Tο 1947, η συγγραφέας, κριτικός και πολιτική ακτιβίστρια Μαίρη Μακάρθι έγραψε ένα άρθρο με τίτλο «America the Beautiful». Ήταν εκνευρισμένη γιατί η Σιμόν ντε Μποβουάρ, που επισκεπτόταν τότε την Αμερική, είχε ζητήσει με ύφος διανοούμενης να την πάνε για δείπνο κάπου «γνήσια αμερικάνικα». Αναρωτώμενη λοιπόν για το «γνήσιο αμερικάνικο», η Μακάρθι σκάλισε κοινοτοπίες, προκαταλήψεις και παρερμηνείες για τη χώρα της που ισχύουν και σήμερα –και αλήθειες[1].
«Ένας Αμερικανός», έγραψε, «αν θέλει να υπερασπιστεί την πατρίδα του, πρέπει να αποκηρύξει την ορατή της πλευρά. (…) Γιατί η βασική αρετή του αμερικανικού πολιτισμού είναι ότι δεν είναι υλιστικός –και αυτό ακούγεται ως μια περίεργη ή και διεστραμμένη άποψη, αφού όλοι ξέρουν πως η Αμερική έχει τον πιο υλιστικό πολιτισμό στον κόσμο, ότι οι Αμερικανοί νοιάζονται μόνο για το χρήμα κι ότι δεν έχουν ούτε καιρό ούτε ταλέντο για ποιότητα ζωής. Κι όμως: η πιο τρανταχτή απόδειξη για τον μη-υλιστικό χαρακτήρα της Αμερικής είναι ακριβώς το ότι ανεχόμαστε να ζούμε με τρόπο που είναι, από υλιστική άποψη, ανυπόφορος: (…) Κανένα έθνος με στοιχειώδη αίσθηση καλοζωίας δεν θα ανεχόταν το φαγητό που τρώμε, τα μίζερα διαμερίσματά μας, τον θόρυβο, την κίνηση, το στρίμωγμα στα τρένα και τα λεωφορεία»[2].
Το κείμενο ξαφνιάζει, ιδιαίτερα αν αναλογιστούμε ότι αναφέρεται στη χώρα όπου μόλις απογειωνόταν το «αμερικανικό όνειρο»: δουλειά, σπίτι, αυτοκίνητο, πλυντήριο, φούρνος, μοντέρνα υδραυλικά. Στη χώρα όπου τόσοι πολλοί πάσχιζαν να πάνε, ελπίζοντας «όχι να δραπετεύσουν από έναν κόσμο όπου ο άνθρωπος είναι το άθροισμα των συνθηκών του, αλλά να γίνουν οι ίδιοι ένα νέο άθροισμα συνθηκών».
Καμιά άλλη χώρα σ’ όλη την υφήλιο δεν μοιάζει τόσο οικεία σε όσους δεν την έχουν επισκεφτεί ποτέ, όσο η Αμερική. Μέσα από τις ταινίες και τις τηλεοπτικές και διαδικτυακές της σειρές, τη λογοτεχνία της και τις κάθε λογής «μόδες» της που απλώνονται παντού καλύπτοντας κάθε έκφανση της ζωής μας, θεωρούμε πως ξέρουμε πώς μεγαλώνουν και πάνε σχολείο, πώς μιλάνε και ερωτεύονται, πώς πολεμούν και πολιτεύονται· τι πιστεύουν, σε τι ορκίζονται και προσεύχονται, πώς ζουν και πώς πεθαίνουν. Ώσπου ξαφνικά κάτι γίνεται, (πόλεμος ή εκλογές, μαζικοί σκοτωμοί σε δημόσιους χώρους ή εξεγέρσεις, δικαστικές αποφάσεις ή πολιτιστικά κινήματα) και αίφνης δεν ξέρουμε πια τίποτα· και αναρωτιόμαστε, ξανά και ξανά, «μα τι χώρα είναι αυτή;» Η απάντηση είναι πως πρόκειται για μια μεγάλη χώρα με πολλές αντιφάσεις που βρίσκονται στον πυρήνα της δημιουργίας της. Αντιφάσεις και μη-ομολογημένες, μη-ειπωμένες πεποιθήσεις (αν και χώρα της πολυφωνίας), που βασανίζουν βαθιά τους πολίτες της και μπερδεύουν εμάς, που την κοιτάμε απ’ έξω.
Είναι η χώρα της βίας, θα πούμε αμέσως. Ναι, αλλά αυτό που εμείς αποκαλούμε «βία», οι Αμερικανοί το ονομάζουν «άμυνα». Γιατί όσο δύσκολο κι αν είναι για μας να το καταλάβουμε, το περιβόητο και συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της οπλοκατοχής βασίζεται στη βαθιά ριζωμένη ανάγκη των Αμερικανών να μπορούν ανά πάσα στιγμή να υπερασπίζονται τον εαυτό τους απέναντι στο κράτος τους –που μπορεί ανά πάσα στιγμή να απειλήσει τα δικαιώματά τους. Ανεξήγητο; Όχι, αν μελετήσει κανείς την Ιστορία αυτής της χώρας τής αδιάκοπης εσωτερικής μετανάστευσης, των πολιτοφυλακών και του εμφυλίου που την καθόρισαν ανεξίτηλα. «Ζωή σημαίνει για τον Ευρωπαίο καριέρα αλλά για τον Αμερικανό, κίνδυνο», εντόπισε η Μακάρθι. Η ανάγκη αυτή για συνεχή άμυνα (φαντασιακή ή μη) υπάρχει και σήμερα και θα συνεχίσει να υπάρχει, και θα εκδηλώνεται με τρόπους που δεν μπορούν και δεν πρέπει να εξηγούνται με απλοϊκούς όρους.
Είναι η χώρα της εσωτερικής περιπλάνησης, γεωγραφικής και οικονομικής, για ένα καλύτερο μέλλον –ή απλά για επιβίωση. Η περιπλάνηση γεννά το ένστικτο της άμυνας και τον εθισμό στη βία, αλλά και τη γενναιοδωρία, τη φιλοξενία, την αμεσότητα και την απλότητα. Αυτές οι νομαδικές ιδιότητες ευθύνονται για το ιδιότυπα αμερικανικό χαρακτηριστικό που οι Ευρωπαίοι παρεξηγούν συχνά (με ολέθρια αποτελέσματα) ως αφέλεια: οι Αμερικανοί μοιάζουν αφελείς, έως ότου φανεί ότι δεν είναι.
Είναι η χώρα της σύγχρονης δημοκρατίας: του πρώτου κωδικοποιημένου εφαρμοσμένου Συντάγματος στον κόσμο, του «rule of law» και της αυστηρής διάκρισης των εξουσιών. Η χώρα που δέχεται ως πολίτη της κάθε άνθρωπο κάθε φυλής, θρησκείας και χρώματος αρκεί να γεννήθηκε στο χώμα της –δεν τη νοιάζει ούτε το «αίμα», ούτε η γλώσσα, ούτε ποιον θεό προσκυνά. Όμως είναι και η χώρα με τις σπαρακτικές φυλετικές διακρίσεις, τον έντονο (έως γραφικό) πουριτανισμό στη δημόσια ζωή, το ανεξήγητο δικομματικό σύστημα, τους μεσαιωνικούς εκλογικούς νόμους, το τεράστιο ποσοστό φτώχειας, το σχεδόν ανύπαρκτο κοινωνικό κράτος. Το αμερικανικό όνειρο είναι, το ξέρουμε, σπαρμένο με εφιάλτες.
Είναι η χώρα της συνεχούς επαν-επινόησης· και του θάρρους, και της υποκρισίας, αλλά και της ευφυίας που απαιτούνται γι’ αυτό, ιδιότητες που δεν θα πάψουν να μας αιφνιδιάζουν και να μας θαμπώνουν. Η επανεφεύρεση του εαυτού είναι η ουσία του Αγάλματος της Ελευθερίας και όλων των συρματοπλεγμάτων και τειχών που υποδέχονται ή αποκρούουν τους σημερινούς της μετανάστες. Οι «κουρασμένοι, οι φτωχοί, οι άμορφες μάζες που λαχταρούν να αναπνέουν ελεύθερα, τα άθλια απορρίμματα, οι άστεγοι και οι θαλασσοδαρμένοι» αποβιβάζονται ή σκαρφαλώνουν ή σέρνονται προς το αμερικανικό όνειρο για να σβήσουν την αδικημένη σκοτεινή αφετηρία τους και να κοιταχτούν μια μέρα στον καθρέφτη, οι ίδιοι ή τα παιδιά τους, ασφαλείς, πλούσιοι και πετυχημένοι. Πόσο ρεαλιστικό είναι σήμερα αυτό; Όσο η τεχνολογία της τρέχει προς το μέλλον, τόσο παραμένουν οι μη-ομολογημένες αντιφάσεις και πληγές του παρελθόντος που αέναα επανέρχονται και που η Αμερική θα βρίσκει πάντα μπροστά της. Η ακροτελεύτια, διάσημη φράση του Μεγάλου Γκάτσμπι του Φ. Σ. Φιτζέραλντ είναι: «Και έτσι επιμένουμε να προχωράμε προς τα εμπρός, πλέοντας αντίθετα στο ρεύμα που μας παρασύρει αέναα στο παρελθόν». Στο παρελθόν βρίσκονται οι εξηγήσεις που πασχίζει ένα μέρος της Αμερικής (ας το πούμε, το «πεφωτισμένο») να βρει, για να ξαναθυμηθεί πώς ξεκίνησε και τι ήθελε να γίνει τότε, δηλαδή μια ελεύθερη ανεξάρτητη δημοκρατική χώρα με ίσες ευκαιρίες για όλους –και ίσως να γίνει κάποτε: η ελπίδα υπάρχει. Γιατί είναι η χώρα που καταχώρησε στη ληξιαρχική πράξη γέννησής της, στη συνταγματική της ύπαρξη δηλαδή, την πιο συγκλονιστική ανθρώπινη φράση ελπίδας και θάρρους: ότι δηλαδή στα αναφαίρετα δικαιώματα όλων, εκτός από τη ζωή και την ελευθερία, συγκαταλέγεται και η επιδίωξη της ευτυχίας.
Ίσως, από μια άποψη, η Αμερική περιμένει ακόμα να ανακαλυφθεί γι’ αυτό που πραγματικά είναι. Ο Κολόμβος, στο κάτω-κάτω, δεν τα κατάφερε.
Σημειώσεις
[1] Judith Shulevitz, «The Close Reader; The Other Maccarthyism», The New York Times, 21.4.2002.
[2] Mary McCarthy, «America the Beautiful: The Humanist in the Bathtub», Commentary, Σεπτέμβριος 1947.