Ζωγραφική: Juan Carlos Mestre

Θανάσης Χατζόπουλος

Ο μύθος της Βαβέλ και οι μεταφορές

«Και ην πάσα η γη χείλος εν και φωνή μία πάσι»[1]: με αυτές τις λέξεις η Γραφή εισάγει την πρώτη-πρώτη γλωσσική ενότητα. Μια ενότητα που ίσως θα πρέπει να την ονομάσουμε «μυθική», στο επίπεδο μιας φαντασίωσης αλλά και μιας εύλογης υπόθεσης που θέλει τα πράγματα να ξεκινούν από μια κοινή βάση για να διαχωριστούν στη συνέχεια. Αυτό το ένα χείλος και η μία φωνή για όλους, μάλλον παραπέμπει στην τάξη της κραυγής, από την οποία εκκινεί κάθε λαλιά. Μια κοινή πηγή η αφετηρία, από την οποία αρύονται διαφορετικές γλωσσικές οδοί, φωνές που άλλοτε δίνουν έμφαση στον άλφα ή στον beta ή στον σίγμα ήχο και άλλοτε σε ήχους που δεν έχουν όμοιο τους έξω από τον χώρο που τους γέννησε και ακούστηκαν. Είναι ήχοι που αποτυπώθηκαν σε γράμματα μοναδικών «αλφάβητων», μοναδικοί στα ηχοχρώματά τους, που εξακολουθούν να ακούγονται σε ορισμένες μόνον θερμοκρασίες και υψόμετρα. Και βεβαίως η συνέχεια για την κοινή πηγή ήταν ότι έπρεπε όλοι να απομακρυνθούν από αυτήν την αφετηρία, ο καθένας παίρνοντας και ακολουθώντας τον δικό του δρόμο. Γιατί ιδού, αν παραμείνει κανείς καθηλωμένος στην αφετηρία, καιροφυλακτεί η σύγχυση: «Και είπε Κύριος· ιδού γένος εν και χείλος εν πάντων, και τούτο ήρξαντο ποιήσαι, και νυν ουκ εκλείψει απ’ αυτών πάντα, όσα αν επιθώνται ποιείν. Δεύτε και καταβάντες συγχέωμεν αυτών εκεί την γλώσσαν, ίνα μη ακούσωσιν έκαστος την φωνήν του πλησίον. Και διέσπειρεν αυτούς Κύριος εκείθεν επί πρόσωπον πάσης της γης, και επαύσαντο οικοδομούντες την πόλιν και τον πύργον. Δια τούτο εκλήθη το όνομα αυτής Σύγχυσις, ότι εκεί συνέχεε Κύριος τα χείλη πάσης της γης, και εκείθεν διέσπειρεν αυτούς Κύριος επί πρόσωπον πάσης γης.»[2] Η Βαβέλ δεν έχει άλλο όνομα από «Σύγχυσις», διαδικασία όπου χύνονται μαζί όλα τα πράγματα, όσα συνθέτουν το εν, αναμειγνύονται. Σύγχυση, την οποία δίνει η εικόνα ενός θολού και λασπωμένου νερού, που έχει χρεία το ξεκαθάρισμα, τη διαύγαση. Σύγχυση κραυγών, από τις οποίες γεννιούνται διαφορετικές γλώσσες. Αλλιώς πώς να κατανοήσει κανείς τη σύγχυση;

Πώς; Μα με τη μεταφορά. Η μεταφορά της φωνής με μέσον τον αέρα αδυνατίζει με την απόσταση. Ο ήχος μεταδίδεται καλύτερα μέσω των στερεών. Μια τέτοια δυσκολία επικοινωνίας προσπαθούσαν να θεραπεύσουν οι αρχαίες φρυκτωρίες με τις φωτιές που άναβαν από κορφή σε κορφή. Αλλά από κορφή σε κορφή, στο δύσβατο όρος Όχη, στη νότια Εύβοια, οι κτηνοτρόφοι επινόησαν μια νέα γλώσσα «σφυριχτή» που έφτασε μέσω σφυριγμάτων να μεταδίδει νοήματα και σκέψεις. Για να γεφυρώσει την απόσταση και να υπερβεί κατά το δυνατόν την αδυναμία του ήχου να μεταδοθεί στον αέρα. Γιατί η φωνή, πέρα από μια ορισμένη απόσταση ή κάτω από μια ορισμένη ένταση, δεν ακούγεται πια στον αέρα. Το ίδιο και το νόημα. Το παιχνίδι με το «σπασμένο τηλέφωνο» δεν είναι παρά ένα παιχνίδι παραφθοράς του μύθου της Βαβέλ. Σύγχυση νοήματος, αφού η φωνή αδυνατίζει. Ο ψίθυρος που μεταφέρει τις λέξεις δεν είναι αρκετός για την ακεραιότητά τους. Παραφθείρονται, χάνουν κάποιον επιμέρους ήχο και μέλος, γίνονται κουρελάκια. Το φορεμένο στα χείλη ρούχο αλλάζει σώμα, χάνει τη φόρμα του, γίνεται άλλο από αυτό που ήταν. Και έτσι αναδύεται η σύγχυση. Όχι μόνο η σύγχυση των γλωσσών που αφορούν τα αισθήματα και δεν αναγνωρίζουν τις διαφορές ανάμεσα σε παιδιά και ενήλικους, έτσι όπως το κατέγραψε πολύ ξεκάθαρα ο Σαντόρ Φερέντζι[3] κι όπου μπερδεύεται η γλώσσα της τρυφερότητας των παιδιών με τη γλώσσα του πάθους της ενήλικης σεξουαλικότητας.

Μας περιβάλλουν άλλωστε μικρές και μεγαλύτερες Βαβέλ, βαβέλ συγχύσεων και παρεξηγήσεων. Δεν προκύπτουν πλέον από τις φυσικές αποστάσεις. Άλλωστε τα τηλεφωνικά και ηλεκτρονικά πλέον μέσα επικοινωνίας τις γεφυρώνουν με τρόπο κάποτε αδιανόητο λίγες δεκαετίες πριν. Προκύπτουν από τις ίδιες τις μεταφορές μέσα στον λόγο. Γιατί αυτό που κλήθηκε κάποτε να κάνει η φωνή και να γεφυρώσει το χάσμα από τον έναν στον άλλον, το κάνει πια η κάθε λέξη με τη χρήση της. Και αυτή η χρήση της λέξης, η μεταφορική, δεν είναι συχνά παρά δημιουργός παρεξηγήσεων. Που καλείται καθένας να τις λύσει. Γιατί συγχρόνως αυτές οι ίδιες αποτελούν και πλούτο. Το ένα έσπασε και έγινε πολλά, τόσα πολλά και ακόμη περισσότερα με τις μεταφορές. Δεν ήταν μόνο οι φωνές που χώρισαν, ήταν και οι λέξεις. Αλλά μετά οι λέξεις άρχισαν πάλι να συνδέονται. Κι εκεί που άρχισαν να συνδέονται ξανά, φτιάχνοντας μεταξύ άλλων μεταφορές, η σύγχυση και η παρεξήγηση άρχισαν πάλι να ανθίζουν. Η μετάφραση είναι μια προσπάθεια να αρθούν οι παρεξηγήσεις φτιάχνοντας νέες μεταφορές, μεταφορές νοημάτων και ήχων. Μεταφράζοντας από μία γλώσσα σε άλλες αποκαθιστούμε παρεξηγήσεις και συγχύσεις βαβελικές, γλωσσικές και ιστορικές. Αυτές που από διαφορετικές νοοτροπίες έφτιαξαν τις διαφορετικές γλώσσες. Μαθητεύουμε στις άλλες νοοτροπίες, στις ξένες μεταφορές. Η μετάφραση είναι η ίδια μια τεράστια μεταφορά, μια μεγάλη ιστορία μεταφορών. Ανέλαβε να αποκαταστήσει τη σύγχυση που οδήγησε στα χάσματα αλλά και τα χάσματα που οδήγησαν στις γλώσσες. Αλλά αποκαθιστά συνδέοντάς τα διαφορετικά, όπως μια μεταφορά που αναγνωρίζει τις μεταξύ τους ομοιότητες. Δεν επαναφέρει το εν, το μεγάλο Ένα, μια φαντασίωση ή έναν στέρεο μύθο της αρχής, αλλά τη σύνδεση μέσα στην πολλαπλότητα. Η μετάφραση είναι ένας ύμνος στην ετερότητα που βασίζεται στις ομοιότητες και στις αναλογίες ανάμεσα στα διαφορετικά, στα έτερα, στα ξένα. Η οικειοποίηση του ξένου κρατάει, από τη μεριά της μετάφρασης πάντα, το ίχνος του όμοιου μέσα στο διαφορετικό, αλλά και το ίχνος του διαφορετικού μέσα στο όμοιο. 


[1] Γένεσις, 11, στ. 1.

[2] Γένεσις, 11, στ. 6-9.

[3] Sandor Ferenczi, Θάλασσα και Σύγχυση γλωσσών ανάμεσα στους ενήλικους και στο παιδί, μετάφραση: Έρη Κούρια, Γαβριηλίδης, Αθήνα 2015, σελ. 165-185.

Κύλιση στην κορυφή