Ζωγραφική: Μαρία Φιλοπούλου

Καρολίνα Μέρμηγκα

Μόνο όταν γελάω

Παρακολουθώ μια τηλεοπτική διαφήμιση για βιταμίνες, όπου ένας «Αφρικανός» χορεύει «αφρικανικούς» χορούς και μιλάει «ελληνοαφρικάνικα». Δεν είναι αστείο. Δεν είμαι Αφρικανή, αλλά ενοχλούμαι.

Ακούω για την υπόδειξη αλλαγής της ευχής «καλά Χριστούγεννα» σε «καλές γιορτές»[1]Η Επίτροπος της Κομισιόν για την Ισότητα, Χελένα Ντάλι, σε εσωτερικό έγγραφο που διέρρευσε συνιστούσε στους εργαζόμενους στους ευρωπαϊκούς θεσμούς να εύχονται «happy holidays» ώστε να μην ενοχλούνται οι μη-χριστιανοί. Το έγγραφο αποσύρθηκε «για να ξαναδουλευτεί.», εφημ. Τα Νέα, 1.12.21. Δεν είμαι πιστή χριστιανή, αλλά ενοχλούμαι.

Διαβάζω για τη πρόσφατη, ευρείας κλίμακας, έρευνα της Ένωσης Πανεπιστημίων και Κολεγίων, σύμφωνα με την οποία 35,5% των καθηγητών Πανεπιστημίων αυτο-λογοκρίνονται επειδή φοβούνται[2]Το Πανεπιστήμιο Κέμπριτζ έχει δημοσιοποιήσει λίστα «μικροεπιθετικών» δηλώσεων/συμπεριφορών που μπορούν να εκληφθούν αρνητικά και να δημιουργήσουν προβλήματα στους διδάσκοντες. Έχει επίσης δημιουργήσει ιστότοπο που επιτρέπει στους φοιτητές να καταγγέλλουν ανώνυμα. Arif Ahmed, Spiked, 26.11.2021.. Δεν είμαι ούτε καθηγήτρια ούτε φοιτήτρια, αλλά ενοχλούμαι.

Βλέπω στην τηλεόραση, στο Νέτφλιξ, στον κινηματογράφο, λεπτομερείς, αναλυτικές, παρατεταμένες, γλαφυρές σκηνές απίστευτης βίας, προσιτές σε όλο το κοινό. Είμαι «όλο το κοινό», δεν με χαρακτηρίζει κάτι το ξεχωριστό, και ενοχλούμαι. (Για την ακρίβεια: φρίττω.)

Τι από τα παραπάνω είναι «πολιτικά ορθό»; Ποιος θα αποφανθεί αν η διαφήμιση με τον «Αφρικανό» είναι προσβλητική ή απλώς κακόγουστη –ή οκ, αφού μια χαρά κάνει τη δουλειά της; Ποια κουλτούρα ακύρωσης μπορεί να μεταγλωττίζει μια βαθιά ριζωμένη παράδοση που, κι αν ξεκίνησε από μια θρησκεία, σήμερα σηματοδοτεί γιορτή χαράς για όλες; Ποια πολιτοφυλακή ορθότητας θα προφυλάξει τα παιδιά μας απ’ αυτόν τον ιό βίας που τα προσβάλλει από παντού και τα μολύνει, εξοικειώνοντάς τα μ’ αυτήν σε τέτοιο βαθμό ώστε να συγχέουν την εικονική με τη πραγματική και να την εξασκούν στ’ αλήθεια;

Το φάντασμα/τιμητής που πλανιέται πάνω από τον δυτικό κόσμο αποφαίνεται, δικάζει και συχνά καταδικάζει. Η «κουλτούρα ακύρωσης» (cancel culture), η σύγχρονη εκδοχή του εξοστρακισμού, εξοβελίζει κάποιους και κάποια εκτός του επιτρεπτού· το «woke», η πολιτοφυλακή της αφυπνισμένης συνείδησης, αγρυπνά απέναντι σε όλες τις πιθανές μορφές κοινωνικής αδικίας. Λέξεις απαγορεύονται, κείμενα λογοκρίνονται, εικόνες αποσύρονται, αγάλματα γκρεμίζονται, θεσμοί απορρίπτονται. Γίνονται όλα αυτά άδικα; Συνήθως όχι. Βασική αιτία είναι (με τον κίνδυνο εδώ υπεραπλούστευσης) το ότι πρέπει, επιτέλους, να καταλάβουμε πως κάποιοι κουβαλούν ιστορικά μειονεκτήματα, φυλετικά, θρησκευτικά, κοινωνικά, και υφίστανται ταυτοτικές διακρίσεις. Και αυτό πρέπει να σταματήσει.

Πρέπει να το καταλάβουμε, ναι. Όμως το τι καταλαβαίνει ο καθένας μας είναι το μέγα, το δυσεπίλυτο μυστήριο της εποχής μας –ίσως ποτέ δεν το νιώσαμε τόσο πολύ όσο τα τελευταία χρόνια.

Υπάρχει η ατομική ευγένεια. Παλιά ήταν σχετικά αποδεκτό ότι δεν επιτρέπεται να αποκαλέσεις τον άλλο, μιλώντας ή γράφοντας, με τρόπο προσβλητικό, μειωτικό, ταπεινωτικό –αλλιώς είσαι απαράδεκτα αγενής. Όμως η ευγένεια (όπως και το περίφημο «noblesse oblige», το ότι δηλαδή η ίδια η αρχοντιά του ατόμου το υποχρεώνει στην ευγενική συμπεριφορά), για πολλούς αστικός, υποκριτικός, ενδεχομένως παρακμιακός όρος σαν τους «καλούς τρόπους», δεν αρκεί· δεν μπορείς να αντιμετωπίσεις τον ρατσισμό, τον σεξισμό και τα άλλα άγρια και δύσοσμα θηρία που κυκλοφορούν εκεί έξω με έναν καθωσπρεπισμό σαλονιού. Το ίδιο ανεπαρκής και πολύ πιο σύνθετη και ασαφής, η έννοια του «κακόγουστου»: τα λεπτά νήματα της προσωπικής ευαισθησίας του καθενός δεν εξασφαλίζουν απολύτως τίποτα.

Υπάρχει το ανησυχητικό: Όπως λ.χ. το ότι μια πρόσκληση προς καθηγητή από το Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ για μια σειρά διαλέξεων αποσύρθηκε επειδή ο καθηγητής αυτός φωτογραφήθηκε δίπλα σε κάποιον που φορούσε μπλουζάκι με αρνητικό για το Ισλάμ σύνθημα[3] Τζόρνταν Πίτερσον, Καναδός κλινικός ψυχολόγος. Η επίσημη δήλωση του Πανεπιστημίου ήταν ότι είχε «επιδοκιμάσει μέσω συσχετισμού» το αντι-θρησκευτικό μήνυμα της μπλούζας. Μετά από καμπάνια όσων αντέδρασαν, στα τέλη του 2020 το Κέμπριτζ υιοθέτησε νέα πολιτική «free speech» και η ανάκληση… ανακλή . Τα Πανεπιστήμια, ιδρύματα εξ ορισμού απρόσκοπτης διακίνησης ιδεών και ελευθερίας του λόγου, φοβούνται. Και μεταβάλλονται σε χώρους περιορισμού αυτής της ελευθερίας, σε θερμοκήπια κοινωνικής δικαιοσύνης[4]Ιδρύθηκε πρόσφατα το ιδιωτικό Πανεπιστήμιο του Όστιν στο Τέξας (University of Austin), «αφιερωμένο στην άφοβη επιδίωξη της αλήθειας», που θα προσφέρει «Forbidden Courses», μαθήματα δηλαδή που υποτίθεται ότι περιθωριοποιούνται σε άλλα πανεπιστήμια όπου, κατά τον ιστορικό Niall Ferguson (εκ των ιδρυτών) κυριαρχεί πλέον μια κουλτούρα ανελευθερίας και «ιδεολογικής συμμόρφωσης». Washington Post, Ν. Στα θερμοκήπια όμως, ως γνωστόν, δεν κυκλοφορεί και πολύς αέρας.

Υπάρχει το παράλογο: το «blackface», το θεατρικό κυρίως μακιγιάζ που φορούσαν λευκοί καλλιτέχνες για να υποδυθούν μαύρους, με σαφείς συσχετισμούς σε υποτιμητικές και προσβλητικές καρικατούρες (βλ. Minstrel Show), οδηγεί στην πεποίθηση πολλών ότι πρέπει να απαγορευτεί τελείως. Τον Οθέλο λ.χ. του Σαίξπηρ να δικαιούνται να τον παίζουν μόνον μαύροι, ή λευκοί χωρίς κανένα μακιγιάζ.

Υπάρχει και το ανιστόρητο. Όπου η Ιστορία, ο καμβάς πάνω στον οποίο πατάμε θέλοντας και μη, τρίζει. Γιατί οι ανείπωτες αδικίες που διαπράχθηκαν ανά τους αιώνες από ανθρώπους σε ανθρώπους είναι εκεί, μέρος του καμβά. Δεν τις τιμούμε, αλλά τις αναγνωρίζουμε –αλίμονο αν δεν τις αναγνωρίζουμε. Γιατί ο καμβάς δεν έχει χαλί για να τις χώσουμε από κάτω. Τι πειράζει αν τα Χριστούγεννα ορίστηκαν για να γιορταστεί ένας θεός στον οποίο δεν πιστεύει μια μεγάλη μερίδα του πλανήτη; Κι ο Παρθενώνας ονομάστηκε προς τιμήν μιας αρχαίας θεάς στην οποία σήμερα κανένας δεν προσεύχεται. Οι λέξεις φέρουν το βάρος της ευθύνης τους, ναι· και της ιστορικής τους ευθύνης. Σβήνοντάς τες σβήνουμε και την ευθύνη της μνήμης μας –που μας ξεχωρίζει από τα τετράποδα.

Υπάρχει και το αναγκαίο. Οι λέξεις κόκαλα δεν έχουν και κόκαλα τσακίζουν. Η προσβολή, η ταπείνωση, η απειλή, η έχθρα, η μισαλλοδοξία, η παρακίνηση στη βία, η πρόσληψη μιας ψευδούς πραγματικότητας, η διαιώνιση βλαπτικών στερεοτύπων, η παραποίηση της Ιστορίας, ο ρατσισμός, ο σεξισμός, και τα άλλα που γνωρίζουμε (κάποιοι απ’ έξω-έξω και πολλοί, πάρα πολλοί στο πετσί τους), πρέπει να περιθωριοποιηθούν. Η δικαιοσύνη, η αξιοπρέπεια, ο σεβασμός, χρειάζονται προστασία. Όπως προστασία επίσης χρειάζεται η απειθαρχία και το θράσος της τέχνης, το θεραπευτικό και λυτρωτικό τσούξιμο του χιούμορ και της σάτιρας. Είτε το λέμε «woke» είτε «ανθρώπινη ευγένεια», η περιχάραξη μεταξύ του επιτρεπτού και του μη-αποδεκτού είναι δύσκολη, ευαίσθητη, συνεχώς αναπροσαρμοζόμενη, και αναγκαία. Όσο αναγκαία και η προσοχή μας στο να ελέγχουμε, ανά πάσα στιγμή, σε ποια μεριά του φράχτη βρίσκεται η ελευθερία του λόγου. Και ο φόβος. Και η ερημιά ενός τοπίου χωρίς αποχρώσεις, που επειδή δεν ποτίζεται αποκτά ρωγμές. Και μέσα από τις ρωγμές, μπορούμε να πέσουμε εμείς οι ίδιοι.

Γιατί υπάρχει και το γέλιο. Πρέπει να υπάρχει. Αλλά ποιος γελάει όταν φοβάται; Και χωρίς γέλιο οι ρωγμές πλαταίνουν. Υπάρχει το γνωστό ανέκδοτο: «Πονάς;» ρωτάνε οι από πάνω τον άνθρωπο (ασχέτως φύλου…) που γκρεμοτσακίστηκε σε βαθιά χαράδρα, κι εκείνος τους απαντά, «Μόνο όταν γελάω».

Υποσημειώσεις[+]

«Φεύγουμε συντριμμένοι, απαρηγόρητοι
για να ξαναφτιάξουμε τη γενιά μας στον ουρανό…»
Κύλιση στην κορυφή