Το 1955 η Σοφία Βέμπο τραγούδησε το τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι «Το φεγγάρι είναι κόκκινο», που περιλαμβάνεται στον δίσκο Στέλλα. Του συγκεκριμένου τραγουδιού υπήρξαν αργότερα και άλλες εκτελέσεις, σημαντικότερη των οποίων κρίνω ότι είναι αυτή με την Νανά Μούσχουρη εν έτει 1960. Οι στίχοι του τραγουδιού ανήκουν επίσης στον συνθέτη του, τον Μάνο Χατζιδάκι. Ας τους διαβάσουμε:
ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ ΕΙΝΑΙ ΚΟΚΚΙΝΟ
Το φεγγάρι είναι κόκκινο
το ποτάμι είναι βαθύ
κι η αγάπη μου στα χέρια σου
είναι κάτασπρο πουλί
Το φεγγάρι είναι πράσινο
το ποτάμι είναι γαλάζιο
έλα αγάπη μου και χόρεψε
ίσαμ’ αύριο το πρωί
Το φεγγάρι πήγε κι έπεσε
στο ποτάμι το βαθύ
κι η αγάπη μου κιτρίνισε
σαν τη φλόγα στο κερί
Διαβάζοντας αυτούς τους «απλούς» στίχους αμέσως σού έρχονται στον νου σου «παρόμοιοι» στίχοι του Λόρκα, ενός ποιητή που έχει πολυμεταφραστεί στα ελληνικά και που έχει αγαπηθεί, που έχει σχεδόν λατρευτεί στην Ελλάδα τόσο πολύ, ώστε δεν είναι υπερβολή αν πούμε ότι τον θεωρούμε δικό μας, Έλληνα. Από το μέγα πλήθος των λορκιανών μεταφράσεων στα ελληνικά θέλω εδώ να ξεχωρίσω όχι μόνο αυτές του Νίκου Γκάτσου και του Οδυσσέα Ελύτη, αλλά και αυτές του Νίκου Σημηριώτη, που έγιναν μάλιστα –όπως τονίζεται στη σχετική έκδοση– από το ισπανικό πρωτότυπο.
Τα λόγια του τραγουδιού με το φεγγάρι, με τα διαδοχικά χρώματα που παίρνει, με το ποτάμι που είναι βαθύ και με το κερί που είναι χλομό, παραπέμπουν σε θέματα κατεξοχήν λορκιανά: πόσα και πόσα ποιήματα του Λόρκα δεν περιέχουν τα χρώματα αυτά σε συνδυασμό με τις λέξεις αυτές; –πλήθος μέγα! Επιλέγω μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα, διευκρινίζοντας ότι οι μεταφράσεις των στίχων είναι δικές μου, παρμένες από ήδη τελειωμένα μεταφράσματα, που όμως δεν έχουν εκδοθεί ακόμα σε χωριστό βιβλίο.
Ξεφυλλίζοντας τα ποιητικά έργα του Λόρκα, στην αρχή-αρχή, στην ενότητα Libro de poemas (Βιβλίο ποιημάτων, 1921), και στο ποίημα «Veleta», παναπεί Ανεμοδούρα, πέφτουμε στον στίχο Pones roja la luna, που τον έχουμε για την περίσταση μεταφράσει Κόκκινο βάνεις το φεγγάρι. Και λίγο παρακάτω, στο εκτενές ποίημα «Elegía a doña Juana la Loca» (Ελεγείο για την Ιωάννα την Τρελή) διαβάζουμε τον στίχο para mirar la luna bordada sobre el río, δηλαδή: να βλέπεις το φεγγάρι στο ποτάμι κεντημένο. Στην ίδια ενότητα ανήκει και το ποίημα «Paisaje» (Τοπίο), από το οποίο αποσπούμε τους ακόλουθους τρεις στίχους, με τους οποίους και τελειώνει:
Ya es de noche y las estrellas
clavan puñales al rio
verdoso y frio.
Έχει νυχτώσει πια και τ’ άστρα όλα
το πράσινο ποτάμι μαχαιρώνουν
και τις δροσιές του ζώνουν.
Στην ποιητική συλλογή τού 1922 Primerascanciones (Πρώτα τραγούδια) διαβάζουμε το Μισοφέγγαρο:
MEDIA LUNA
La luna va por el agua.
¡Como está el cielo tranquilo!
Va segando lentamente
el temblor viejo del rio
mientras que una rana joven
la toma por espejito.
ΜΙΣΟΦΕΓΓΑΡΟ
Το φεγγάρι πηγαίνει μεσ’ απ’ τα νερά.
Τι γαλήνιος, αχ, που ʼναι ο ουρανός ψηλά επάνω!
Σιγά πάει! Τι σιγά που όλο πάει και θερίζει
την τρεμούλα τη γριά του μικρού ποταμιού —
και πώς ένα κλαράκι μικρούλι, αγοράκι,
πώς γελιέται και το περνάει για καθρεφτάκι.
Στην ίδια συλλογή περιλαμβάνονται και τα Nocturnos de la ventana, τα Νυκτερινά στο παραθύρι. Από τα συνολικώς τέσσερα άτιτλα ποιήματα της ενότητας αυτής διαβάζουμε το πρώτο:
Alta va la luna.
Bajo corre el viento.
(Mis largas miradas
exploran el cielo.)
Luna sobre el agua.
Luna bajo el viento.
(Mis cortas miradas
exploran el suelo.)
Las voces de dos niñas
venían. Sin esfuerzo,
de la luna del agua,
me fui a la del cielo.
Ψηλά ανεβαίνει το φεγγάρι
και κάτω τρέχει ο άνεμος.
(Οι αργόσυρτες ματιές μου εμένα
τον ουρανό εξερευνούν.)
Φεγγάρι πάνω απ’ τα νερά,
φεγγάρι κάτω απ’ τον αέρα.
(Οι πεταχτές ματιές μου εμένα
τον ουρανό εξερευνούν.)
Δυο κοριτσιών φωνές εφτάναν
στ’ αφτιά μου. Κι έτσι δίχως κόπο
απ’ το φεγγάρι του νερού
επήγα στ’ άλλο τ’ ουρανού.
Το «Canción del jinete», το «Τραγούδι του καβαλάρη», είναι ένα από τα παγκοσμίως διασημότατα ποιήματα του Λόρκα. Στην Ελλάδα έχει τραγουδηθεί μοναδικά από τον Γιάννη Πουλόπουλο σε στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου και με μουσική του Γιάννη Γλέζου. Ανήκει και αυτό στα Πρώτα τραγούδια. Ιδού:
CANCIÓN DEL JINETE
Córdoba.
Lejana y sola.
Jaca negra, luna grande,
y aceitunas en mi alforja.
Aunque sepa los caminos
yo nunca llegaré a Córdoba.
Por el llano, por el viento,
jaca negra, luna roja.
La muerte me está mirando
desde las torres de Córdoba.
¡Ay qué camino tan largo!
¡Ay mi jaca valerosa!
¡Ay que la muerte me espera
antes de llegar a Córdoba!
Córdoba.
Lejana y sola.
ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΚΑΒΑΛΑΡΗ
Κόρδοβα.
Μακρινή και μόνη.
Αλογάκι μαύρο, φεγγάρι μεγάλο,
κι ελιές μέσα στο τάιστρο.
Αγκαλά ξέρω το δρόμο, αχ,
ποτέ δεν θα φτάσω στην Κόρδοβα.
Στα χωράφια, στους ανέμους,
αλογάκι μαύρο, φεγγάρι κόκκινο.
Ο χάρος με φερμάρει
από τους πύργους της Κόρδοβας.
Άχου, δρόμε μου εσύ μακριέ και ατέλειωτε!
Άχου, αλογάκι μου γενναίο!
Αχ, ο χάροντας με περιμένει
προτού να φτάσω εγώ στην Κόρδοβα!
Κόρδοβα.
Μακρινή και μόνη.
Στον Ατσίγγανο τραγουδιστή, στο Romancero gitano, και δη από το ενδέκατο ποίημα που τιτλοφορείται «Prendimiento de Antoñito el Camborio en el camino de Sevilla», δηλαδή «Σύλληψη του Αντονίτο Ελ Καμπορίο στον δρόμο που πάει στη Σεβίλλη», αποσπώ τους επόμενους στίχους:
Moreno de verde luna
anda despacio y garboso.
Sus empavonados bucles
le brillan entre los ojos.
Πρασινομελαψό φεγγάρι,
αλαφροπάτητος και ωραίος.
Μες στο μπριγιόλ τις μπούκλες του έχει —
γυαλίζουν πέφτοντας στα μάτια.
Και τελειώνοντας, για να βάλουμε και το κίτρινο χρώμα στο παιχνίδι, αντιγράφουμε από την μεταθανατίως εκδοθείσα συλλογή Suitas, δηλαδή Σουίτες, και από την ενότητα En el jardín de las toronjas de luna, δηλαδή Στον κιτρόκηπο του φεγγαριού, τους παρακάτω δύο στίχους από το ποίημα «Detrás de la puerta ríen» / «Γελάνε από την πόρτα πίσω»:
Στο δάσος το αδιαπέραστο πηγαίνω
που ʼχει φεγγαρίσια κίτρα.
Ξεφυλλίσαμε επί τροχάδην τα ποιήματα του Λόρκα και από τους επιλεγμένους στίχους διαπιστώσαμε τη συγγένεια με αυτούς των στίχων του τραγουδιού του Μάνου Χατζιδάκι, για το οποίο μπορούμε να πούμε ότι είναι ένα κατασταλαγμένο μετάφρασμα μιας –όχι τυχαίας, αλλά δεσπόζουσας– άποψης του λορκιανού ποιητικού έργου, η οποία λειτουργεί εν όλω ως πρωτότυπο: ως ένα αφανές πρωτότυπο. Εδώ, μάλιστα, ίσως ο δημιουργός του ποιήματος να μην το είχε συνειδητοποιήσει καν, όταν το συνέθετε: σαν να του είχε περαστεί αταβιστικά από τα διαβάσματά του ένα κλίμα ανδαλουσιάνικο που να τον έκανε μέτοχο της ουσίας τουˑ σαν να συγκινήθηκε από αυτό.
Δεν θέλω να πω περισσότερα και δεν πρέπει να πω περισσότερα –ουκ ολίγες φορές η μεταγενέστερη «φιλολογία», στον παθιασμένο αγώνα της να φωτίσει παντοιοτρόπως ποιητικά κείμενα, καταφέρνει εν τέλει να σβήνει το φως τους, να τα αμαυρώνει. Μακράν εμού κάτι τέτοιο! Θα προσθέσω απλώς, κλείνοντας, ότι και ο Μάνος Ελευθερίου έχει γράψει μερικά «λορκιανά» ποιήματα. Και για να είναι το κλείσιμο τούτου του κειμένου τόσο ποιητικό όσο ταιριάζει στον Λόρκα και στον Χατζιδάκι, παραθέτω ένα –ας πούμε– «συγγενικό», λόγω του παιχνιδιού με τα χρώματα, ποίημα του Γιάννη Ρίτσου, από τις Μαρτυρίες:
Η ΓΑΛΑΖΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ
Έβρεξε το χέρι της στη θάλασσα.
Έγινε γαλάζιο.
Της άρεσε.
Έπεσε ολόγυμνη στη θάλασσα.
Έγινε γαλάζια.
Γαλάζια κι η φωνή της κι η σιωπή της.
Η γαλάζια γυναίκα.
Όλοι τη θαύμασαν.
Κανείς δεν την αγάπησε.