Ζωγραφική: Juan Carlos Mestre

Νικόλας Σεβαστάκης

Αμερικανικό αίνιγμα

Διαμάχες αξιών, πολιτισμική αναθεώρηση και πολιτική μετά τον Τραμπ

1.

Η επεισοδιακή λήξη της θητείας του Ντόναλντ Τραμπ έφερε για μια ακόμα φορά στην επιφάνεια απορίες για τις Ηνωμένες Πολιτείες, γι’ αυτό το έθνος που εμφανίστηκε τους τελευταίους αιώνες ως η πρωτοπορία της νεωτερικότητας. Ήδη από τον 19ο αιώνα Ευρωπαίοι φιλόσοφοι και κριτικοί πίστευαν πως έχουν λύσει το αμερικανικό αίνιγμα. Μια αρχική καχυποψία, ανάμικτη με θαυμασμό και κάποιες προσδοκίες, έγινε σταδιακά και στον 20ό θέση απόρριψης ή ελαφράς περιφρόνησης. Η Αμερική στα μάτια πολλών παρουσιάστηκε σαν μια εξέλκωση της μοντέρνας ζωής, η αυτοκρατορία του κακού γούστου, των ρηχών μορφών ζωής και της υπερβολής. Ο Νίτσε σκεφτόταν ήδη πως στην αμερικανική ζωή αναδυόταν ένα «άγριο» ινδιάνικο υπόστρωμα μέσα στην περιφρόνηση για τη σχόλη και στη λατρεία της δραστηριότητας. Αξίζει εδώ το παράθεμα:

Σχόλη και αργία. –Στον τρόπο με τον οποίο κυνηγούν οι Αμερικάνοι το χρυσάφι υπάρχει κάτι ινδιάνικο, κάτι από την αγριότητα που χαρακτηρίζει το ινδιάνικο αίμα: και η λαχανιασμένη βιασύνη που δείχνουν στην εργασία –το καθαυτό ελάττωμα του Νέου Κόσμου– έχει αρχίσει ήδη να μολύνει τη γηραιά Ευρώπη με την αγριότητά της και να τη σκεπάζει με μια εντελώς τερατώδη έλλειψη πνευματικότητας[1] (…)

Η Αμερική και ο αμερικανισμός μετατράπηκαν έτσι σε συνώνυμο της κατάλυσης των ορίων, της αδιακρισίας και του απεριόριστου: παρόξυνση των «τεχνητών» αναγκών, λατρεία της παραγωγής και κυρίως της κατανάλωσης, εφόρμηση για την κατάκτηση της γης ή για τον συνεχή εποικισμό της ανθρώπινης ψυχής με τα περιττώματα της δημοφιλούς/ μαζικής κουλτούρας. Όπως θα έλεγε ο Ισπανός λόγιος Ortega Y Gasset, η Αμερική είναι ο παράδεισος των μαζών και «άλλωστε δεν είναι τυχαίο που ο νόμος του Λυντς είναι αμερικανικός»[2].

Αυτή η ριζική κριτική της Αμερικής, η μεταφυσική της απεικόνιση ως πεμπτουσίας ενός παρεκκλίνοντος ή κακού μοντέρνου, δεν αποτελεί παρελθόν. Σε αντίθεση με τον πολιτικό αντιαμερικανισμό που γνωρίζει διακυμάνσεις και στιγμές ύφεσης –όπως συνέβη, για παράδειγμα, στα χρόνια της Προεδρίας Ομπάμα– η πνευματική και φιλοσοφική κριτική στην Αμερική έχει βαθιές ρίζες. Ο πολιτικός αντιαμερικανισμός προωθήθηκε, κατά κανόνα, από τη ριζοσπαστική Αριστερά ή και από την εθνικιστική Δεξιά και τις μεταλλάξεις τους κυρίως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο[3]. Αντιθέτως ο φιλοσοφικός και πολιτισμικός αντιαμερικανισμός μπορούσε επί δεκαετίες να εμπνέει σχεδόν τους πάντες: χριστιανούς περσοναλιστές, Καθολικούς διανοούμενους, κομμουνιστές συγγραφείς ή ριζοσπάστες συντηρητικούς που συνέχιζαν πάνω στη νιτσεϊκή ρότα. Μια περιφρόνηση για την Αμερική μπορούσε να περάσει εντέλει από τις περισσότερες πύλες της νεότερης ιδεολογίας και να συνδυαστεί με τον σνομπισμό, τον ηθικό αποτροπιασμό ή την αφ’ υψηλού διακωμώδηση.

2.

Τι σχέση έχει όμως αυτός ο ορίζοντας με τους διχασμούς που σπαράσσουν τη σημερινή αμερικανική κοινωνία και πολιτική; Συχνά, το έκθαμβο ή σκανδαλισμένο βλέμμα των Ευρωπαίων διανοουμένων έγινε αντικείμενο κατάκρισης από τους άμεσα ενδιαφερόμενους στις Ηνωμένες Πολιτείες. Όταν ο Ζαν Μποντριγιάρ έγραφε τη δική του Αμερική σαν ένα αλλόκοτο οδοιπορικό στη χώρα των ομοιωμάτων, σε μια φασματική Disneyland με στερεότυπες εικόνες της ποπ κουλτούρας, πολλοί αναρωτήθηκαν: πού είναι εδώ τα προβλήματά μας; Πού είναι ο λαός των φτωχών, οι ουρές των ανέργων, οι κοινωνικές και δημογραφικές ανισότητες; Πού είναι το σκληρό μέταλλο της συλλογικής ζωής πίσω από τις σαγηνευμένες αναφορές αυτού του περιηγητή στην έρημο ή στην Καλιφόρνια ως «πραγμάτωση της ουτοπίας»[4]; Πού είναι ο ρατσισμός, το ξεχειλωμένο σωφρονιστικό σύστημα, οι τάξεις;

Μπορεί να σταθεί κανείς λοιπόν στην απόσταση που χωρίζει τη μεταφυσική της Αμερικής από την προσέγγιση των Ηνωμένων Πολιτειών ως χώρας, κοινωνικού σχηματισμού και υπερδύναμης. Οι μεταφυσικές εικόνες αναζητούσαν πάντα τη μυστική ενότητα, την ουσιώδη ταυτότητα του αντικειμένου τους. Αναζητούσαν, με έναν τρόπο, το Είναι της Αμερικής και όχι τη συγκεκριμένη πραγματικότητα των Ηνωμένων Πολιτειών. Η χαϊντεγκεριανή οντολογική διαφορά του Είναι και του Όντος, ταιριάζει σε αυτούς τους λόγους που σπεύδουν να συναντήσουν την Αμερική ως ενσάρκωση του νεωτερικού μηδενισμού, αδιαφορώντας εμφανώς για την εμπειρική χώρα και τους συγκεκριμένους κατοίκους της. Και αν διαθέτουμε και ματιές στον Νέο Κόσμο που επέμειναν στο διφορούμενο της αμερικανικής εμπειρίας με κάποια θετική διάθεση[5], η πλάστιγγα έγειρε κατά κανόνα προς τη σκιαγράφηση μιας απειλής. Η μεταφυσική απεικόνιση θα συλλέξει έτσι επιμέρους περιγραφές σε έναν κυρίαρχο χαρακτηρισμό: έτσι, οικοδομήθηκε η ιδέα της Αμερικής –άπληστης και σπάταλης μηχανής που κινείται από μιαν αδάμαστη όσο και ανελέητη θέληση για δύναμη. Το θαυμαστό, το τερατώδες, το γιγαντιαίο σε μια ενότητα που προεκτείνεται από το ανάγλυφο ορισμένων τοπίων (το Γκραν Κάνυον, η έρημος Μοχάβε…) στις πόλεις και στα ήθη. Φυσικά, στην πορεία του χρόνου η μεταφυσική εικόνα μπόρεσε να προσλάβει και άλλες ιδιότητες και γνωρίσματα, να ανοιχτεί στην ιδέα της Αμερικής ως ιμπεριαλιστικής υπερδύναμης ή στον ρόλο της ως σημείου αιχμής του καταναλωτικού καπιταλιστικού φαντασιακού. Ο πολιτικός αντιαμερικανισμός και ο φιλοσοφικός αναμείχθηκαν ή έφτιαξαν καινούργια υβρίδια που επηρέασαν διαφορετικούς χώρους. Η ιδέα μιας έσχατης Δύσης[6], μεθορίου μεταξύ πολιτισμού και βαρβαρότητας που τρομάζει και σαγηνεύει με την απλότητα, την τραχύτητα και την ενδογενή βία της, είναι ιδέα που συγκινεί στο πέρασμα του χρόνου.

Αν ωστόσο κατευθυνθούμε προς ένα πιο πεζό επίπεδο, στα πολιτικά πάθη και στα μεγάλα δημόσια προβλήματα των ΗΠΑ, το μεταφυσικό στυλιζάρισμα παύει να μας φαίνεται τόσο χρήσιμο. Παρ’ όλο που η μεταφυσική της Αμερικής παραμένει ενδιαφέρουσα και ικανή να εντυπωσιάζει –αφού έχει εμποτίσει απολύτως τη δημοφιλή της κουλτούρα– δεν προσφέρει καμιά αξιόπιστη πρόσβαση στις διαμάχες ταυτότητας και στα διλήμματα πολιτικού προσανατολισμού της χώρας μετά τη θύελλα Τραμπ.

3.

Στις συζητήσεις για τα πεπραγμένα της αμερικανικής πολιτικής και κουλτούρας, κυριαρχεί εδώ και χρόνια η αίσθηση πως στις Ηνωμένες Πολιτείες συντελείται μια επαναξιολόγηση των παραδοσιακών εθνικών αξιών. Η αναθεώρηση πεποιθήσεων και οραμάτων έχει προκαλέσει ανασφάλεια και αισθήματα μνησικακίας σε ένα τμήμα του αμερικανικού πληθυσμού. Οι εμπειρίες αναθεώρησης με την απόρριψη ηρώων, σελίδων δόξας και στιγμών του παρελθόντος[7], συνοδεύεται από αντιστάσεις, φόβους και αντισυσπειρώσεις. Αυτό πλέον επενδύεται πρωτίστως φυλετικά και γι’ αυτό ήρθε και συνάντησε τις πρόσφατες ταραχές και τα θερμά επεισόδια από το Black Lives Μatter μέχρι την κατάληψη του Καπιτωλίου από τον «όχλο» των οπαδών του πρώην Προέδρου.

Μέχρι πού μπορεί να φτάσει η αναθεωρητική δυναμική του κινηματικού προοδευτισμού που στις ΗΠΑ διαθέτει αξιοσημείωτη δυναμική στις νεότερες ηλικίες, στα campus και ιδίως στα μεγάλα μητροπολιτικά κέντρα της δυτικής και ανατολικής ακτής; Στην ουσία, αν αφήσουμε κατά μέρος τις πιο ριζοσπαστικές εκβλαστήσεις του, ο προοδευτισμός παίζει με την ιδέα μιας εναλλακτικής αμερικανικής ταυτότητας. Επιχειρεί μια umwertung, μια «μεταστοιχείωση των αξιών» όπου ό,τι υπήρξε παραδοσιακά καταξιωμένο και αντικείμενο τιμής, τώρα πρέπει να αντιμετωπιστεί αρνητικά, να αποβληθεί ή και να ακυρωθεί για να μην αποτελεί πια κομμάτι της σύγχρονης αμερικανικής ζωής. Έτσι τείνουν να αντιστραφούν οι αξίες της κλασικής ατομικιστικής, καπιταλιστικής Δύσης και στη συνέχεια πάμπολλες εικόνες και σύμβολα της «λευκής κυριαρχίας» και των καιρών του πιονέρου. Παράλληλα θέματα και ευαισθησίες που βυθίζονται πίσω στον χρόνο, είτε στον προοδευτικό αμερικανικό λαϊκισμό του τέλους του 19ου αιώνα είτε στις κουλτούρες αμφισβήτησης της δεκαετίας του ʼ60, αναβιώνουν επιλεκτικά. Ο νέος προοδευτισμός εμφανίζεται έτσι ως αμάλγαμα παλαιότερων θεμάτων (ιδεαλισμός της κοινότητας, κριτική στην απληστία του χρήματος, δημοκρατικός κοινοτισμός) και σύγχρονων πολιτικών της ταυτότητας που κερδίζουν το παιχνίδι εις βάρος της παραδοσιακής κοινωνικής κριτικής[8].

Από την πλευρά του ο χώρος της κοινωνικής και πολιτικής αντίδρασης[9] και της ακροδεξιάς, αναπαράγει απλώς μια εθνική ιδεολογία που σε άλλες εποχές κατάφερε να συνυφάνει τη λατρεία στον πλούτο και στην επιτυχία με την Αμερική-κιβωτό της χριστιανικής πίστης και των παραδοσιακών αξιών. Κληρονομεί και επεκτείνει μεν το «παρανοϊκό στιλ της αμερικανικής πολιτικής»[10] για να το εξαπολύσει όμως μέσα στις αρένες των ψηφιακών ταυτοτήτων και των πολέμων τους. Δικτυώσεις σαν το QAnon αναμιγνύουν ποικίλες πηγές της δημοφιλούς κουλτούρας και του ανορθολογικού περιθωρίου. Η βασική τους εμμονή στρέφεται όμως γύρω από την ιδέα της απώλειας ελέγχου μέσα σε έναν κόσμο μυστικών δυνάμεων, ιδέα η οποία έχει μεγάλο παρελθόν στην ανήσυχη φαντασία της ριζοσπαστικής δεξιάς των νεότερων χρόνων. Αν πάμε πίσω στον χρόνο, μια πρώτη, μεγάλη, συνωμοσιολογική φαντασίωση που συμπίπτει με την αμφισβήτηση της Γαλλικής Επανάστασης, έβλεπε ήδη στο κοσμοϊστορικό αυτό γεγονός το αποτέλεσμα μιας μασονικής, μυστικής πλεκτάνης. Από αυτήν την ιδέα έως το στόρι γύρω από τις συνωμοσίες μιας διεφθαρμένης ελίτ προοδευτικών για την υφαρπαγή της εξουσίας στις ΗΠΑ του τέλους του 2020, η απόσταση είναι μικρή και συγχρόνως μεγάλη –στον βαθμό που η πλεκτάνη μιας ελίτ παιδεραστών που φαντάζεται το QAnon είναι γελοία, ενώ ο ρόλος ελευθεροτεκτονικών Διαφωτιστικών κύκλων για τον οποίο μιλούσαν οι Αντεπαναστάτες στις δεκαετίες μετά την Γαλλική Επανάσταση είχε κάποια βάση αλήθειας[11].

Συνοψίζοντας:

Στον νέο αμερικανικό προοδευτισμό, οι ακραίες φωνές επιδιώκουν εδώ και χρόνια να απογυμνώσουν ως ρατσιστική-ιμπεριαλιστική σχεδόν κάθε έκφραση της θεσμικής και ιδεολογικής διαμόρφωσης του αμερικανικού έθνους. Αυτές οι φωνές αναγνωρίζουν μόνο όσες εμπειρίες πηγάζουν από τις οδύνες των υπεξούσιων και κυριαρχούμενων και κυρίως από τις μνήμες των έγχρωμων και ιθαγενών αμερικανικών κοινοτήτων. Στην ουσία, διαχωρίζουν σχεδόν απόλυτα την ιστορία του Κράτους/Αυτοκρατορίας από την ιστορία του λαού των ΗΠΑ, όπως ακριβώς τιτλοφορούσε το βιβλίο του ο ριζοσπάστης ιστορικός Howard Zinn[12]. Μάλιστα, για όσους-ες υιοθετούν μια ριζοσπαστική πολιτική της ταυτότητας, ο λαός δεν επαναξιολογείται θετικά ως προς ηθικές και ταξικές ποιότητες που τον ένωσαν σε ορισμένες περιστάσεις απέναντι στους ευάριθμους εχθρούς του. Ο λαός τείνει να διαλύεται σε εθνοτικές, φυλετικές, έμφυλες υποκειμενικότητες που η καθεμία διαθέτει το μοναδικό της αποτύπωμα, διεκδικώντας τη δική της version της Ιστορίας. Το αναθεωρητικό πάθος φτάνει έτσι έως έναν πολιτικό μηδενισμό, τη ριζική αποδόμηση του παραδείγματος των Ηνωμένων Πολιτειών, της σκέψης των Ιδρυτών Πατέρων και των περισσότερων στιγμών της αμερικανικής εμπειρίας, που διαβάζεται πλέον μέσα από την οπτική της λευκής κυριαρχίας. Το δίπολο κυρίαρχος/ κυριαρχούμενος έρχεται να προστεθεί σε κάθε ανάλυση θεσμών, πρακτικών και επιπέδων της ζωής σαν το μοναδικά έγκυρο και ηθικά καταξιωμένο πρίσμα για να εξετάσει κανείς το παρελθόν του και να κρίνει το παρόν του.

Αντίστοιχα, στον σύγχρονο γαλαξία των αντιδραστικών και φασιστών που έχουν εισχωρήσει και εν μέρει καταλάβει το κόμμα των Ρεπουμπλικάνων, έχουν υιοθετήσει την ιδέα μιας συνωμοσίας εναντίον της Αμερικής, την εκδοχή ότι εδώ και καιρό εξαπολύεται μια πολύμορφη, οργανωμένη επίθεση στην αμερικανική ταυτότητα και στα ιερά θεμέλια του πολιτισμού της. Η προσδοκία μιας «Μεγάλης Αφύπνισης» (Great Awakening) μετά τη «Θύελλα» (Storm) που θα σαρώσει τις εξουσίες του κακού, θέμα που συναρπάζει και κινητοποιεί τους οπαδούς των πιο ακραίων εδώ, επαναλαμβάνει ένα ριζωμένο μεσσιανικό μοτίβο[13]. Στον συνασπισμό παθών και ιδεών που βοήθησε να γίνει Πρόεδρος ο Τραμπ, ομάδες και άτομα έχουν την ακράδαντη πεποίθηση πως αντιμετωπίζουν μια σατανική εξουσία και τα όργανά της. Και η ήττα του ειδώλου τους –που δεν την παραδέχονται ως πραγματική αλλά ως κλεμμένη και ψευδή– ενίσχυσε αυτήν τους την απόλυτη βεβαιότητα.

4.

Αν επιλέξει κανείς να πάει λίγο μακρύτερα από τις διαιρέσεις του προσκηνίου, θα συναντήσει τις δυο δυναμικές που έχουν αποδεσμευθεί από πολύ παλιά, για την ακρίβεια από την ίδια τη συγκρότηση των Ηνωμένων Πολιτειών μέσα στην αδιάκοπη θεσμική και κοινωνική δημιουργία τους. Δυο λογικές συγκρούονται: στη μια πλευρά είναι η «πορεία προς την ισότητα», διεργασία που πρώτος και σε βάθος τη διέγνωσε o Τοκβίλ στη δεκαετία του 1840, δίχως προφανώς να φαντάζεται, παρά τις διορατικές του ικανότητες, την έκταση κα το βάθος που θα λάβει στους επόμενους «δημοκρατικούς αιώνες». Μπορούμε να συμφωνήσουμε πως σε πολλές σύγχρονες διεκδικήσεις γύρω από το φύλο, τη φυλή, τις σεξουαλικές ταυτότητες ή τη σχέση των ανθρώπων με τα άλλα έμβια και το φυσικό περιβάλλον, έχουμε νέα κεφάλαια της εξισωτικής, αντι-ιεραρχικής επανάστασης στα ήθη και στους θεσμούς. Θα μπορούσε να δει κανείς εδώ την επέκταση και ριζοσπαστικοποίηση της ιδέας της ίσης αξιοπρέπειας μέσα από την οποία αόρατα στο παρελθόν συμφέροντα, κόσμοι και εμπειρίες απόκτησαν σταδιακά ορατότητα. Η παρεμβολή όμως των πολιτικών της ταυτότητας έχει εδώ μια αρνητική συνέπεια: εμποδίζει τα νέα εξισωτικά κινήματα και όλες τις καινούργιες μορφές ζωής και ευαισθησίας να αισθανθούν μέρη ενός δεσμευτικού φιλελεύθερου-δημοκρατικού δημόσιου χώρου, μιας εθνικής πολιτικής κοινότητας. Ενώ δηλαδή στις πιο κλασικές εκδοχές προοδευτικού φιλελευθερισμού, σε ένα τόξο που πάει από τον John Dewey ως τον John Rawls και τους επιγόνους του, η ιδέα της κοινωνικής συνεργασίας, ενός συστήματος κοινωνικής συνεργασίας είχε δεσπόζουσα σημασία, για πολλούς ακτιβιστές των σημερινών ριζοσπαστικών διεκδικήσεων αυτό αντιμετωπίζεται σαν μια παγίδα που στήνουν οι προνομιούχοι κόσμοι για να υπονομεύουν την απαραμείωτη ποικιλία και το σθένος των νέων διεκδικήσεων. Σε αντίθεση με το κίνημα πολιτικών δικαιωμάτων της δεκαετίας του ʼ60, η έμφαση στις φυλετικές, έμφυλες και εθνοπολιτισμικές ιδιαιτερότητες έχει δυσκολέψει πολύ τη δημιουργία συνασπισμών και πολιτικών συνθέσεων. Την αποκοπή των επιμέρους διεκδικήσεων ταυτότητας από μια εθνική πολιτειακή συνείδηση περιγράφει εύστοχα ο Μαρκ Λίλα και άλλοι στα πρόσφατα, ανήσυχα κείμενά τους[14]. Έστω κι έτσι, όμως, έστω και μέσα από τις ακρότητες ορισμένων πολιτικών ταυτότητας, η δυναμική της πορείας προς την ισότητα είναι ενεργή και παράγει ποικίλα αποτελέσματα. Έχει συμβάλει, με τον έναν ή άλλο τρόπο, στην ανακάλυψη νέων ηθικών εμπειριών, με θετική σημασία για τις δημοκρατικές μορφές ζωής. Συνδέεται, όμως, και με φαινόμενα δογματισμού, νέας ιδεολογικής βίας και ριζοσπαστικής αδιαλλαξίας. Εδώ ας πούμε μπορούμε να δούμε όλες αυτές τις θλιβερές εκτροπές της cancel culture και τις αυθαίρετες απόπειρες μιας καινούργιας γραφής της Ιστορίας με προθέσεις ηθικού εξοβελισμού και ιδεολογικής κάθαρσης.

Η αντίστροφη κίνηση προσβλέπει φυσικά στην ανάσχεση της εξισωτικής, δημοκρατικής δυναμικής. Οι οπαδοί της φαντασιώνονται τη διατήρηση ή την επαναφορά φυλετικών, έμφυλων και πολιτισμικών σχέσεων εξουσίας που είχαν ισχύ μέχρι πριν από λίγες δεκαετίες και αξίωναν πως αντιπροσωπεύουν την «αληθινή Αμερική» πριν από τη σύγχρονη παρακμή της. Στη δική τους σύλληψη της πραγματικότητας, μια σκοτεινή φιλελεύθερη ή «σοσιαλιστική» ελίτ οδηγεί τη χώρα στην αποσύνθεση και στην οριστική πτώση.

Η λογική της ισότητας και η λογική της ιεραρχίας εμφανίζονται σε έναν αγώνα για την καρδιά της Αμερικής. Η ριζοσπαστικοποίηση που αυξάνεται τα τελευταία χρόνια μεταφράζεται αφενός σε έναν ηθικό υπερπροοδευτισμό και αφετέρου σε έναν δεξιό λαϊκισμό που συγχωνεύει ελευθεριακές και συντηρητικές ευαισθησίες. Η ανυπακοή στα μέτρα που επιβλήθηκαν για την πανδημία έγινε θερμοκήπιο για την ανάπτυξη ενός ελευθερισμού της δεξιάς, με σαφή ατομικιστικό χαρακτήρα, που ορθώνεται απέναντι στο διαβολικό Ομοσπονδιακό Κράτος και στη «δικτατορία των ειδικών». Επιμέρους κυβερνήτες Πολιτειών που στιγματίστηκαν ως όργανα της νέας ιατρο-πολιτικής δικτατορίας έγιναν στόχος, ακόμα και τρομοκρατικών απειλών. Η κριτική της τεχνοκρατίας από θέμα της κριτικής, εναλλακτικής Αριστεράς μεταλαμπαδεύτηκε, μέσα από διαφορετικούς διαύλους, στον ακροδεξιό αντισυστημικό χώρο όπου φυσικά είχε τη δική του προϊστορία[15].

 Πολιτικά, μπορούμε να πούμε ότι αυτή η ακραία πόλωση γνώρισε μια πρώτη ήττα με την εκλογή Biden ο οποίος υποσχέθηκε την καταπράυνση των παθών και την ανασυγκρότηση του κοινωνικού ιστού με προτεραιότητα στην αντιμετώπιση της υγειονομικής καταιγίδας και των συνεπειών της. Φαίνεται όμως πως τα περιθώρια ενός φιλελεύθερου πολιτικού Κέντρου έχουν περιοριστεί. Αναγκασμένο συχνά να συμμαχήσει με τον ριζοσπαστικό προοδευτισμό, δυσκολεύεται να σταθεί στην ισορροπιστική ιδέα μιας οικονομίας της αγοράς που συνδυάζεται με προνοιακές πολιτικές και δημοκρατικές αλλαγές στο συμβολικό επίπεδο και στους θεσμούς. Η αποδυνάμωση της μεσαίας τάξης, η σύγχυση και τα οξυμένα φυλετικά χάσματα, μαζί με τη διάχυση μιας κουλτούρας του μίσους δείχνουν το Κέντρο δημογραφικά και κοινωνικά «γερασμένο» απέναντι στη νεανική ικμάδα των ριζοσπαστισμών. Από την άλλη, ο συνεχής πολιτισμικός πόλεμος που διεξάγεται στην ψηφιακή ζωή –οι χρήσεις της οποίας μέσα στην πανδημία κατέλαβαν τεράστιο μέρος της ενεργής ζωής των ανθρώπων– ωθεί σε εξτρεμιστικά αμαλγάματα που υπερβαίνουν τις πολιτικές κατηγορίες. Όπως σημειώνει ένας παρατηρητής, ενώ οι αρχικοί υποστηρικτές του κινήματος QAnon

 ήταν κυρίως ακροδεξιοί υποστηρικτές του Τραμπ, το 2020 το κίνημα επεκτάθηκε για να συμπεριλάβει μητέρες του γιόγκα υγιεινισμού, ελευθεριακούς κατά της καραντίνας και ευαγγελιστές χριστιανούς. Και παρά το στερεότυπο για τα εξτρεμιστικά κινήματα, το QAnon δεν κυριαρχείται κυρίως από νέους άνδρες ή ανθρώπους με οικονομικά προβλήματα. Συναντά κανείς απόφοιτους του Harvard και στελέχη της Γουόλ Στρητ όπως και ανθρώπους που δεν έχουν καταγωγή από τις ελίτ [16].

Αν κρίνουμε από την εμφάνιση παρόμοιων συνασπισμών και σε χώρες της Ευρώπης, όπως η Ολλανδία ή η Γερμανία, η σκηνή της πανδημίας, αφού στο πρώτο διάστημα έφερε στην επιφάνεια την ανάγκη για ισχυρές δημόσιες εξουσίες και για κρατική αποτελεσματικότητα, στη συνέχεια τροφοδότησε την ατομικιστική αντίδραση με εργαλείο τις ιδεολογίες της ανυπακοής και της αντίστασης στον Κρατικό Λεβιάθαν ή στις διεφθαρμένες τεχνο-πολιτικές ελίτ. Αυτή η δεύτερη φάση της κρίσης δεν αφορά όμως μόνο την Αμερική της μετάβασης από την τραυματική Προεδρία Τραμπ αλλά, όπως είδαμε, όλο και περισσότερες χώρες και όχι μόνο στην Ευρώπη.

5.

Το φιλόδοξο Πακέτο Τόνωσης ύψους 1,3 τρισεκατομμυρίων πoυ περνάει ήδη στην πράξη φανερώνει ότι η πανδημική κρίση και οι ιδεολογικές συγκρούσεις των τελευταίων χρόνων οδηγούν σε μια ενδιαφέρουσα τροπή: η Αμερική γίνεται μια «σοσιαλδημοκρατική χώρα», αφού η εμπειρία της πανδημίας έδειξε ότι αν «κάποτε οι ΗΠΑ ήταν μια ιδεολογική εξαίρεση στον πλούσιο κόσμο, τώρα απλώς διαφέρει μόνο ως προς τον βαθμό από άλλους»[17]. Ακόμα και αν μέχρι πρόσφατα η μείωση των ανισοτήτων δεν ήταν στις βασικές προτεραιότητες των Αμερικανών πολιτών, είναι πια πολλοί περισσότεροι/ες όσοι θεωρούν πια απαράγραπτη την ευθύνη της ομοσπονδιακής κυβέρνησης για μια καλή βασική εκπαίδευση, ιατρική φροντίδα, ασφάλεια υγείας, και αξιοπρεπή διαβίωση[18]. Αυτό θα μπορούσε να το δει κανείς ως απόσυρση της αμιγούς, νεοφιλελεύθερης σύλληψης του ατόμου, της ευθύνης του και της σχέσης του με το Κράτος, παρά το ότι πολλά ανάλογα ευρήματα (σε έρευνες κάθε λογής) έχουν ένα συγκυριακό αποτύπωμα.

Όλα τα παραπάνω δεν συγκινούν συνήθως την πολιτισμική κριτική, ούτε και τον συμβατικό πολιτικό αντιαμερικανισμό που μας κληροδότησε ο ύστερος 20ός αιώνας. Η αίσθηση του τελευταίου καιρού είναι πως η Αμερική τείνει να γίνει πιο ευρωπαϊκή όταν η Ευρώπη επί δεκαετίες εμφανιζόταν να εξαμερικανίζεται. Ευρώπη και Αμερική έρχονται πια αντιμέτωπες με ένα κοινό πρόβλημα βάθους. Υπάρχουν φυσικά τα ζητήματα του ανταγωνισμού με την Κίνα και την αποσυσπείρωση της Δύσης σε μια συγκυρία που έδωσε τροφή στις λογικές εθνικής αυτοσυντήρησης μέχρι και στο θέμα των εμβολίων. Όμως το κοινό πρόβλημα βάθους είναι το πώς θα ελεγχθούν οι ακρότητες του καπιταλισμού της καινοτομίας σε μια ιστορική συγκυρία όπου διασταυρώνονται η κλιματική κρίση, η πανδημία του covid-19, η αποδυνάμωση των μεσαίων τάξεων και αδιάπτωτα επεισόδια πολιτισμικού και ιδεολογικού πολέμου που εξασθενίζουν ακόμα περισσότερο τα πολιτικά συστήματα. Όπως είπαμε, η εδραία, πολιτισμική κριτική της Αμερικής είχε αγκιστρωθεί στο φάντασμα της ρηχότητας και στη λατρεία ενός πρακτικού νου που, κατά τους τιμητές, απομακρύνεται από ποιοτικούς στόχους και δεν αντιλαμβάνεται τα μεγάλα ιδεώδη. Αυτός ο λόγος, έστω και αν επιστρέφει με παραλλαγμένους όρους όπως στη ρητορεία για την ήττα της Δύσης, δεν έχει πια να πει πολλά για το αναγκαίο. Για παράδειγμα, σήμερα γίνεται λόγος για τεράστιες επενδύσεις για την ανανέωση των γερασμένων και επικίνδυνων δημόσιων υποδομών στη μεγάλη κλίμακα [19]. Και αυτή είναι μια συζήτηση που εξακολουθεί να μην ενδιαφέρει ούτε τη λόγια Αριστερά ούτε μια πολιτισμικά ευαίσθητη συντηρητική Δεξιά. Το ίδιο μπορεί να αναλογιστεί κανείς για τα αποθέματα του πολιτικού αντιαμερικανισμού και των λόγων γύρω από το imperium των ΗΠΑ: και αυτοί οι λόγοι έπρεπε να έχουν ανανεώσει το λογισμικό τους από τη στιγμή που οι παλιές ορθολογικές επικρίσεις στην αμερικανική εξωτερική πολιτική υποχώρησαν για να κλέψουν την παράσταση το φονταμενταλιστικό μίσος και οι φαντασιώσεις «συντριβής του Τέρατος». Όμως αυτό δεν συνέβη και ο πολιτικός αντιαμερικανισμός, όπου φοράει ακόμα τα κλασικά του ρούχα, συνεχίζει να συντηρεί σε μεγάλο βαθμό τόσο τη ρητορική όσο και το πλαίσιο των δεκαετιών του ʼ60 και του ’70.

EΠΙΛΟΓΟΣ

«Χρειάζονται αιώνες για την επινόηση του πρωτόγονου», γράφει ο Don DeLillo στην Αmericana[20], το πρώτο του μυθιστόρημα. Η ιδέα πως στην αιχμή του πλέον μοντέρνου κόσμου ανευρίσκεται ένας ακραίος πρωτογονισμός, θα στοιχειώσει τους πολιτισμικούς επικριτές προς τα τέλη του προηγούμενου αιώνα. Ο Heidegger, μια από τις ισχυρότερες πηγές της αποκαλυψιακής κριτικής, θα έλεγε πιθανόν ότι μέσα στην αγωνία των Αμερικανών για τα θέματα ταυτότητας, για την επιβεβαίωση της παλιάς-καλής «λευκής» χριστιανικής ταυτότητας ή για την αποδόμησή της μέσα σε έναν πληθυντικό υβριδισμό, ότι σε αυτό το πολιτισμικό σχίσμα κρύβεται μια άλλη μοίρα: η εμπειρία του ανέστιου βίου ως κάτι βαθύτερου από την κοινωνική αποξένωση ή τις ηθικές συνέπειες του καπιταλισμού[21]. Η Αμερική, τόπος μιας οντολογικής ερήμωσης, άλλος ένας χαρακτηρισμός πλάι στους αντίστοιχους του παρελθόντος.

Είδαμε όμως πως έχουμε λόγους να πιστεύουμε ότι ο σημερινός διχασμός της Αμερικής ανατρέχει στην ιδρυτική ένταση που διαπερνά όλες τις νεωτερικές κοινωνίες: την ένταση ανάμεσα στη μακρά πορεία προς την ισότητα και στην επιθυμία για διατήρηση ή στα όνειρα επιστροφής στις ιεραρχικές σχέσεις προηγούμενων περιόδων. Αυτή η ένταση αφυπνίζεται και γίνεται ακραία όταν συντρέχουν κρίσεις μεγάλης εμβέλειας που προφανώς είναι δύσκολα αντιμετωπίσιμες πολιτικά: μεγάλα επεισόδια που δοκιμάζουν τη διαφυλετική συμβίωση, τη στοιχειώδη εμπιστοσύνη στις αρχές ασφαλείας και στην έννομη τάξη, όπως συνέβη γύρω και πέρα από το Black Lives Matter και τη βία που εκλύθηκε. Η ένταση γίνεται ακραία όταν επίσης δημογραφικές, ταξικές και πολιτισμικές αποκλίσεις αναδεικνύουν διαφορετικούς «λαούς» μέσα στο έθνος, διασπώντας το έθνος σε αμοιβαία αποξενωμένους κοινωνικούς κόσμους. Η ιδεολογία της diversity, της ποικιλότητας ως μωσαϊκού διαφορών, επιχείρησε για καιρό να ρυθμίσει αυτόν τον διαχωρισμό των κοινωνικών κόσμων. Οι επιτυχίες της δεν μπορούν να κρύψουν την αδυναμία της να εγγυηθεί πλέον βασικούς όρους της κοινωνικής δικαιοσύνης και της πολιτικής ειρήνευσης. Ο ίδιος ο τραμπισμός μοιάζει με παρωδιακή και επικίνδυνη εκδοχή της «διαφορετικότητας», σαν μια σκοτεινή diversity παίζοντας στο όριο ενός αντικομφορμισμού, εντός και συγχρόνως εναντίον των δημοκρατικών θεσμών. Μια πρόκληση με στοιχεία πολιτικού μηδενισμού που έρχεται, επίσης, να προσβάλει και να αλλοιώσει την ήδη αποσταθεροποιημένη ταυτότητα της αμερικανικής συντηρητικής παράταξης,

Ας ακούσουμε ξανά τη φράση του DeLillo: μας πήρε αιώνες για να επινοήσουμε το πρωτόγονο. Πως μπορούμε να τη μεταφράσουμε; Ας ισχυριστούμε λοιπόν ότι αυτό το «πρωτόγονο» είναι η μετατροπή του κοινού κόσμου σε μηχανή παραγωγής νέων φυλών, καινούργιων μικρο-επικρατειών που ορίζουν κώδικες προφύλαξης, εμπόλεμης θωράκισης και μηδενικής ανοχής μεταξύ τους. Η μικρή αλλά αξιοσημείωτη πολιτική ευκαιρία Biden και η ύπαρξη, ευτυχώς, δυνάμεων στην αμερικανική Αριστερά και Δεξιά που αναγνωρίζουν πλέον τη σημασία ενός κοινού κόσμου με τις διαφορές του, ενός βασικού κοινωνικού συμβολαίου (παρά τη φθορά που έχει υποστεί ο όρος), προσφέρουν κάποιες ελπίδες. Παράλληλα με τις πικρόχολες ιερεμιάδες των τιμητών, η Αμερική διαθέτει πάντα αυτό που ο John Dewey ονόμαζε μια συνεργατική νοημοσύνη[22], μια συλλογική παραγωγική ευφυΐα που μπορεί και αντιστέκεται στα «δεινά που μαστίζουν τη χώρα». Σε ποιον βαθμό θα μπορέσουν οι ΗΠΑ να επιστρέψουν ως διεθνής παράγοντας χωρίς τη νεκρανάσταση ενός ηγεμονιστικού επεμβατισμού που συχνά αποδείχτηκε αυτοκαταστροφικός; Σε ποιον βαθμό η Αμερική θα καταφέρει να αποφύγει και άλλες πτώσεις ή να εξισορροπήσει τις σπαραχτικές και εμφυλιακές της αντιφάσεις; Αυτά μένει να τα δούμε κυρίως στην πράξη, αφού όπως έγραφε και η Έμιλυ Ντίκινσον, το μέλλον δεν μίλησε ποτέ.

The Future-never spoke-
Nor will He-like the Dumb-
Reveal by sign-a syllable
Of His Profound To Come-

But when the News be ripe-
Presents it-in the Act-
Forestalling Preparation-
Escape-or Substitute-

Indifference to Him-
The Dower-as the Doom-
His Office-but to execute
Fate’s-Telegram-to Him-


Σημειώσεις

[1] Νίτσε, Η Χαρούμενη Επιστήμη, απ. 329, Τέταρτο Βιβλίο, μτφ: Ζήσης Σαρίκας, Νησίδες.

[2] Nicolas Garant et Gilbert Larochelle, «L’Amérique comme destin de l’Europe», Cahiers des Amériques latines, 40, 2002, 129-140.

[3] Olivier Dard and Hans-Jürgen Lüsebrink (επιμ), Américanisations et anti-américanismes comparés, Villeneuve d’Ascq, 2008. Για το βλέμμα στην Αμερική των Ευρωπαίων συγγραφέων βλ. Σώτη Τριανταφύλλου, Μόνοι Στον Κόσμο. Ευρωπαίοι συγγραφείς, αντιαμερικανισμός και αμερικανική μοναξιά, Αθήνα, Πατάκης, 2019.

[4] Jean Baudrillard, Αμερική, Αθήνα, Futura (μετ: Νίκος Χρηστάκης), 2004.

[5] «Αισθάνομαι ευγνωμοσύνη προς την Αμερική επειδή μας βοηθά να συλλάβουμε καλύτερα τις ροπές, τις δυνατότητες, τις αντινομίες, τις ανησυχίες, τις ελπίδες του καιρού μας, δηλαδή τον ίδιο τον εαυτό μας», έγραφε ο Γιώργος Θεοτοκάς στον πρόλογο της πρώτης έκδοσης του Δοκιμίου για την Αμερική (Ίκαρος, 1954).

[6] Jean-Phillipe Mathy, Extrĕme-Occident. French intellectuals and America, University of Chicago Press, 1993.

[7] Elizabeth Kolsky, «It is time to reconsider the global legacy of july 4, 1776», The Washington Post, 3.7.2020.

[8] Από τη λεπτή κριτική που ασκεί η αριστερή φιλόσοφος Nancy Fraser στην ηθική της αναγνώρισης μέχρι πρόσφατες μελέτες που αναδεικνύουν τη σχέση των «πολιτικών της ταυτότητας» με τον «νεοφιλελεύθερο ατομικισμό» και την απόσυρση του πραγματικού ριζοσπαστισμού υπάρχει μια όχι ισχυρή, αλλά σαφώς διακριτή γραμμή κριτικής στον λόγο περί λευκών προνομίων και στη «μεταγραφή» των σχέσεων εκμετάλλευσης στο επίπεδο της φυλής. Βλ. Αsad Haider, Mistaken identity: Race and Class in the Age of Trump, Verso, 2018.

[9] Νicholas Lemann, «The Republican Identity Crisis after Trump», The New Yorker. https://www.newyorker.com/magazine/2020/11/02/the-republican-identity-crisis-after-trump

[10] Σύμφωνα με το περίφημο βιβλίο του Richard Hofstadter, The paranoid style in American politics, Vintage, reprint edition, 2008. (1964).

[11] H πιο γνωστή εκδοχή της Επανάστασης ως ελευθεροτεκτονικής και μυστικής συνωμοσίας είναι το περίφημο έργο του Ιησουίτη αββά Aυγουστίνου Μπαριέλ (Augustin Barruel), Memoires pour servir à l’histoire du jacobinisme, πρόσφατη επανέκδοση δίτομη, Editions de Chire, 2013. Ο Eric Saunier σε ένα ωραίο άρθρο του επιστρέφει στο θέμα των τεκτονικών εταιριών, του Διαφωτισμού και της Επανάστασης συνοψίζοντας τα επιχειρήματα. Εric Saunier, «Franc-maçonnerie et Révolution Française: vers une nouvelle orientation historiographique», Cahiers d’ histoire. Revue dhistoire critique, 87, 2002, 121-136.

[12] Howard Zinn, Η Ιστορία του Λαού των Ηνωμένων Πολιτειών, Αθήνα, (μετ: Θεόδωρος Καλύβας,) Αιώρα, 2009.

[13] Kimberly Stratton, «From biblical times to Trump, false messiahs have doomed societies», The Conversation, 22.12.2020, https://scroll.in/article/982129/from-biblical-times-to-trump-false-messiahs-have-destroyed-the-societies-they-aspired-to-save

[14] Βλ. Μαρκ Λίλα, Κάποτε φιλελεύθερος και πάλι φιλελεύθερος. Για την πολιτική των ταυτοτήτων, Αθήνα, Επίμετρο (μετ: Ελένη Κοτσυφού), 2018. Καθώς και το δοκίμιο του Φουκουγιάμα, Ταυτότητα. Η απαίτηση για αξιοπρέπεια και η πολιτική της μνησικακίας, Αθήνα, Ροπή (μετ: Σταύρος Γαβαλάς), 2020.

[15] Miranda Christou, «Covid-19 has exposed the old conspiracy links between left and right», Οpen democracy, 13.5.2020. https://www.opendemocracy.net/en/countering-radical-right/covid-19-has-exposed-odd-conspiracy-links-between-left-and-right/

[16] Κevin Rose, «What is QAnon, the viral pro-Trump conspiracy theory?», The New York Times, 4.3.2021, https://www.nytimes.com/article/what-is-qanon.html

[17] Janan Ganesh, «Joe Biden’s popular stimulus reveals a changed America», Financial Times, 2.3.2021, https://www.ft.com/content/ffb8988f-ac8c-49e6-8e2a-c8f75294d07b

[18] Βλ. έρευνα Ιανουαρίου 2020, πριν δηλαδή την πανδημία που ενίσχυσε περισσότερο την τάση: https://www.pewresearch.org/social-trends/2020/01/09/views-on-reducing-economic-inequality/

[19] James McBride, Jessica Moss, The State of US infrastructure, Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων, 1.9.2020. https://www.cfr.org/backgrounder/state-us-infrastructure

Οι ΗΠΑ διολίσθησαν στην 13η θέση παγκοσμίως ως προς την ποιότητα των δημόσιων υποδομών (από την 5ητο 2002), πίσω πια από τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιαπωνία, τα Εμιράτα κ.λπ.

[20] Don DeLillo, Americana, Houghton Mifflin, 1971, σ. 227.

[21] Ο Heidegger, αφού αποδώσει κάποιες τιμές στη μαρξιστική κατανόηση της Ιστορίας με αναφορά στην αλλοτρίωση της εργασίας, θα ισχυριστεί ότι η διάσταση της απουσίας οίκου, της ανεστιότητας, είναι πιο θεμελιώδης γιατί αφορά το ίδιο το πεπρωμένο του Είναι στην Ιστορία. Heidegger, Επιστολή για τον Ανθρωπισμό, Αθήνα, Ροές, 2000 (1987), (μετ: Γιώργος Ξηροπαΐδης), σ. 110-111.

[22] David Ridley, The method of democracy. Dewey’s theory of collective intelligence. New York, Peter Lang, 2020.

Κύλιση στην κορυφή