν μείζονες στοχαστές όπως οι Thornstein Veblen, Thomas Eliot, Lewis Mumford και John Dewey, απέληξε στην επικράτηση των απόψεων του Dewey για τον δημοκρατικό έλεγχο της επιστήμης και της τεχνολογίας, απόψεις οι οποίες, υπό μία έννοια, αποτέλεσαν τις διανοητικές προϋποθέσεις του New Deal[37]. Θα ήταν, ακριβώς, το New Deal και η νίκη στον Δεύτερο Πόλεμο που θα διαμόρφωναν μια άλλη εικόνα για την Αμερική και τον αμερικανικό λαό εν γένει, η οποία θα εστίαζε σε άλλα χαρακτηριστικά[38].

Σημειώσεις


[1] Kjetil Jakobsen, Ketil G. Andersen, Tor Halvorson, Sissel Myklebust «Engineering Cultures: European Appropriation of Americanism», στο Mikael Hård, Andrew Jamison (eds), Intellectual Appropriation of Technology, Discourses on Modernity, New York 1998, σ. 101-102.

[2] Παρατίθεται στο Charles Maier, «Between Taylorism and Technocracy: European ideologies and the vision of industrial productivity in the 1920s», Journal of Contemporary History, τχ. 5/1970, σσ. 27-61: 27.

[3] Peter Wagner, Α Sociology of Modernity, Liberty and Discipline, London 1994.

[4] Charles Maier, στο ίδιο, 28-29. Αναλυτικά, στο Maier Charles, Recasting Bourgeois Europe, Stabilization in France, Germany, and Italy in the decade after World War I, Princeton 1988.

[5] Charles Maier, στο ίδιο, σσ. 29-35.

[6] Ό.π., σσ. 35-39. Βλ. επίσης, John Maciuika, Before the Bauhaus: Architecture, Politics and the German State 1890 – 1920, Cambridge 2005, και «Wilhelmine Precedents to the Bauhaus: Hermann Muthesius, the Prussian State, and the German Werkbund» στο Kathleen James-Chakraborty (ed), Bauhaus Culture: From Weimar to the Cold War, Minnesota 2006, σσ. 1-25. Για τον Gropius και το Bauhaus, όπως και την αμφίσημη πολιτικά πορεία του(ς) βλ. John Maciuika, «The Politics of Art and Architecture at the Bauhaus, 1919-1933», στο Peter E. Gordon, John P. McCormick (eds), Weimar Thought: A Contested Legacy, Princeton 2013, σσ. 291-311.

[7] Charles Maier, στο ίδιο, σσ. 39-45.

[8] Mikael Hård, «German Regulation: The Integration of Modern Technology into National Culture», στο Mikael Hård, Andrew Jamison (eds), Intellectual Appropriation of Technology, στο ίδιο, σσ. 33-68.

[9] Βλ., Jeffrey Herf, Αντιδραστικός Μοντερνισμός, Τεχνολογία, Κουλτούρα και Πολιτική στη Βαϊμάρη και το Γ΄ Ράϊχ, μετάφραση: Π. Ματάλας, Ηράκλειο 1996.

[10] Mikael Hård, στο ίδιο, σ. 66.

[11] Roger Griffin, Modernism and Fascism, The Sense of a Beginning under Mussolini and Hitler, London 2007, σσ. 249-295, 308-333.

[12] Adam Tooze, The Wages of Destruction: The Making and Breaking of the Nazi Economy, Νες Υορκ 2006.

[13] Μεταξά Ιωάννου, Το Προσωπικό του Ημερολόγιο, 4 Τόμοι, Αθήνα 2005, 2ος Τόμος, σσ. 458-461.

[14] Charles Maier, στο ίδιο, σσ. 45-48.

[15] Heinrich Winkler, Βαϊμάρη, η ανάπηρη δημοκρατία 1918-1933, μετάφραση: Άντζη Σαλταμπάση, Αθήνα 2011, 7-58.

[16] Ό.π., σσ. 48-50.

[17] Ό.π., σ. 51. Η επιδοκιμασία και εξύμνηση του ταιηλορισμού στο άρθρο του Lenin στην Ισβέστια του Απριλίου 1918 με τίτλο «Τα άμεσα καθήκοντα της Σοβιετικής εξουσίας». Στα ελληνικά, Νικολάι Φελιφόρωφ, Για το έργο «τα άμεσα καθήκοντα της Σοβιετικής εξουσίας» του Λένιν, μετάφραση: Χρ. Κεφαλής, επιμέλεια: Ν. Σαραντάκος, Αθήνα 1987.

[18] Kendall E. Bailes, Technology and Society under Lenin and Stalin: Origins of the Social Technical Intelligentsia, 1917-1941, Princeton 1978. Jonathan Coopersmith, The Electrification of Russia, 1880-1926, Ithaca 1992. 

[19] Παρατίθεται στο Γιάννης Αντωνίου, Οι Έλληνες μηχανικοί. Θεσμοί και ιδέες 1900-1940, Αθήνα 2006, σσ. 42-43.

[20] Δημήτρης Γληνός, «Η σοσιαλιστική επανάσταση στον πολιτισμό» (πρώτη δημοσίευση: πρόλογος στο ομότιτλο βιβλίο του A. Kurella, εκδ. «Νέοι Πρωτοπόροι» Αθήνα 1932), Δ. Γληνός, Εκλεκτές Σελίδες, 4ος Τόμος, σσ. 39-48.

[21] Charles Maier, στο ίδιο, σ. 51.

[22] Ό.π., σσ. 51-54.

[23] Martin Jay, «The Weimar Left: Theory and Practice», στο Peter E. Gordon, John P. McCormick (eds), Weimar Thought: A Contested Legacy, Princeton 2013, σσ. 377-390.

[24] Ό.π., σσ. 54-57.

[25] Peter Wagner, «Sociological Reflections: The Technology Question During the First Crisis of Modernity», στο Mikael Hård, Andrew Jamison (eds), Intellectual Appropriation of Technology, στο ίδιο, σσ. 224-252.

[26] Gunnar Hering, Τα Πολιτικά Κόμματα στην Ελλάδα 1821-1936, Τόμοι Α΄, Β΄, μετάφραση: Θ. Παρασκευόπουλος, επιστημονική επιμέλεια: Α. Αζέλης, Ό. Κατσιαρδή-Hering, Αθήνα 2008, Β΄ Τόμος, σ. 1156.

[27] Σπυρίδωνος Βοβολίνη, Κωνσταντίνου Βοβολίνη (διεύθυνση), Μέγα Ελληνικόν Βιογραφικόν Λεξικόν, Τόμοι 1-5, Αθήνα 1959, 2ος Τόμος, σσ. 147-162.

[28] Βλέπε σχετικά και Mark Mazower, Η Ελλάδα και η οικονομική κρίση του Μεσοπολέμου, μετάφραση: Σπύρος Μαρκέτος, Αθήνα 2002, σσ. 150, 192, 282, 307, 311-312, 316, 364-365.

[29] Charles Maier, στο ίδιο, σσ. 57-60.

[30] Φ. Ραφαήλ, «Τεχνοκρατία», Ιδέα, τχ. 4/1933, σ. 274.

[31] Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Η Κοινωνία της Εποχής μας. Κριτική των συστατικών αυτής στοιχείων, Αθήνα 1932, σσ. 177-178.

[32] Ηλίας Ηλιού, «Κουτιών εγκώμιο», στο Ηλία Ηλιού, Κριτικά Κείμενα για την Τέχνη 1925-1937, πρόλογος: Π. Μουλλάς, Αθήνα 2005, 83-123.

[33] Γιάννης Αντωνίου, Οι Έλληνες Μηχανικοί, στο ίδιο, σσ. 400-402.

[34] Ό.π., σ. 184.

[35] Ιωάννου Μεταξά, Λόγοι και σκέψεις, 2 Τόμοι, Αθήνα 1969, 1ος Τόμος,Λόγος κατά το ετήσιον γεύμα του Πολυτεχνικού Συλλόγου Αθηνών, 13.5.1937, 186-187.

[36] Ό.π., 2ος Τόμος, σ. 32 (Λόγος προς τον λαόν του Κιλκίς, 24.2.1939).

[37] Andrew Jamison, «American Anxieties: Technology and the Reshaping of Republican Values», στο Mikael Hård, Andrew Jamison (eds), Intellectual Appropriation of Technology, στο ίδιο, σσ. 69-100.

[38] David M. Kennedy, Freedom from Fear. The American People in Depression and War, 1929–1945, New York 1999.

Κύλιση στην κορυφή