Βαγγέλης Χατζηβασιλείου

Η αστυνομική λογοτεχνία σε πλήρη ανάπτυξη

Σίγουρα βρισκόμαστε εδώ και πολύ καιρό μακριά από οποιαδήποτε υποτίμηση ή υποβάθμιση της αστυνομικής λογοτεχνίας, ελληνικής και ξένης. Η κριτική σπεύδει να υποδεχθεί, να κατατάξει και να εντάξει κάπου, ερμηνευτικά και ειδολογικά, κάθε καινούργιο προϊόν και οι εκδότες φιλοτεχνούν ειδικές σειρές για την αστυνομική λογοτεχνία όχι μόνο προβάλλοντάς τους καθιερωμένους συγγραφείς, αλλά και αναζητώντας επισταμένως πρωτοεμφανιζόμενους. Μέχρι και διεθνή συνέδρια ή διεθνείς λογοτεχνικές συναντήσεις περί αστυνομικής λογοτεχνίας διοργανώνονται τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα. Τι δείχνουν όλα αυτά; Μα, πως επιχειρείται επιτέλους στα καθ’ ημάς μια συστηματική και πολυκριτική προσέγγιση του αστυνομικού είδους (με τις θεματικές των διεθνών συνεδρίων και λογοτεχνικών συναντήσεων να εκκινούν από την Ελλάδα και την Ευρώπη και να φτάσουν μέχρι τη Βόρεια Αφρική και την Τουρκία), αλλά και πως η αστυνομική λογοτεχνία μοιάζει να έχει ξεφύγει οριστικά από τον πάλαι ποτέ στενό κύκλο των αφοσιωμένων υποστηρικτών της, αποδεικνύοντας όχι μόνο ότι αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της διεθνούς λογοτεχνικής παραγωγής, αλλά και ότι έχει την ικανότητα να ανταποκριθεί με ενάργεια στα μείζονα κοινωνικοπολιτικά ζητήματα του 21ου αιώνα.   

Θα χρειαστεί, παρ’ όλα αυτά, να προχωρήσω σε κάποιες θεμελιώδεις διακρίσεις της ελληνικής παραγωγής, που αντιστοιχούν και σε ορισμένες γενικότερες τάσεις. Παρά τις συνεχείς εξελίξεις που γνωρίζει η αστυνομική λογοτεχνία ήδη από το ξεκίνημα του 20ού αιώνα, εξελίξεις τις οποίες οι Έλληνες συγγραφείς θα αρχίσουν να παρακολουθούν εκ του σύνεγγυς από τη δεκαετία του 1980 και εφεξής, η παραδοσιακή ιστορία μυστηρίου δεν παραδίδει τα σκήπτρα και συμπορεύεται τόσο με το νουάρ όσο και με το κοινωνικοπολιτικό αστυνομικό μυθιστόρημα μέχρι τις ημέρες μας. Οι ελληνικές ιστορίες μυστηρίου (γραμμένες, μεταξύ άλλων, από την Αθηνά Κακούρη, τη Μαριλένα Πολιτοπούλου, τον Αύγουστο Κορτώ, τη Νένη Ευθυμιάδη, τον Δημήτρη Καπετανάκη, τον Παναγιώτη Αγαπητό, τον Δημήτρη Μαμαλούκα, τον Τεύκρο Μιχαηλίδη, τον Αργύρη Παυλιώτη, τον Νεοκλή Γαλανόπουλο και την Ντορίνα Παπαλιού), μόνο ανυποψίαστες και άσχετες με τα όσα συμβαίνουν στο εξωτερικό τις τελευταίες δεκαετίες δεν είναι. Συνομιλώντας με έναν μεγάλο αριθμό ειδών, οι εμπνευστές τους καταργούν τα σύνορα σε όλα τα επίπεδα: ιστορίες φαντασμάτων και μαύρη κωμωδία, μαθηματικό μυθιστόρημα, λογοτεχνία του φανταστικού, τρομοκρατικό, αλλά και υπαρξιακό ή ερωτικό θρίλερ, αστρονομικό μυθιστόρημα και μυθιστόρημα των αποκρυφιστικών επιστημών, επιστημονική φαντασία, μελλοντολογία, ιστορικό μυθιστόρημα, ηλεκτρονικό μυθιστόρημα και, τέλος, μυθιστόρημα για εφήβους και εικονογραφημένο μυθιστόρημα. Παρ’ όλα αυτά, ο βαθύτερος πυρήνας της παράδοσης των ιστοριών μυστηρίου δεν αλλάζει. Μπορεί κάποιοι να αποτυπώνουν στη δράση τους ορισμένα σύγχρονα φαινόμενα, όπως η τρομοκρατία, οι εφιαλτικές δυνατότητες των τεχνικών της επιτήρησης, η επιθετικότητα και η μοναξιά στην έρημο της μητρόπολης, η διαφθορά της δικαιοσύνης ή των μεγάλων εταιρειών και η οικονομική κρίση, μπορεί κάποιοι άλλοι να προβάλλουν στην ιστορική τους οθόνη την αυθαιρεσία της κρατικής γραφειοκρατίας και της επιστημονικής εξουσίας ή να ανασκαλεύουν τις ιδεολογικές πολώσεις στη νεότερη Ελλάδα, όλα αυτά, όμως, σχηματίζουν μόνο ένα σκηνικό βάθος ή ένα περίγραμμα. Διότι κατά τα άλλα τα άτομα συνεχίζουν να παθιάζονται, να διεκδικούν, να συγκρούονται και να μισούν ή να αγαπούν, ενόσω η κοινωνία παραμένει εξωτερική τόσο ως προς τις αποφάσεις και τις επιλογές τους όσο και ως προς την τελική τους τύχη, όποια μορφή κι αν λάβει. Η έμφαση της ιστορίας μυστηρίου στο άτομο αποδεικνύεται και δι’ άλλης οδού. Μολονότι ο ντετέκτιβ διερευνά πάντοτε το κοινωνικό περιβάλλον του εγκληματία προκειμένου να οδηγηθεί στη λύση του αινίγματος, όταν έρθει η ώρα να κρίνει την πράξη του, θέτει τον παράνομο προ της αυστηρά ατομικής του ευθύνης, βασισμένος στο ηθικό δίδυμο του «νόμου και της τάξης».

Περνώντας στους αντίποδες της ιστορίας μυστηρίου, και εξετάζοντας τη διαδρομή την οποία διαγράφουν το ελληνικό νουάρ και το κοινωνικοπολιτικό αστυνομικό μυθιστόρημα, με εκπροσώπους τους, ανάμεσα σε άλλους, τον Φώντα Λάδη, τον Φίλιππο Φιλίππου, τον Πέτρο Μάρκαρη, τον Ανδρέα Αποστολίδη, τον Πέτρο Μαρτινίδη, τον Σέργιο Γκάκα, τον Τόλη Νικηφόρου, τον Γιάννη Ράγκο και τον Κυριάκο Μαργαρίτη, εύκολα διαπιστώνουμε την επαφή με διεθνή στάνταρτ, όπως ο ασταθής ή και διασαλευμένος χαρακτήρας του ντετέκτιβ, η σωρεία των φόνων και το μητροπολιτικό περιβάλλον της μυθοπλασίας. Το νουάρ αποκτά την ένταση που γεννά ο συσχετισμός αυτών των γνωρισμάτων με τη βία της οικονομικής ισχύος και του οργανωμένου εγκλήματος, την ώρα που το κοινωνικοπολιτικό αστυνομικό μυθιστόρημα μπαίνει κάτω από τον αστερισμό του πολιτικού μυθιστορήματος. Στο καθαρά μορφολογικό επίπεδο, το κοινωνικοπολιτικό αστυνομικό μυθιστόρημα θα κάνει ό,τι και η ιστορία μυστηρίου: θα απορρυθμίσει τους συμφωνημένους κανόνες του και θα ανοίξει διάλογο με μια μεγάλη ποικιλία λογοτεχνικών ειδών. Και οφείλουμε εδώ να μνημονεύσουμε το παρωδιακό στυλ τύπου Ιγνάσιο Τάιμπο, τον διάλογο με το κυβερνομυθιστόρημα, αλλά και τις επιδράσεις από τη λογοτεχνία των τεκμηρίων.

Το σίγουρο είναι πως το νουάρ και το κοινωνικοπολιτικό αστυνομικό μυθιστόρημα παρακάμπτουν την κοινωνική απομόνωση και τον ατομοκεντρισμό της ιστορίας μυστηρίου, «βγάζοντας τονφόνο από το βενετσιάνικο βάζο του και ρίχνοντάς τον στα σοκάκια», κατά τη διάσημη ρήση του Ρέιμοντ Τσάντλερ. Το άτομο και τα υπεράνω κοινωνίας κίνητρά του υποχωρούν τώρα υπέρ μιας hard boiled πραγματικότητας, που καταστρέφει τον συνεκτικό κόσμο και την ορθολογική βάση του εγώ με πλήθος συνειδησιακές διαταραχές: διαταραχές που επιτείνονται από το ντόμινο των δολοφονιών και προβάλλονται στον αγωνιώδη περίγυρο της μεγαλούπολης. Και μπορεί από το νουάρ και από το κοινωνικοπολιτικό αστυνομικό μυθιστόρημα στην Ελλάδα να απουσιάζουν πανηγυρικά ο Μάης του 1968 και η αριστεροφροσύνη της ευρωπαϊκής αστυνομικής λογοτεχνίας, είναι όμως ενθέρμως παρούσα η κοινωνική κριτική, που δείχνει έτοιμη να θίξει και να ελέγξει τις πιο καυτές καταστάσεις: από το ζήτημα του ρατσισμού, του εθνικισμού και των μεταναστών μέχρι τη γάγγραινα του νεοπλουτισμού, του βρώμικου χρήματος, της ανεργίας και της πολιτικής, της οικονομικής ή της καλλιτεχνικής διαφθοράς.

Κλείνοντας, θέλω να προσθέσω μια κάπως απροσδόκητη παράμετρο. Η αστυνομική λογοτεχνία γνωρίζει τα πολλά τελευταία χρόνια τόση επιτυχία στην Ελλάδα ώστε οι εκδότες να μπορούν να υποστηρίξουν και συλλογικές προσπάθειες, όπως είναι οι τόμοι με ιστορίες εγκλημάτων γραμμένες από διαφορετικούς συγγραφείς: συγγραφείς που εκφράζουν τις πιο διαφορετικές σχολές, ξεκινώντας από την παραδοσιακή ιστορία μυστηρίου και φτάνοντας μέχρι το νουάρ και το γεμάτο απειλές αστικό τοπίο της νύχτας. Δεν είναι όλες οι ιστορίες το ίδιο καλές κι εδώ φαίνονται οι ευκολίες τις οποίες έχει αρχίσει να αναπτύσσει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο η αστυνομική λογοτεχνία. Ο μύθος καταλήγει συχνά προσχηματικός, η δράση παρουσιάζει κάποτε σοβαρά λογικά άλματα, αδιαφορώντας για την αληθοφάνεια, και τα πρόσωπα μοιάζουν πολλές φορές στημένα με προχειρότητα. Κοινός παρονομαστής των αποτυχημένων ιστοριών, ο παραφουσκωμένος συναισθηματισμός και το επίμονα μελοδραματικό στιλ. Θα πρέπει, βεβαίως, να υπολογίσουμε ότι το αστυνομικό διήγημα και αφήγημα ή η αστυνομική νουβέλα δεν βγαίνουν από την καρδιά της αστυνομικής λογοτεχνίας, της οποίας προνομιακό πεδίο παραμένει το μυθιστόρημα, και αποτελούν ένα μάλλον δύστροπο είδος: δύστροπο επειδή ο συγγραφέας θα πρέπει μέσα σ’ έναν λίγο-πολύ προκαθορισμένο αριθμό σελίδων να ξετυλίξει μια πειστική και καλοχτισμένη πλοκή, συνδυάζοντας εκ παραλλήλου έναν μεγάλο όγκο διαφορετικών δεδομένων, που οφείλουν να καταλήξουν πολύ γρήγορα σε μια πυκνή και ολοκληρωμένη σύνθεση. Με βάση αυτούς τους περιορισμούς, δεν είναι λίγοι οι συγγραφείς που καταφέρνουν να ξεχωρίσουν και στο αστυνομικό διήγημα: άλλοτε χάρη στην ψυχολογία των ηρώων τους, άλλοτε βασισμένοι στο σασπένς της μυθοπλασίας τους και άλλοτε συνεπικουρούμενοι από την ευαισθησία της κοινωνικής τους ματιάς. Σε μια τέτοια γραμμή, να αναφέρω τον Ράγκο, τον Φιλίππου, τον Γαλανόπουλο, τον Τεύκρο Μιχαηλίδη και τον Γκάγκα (από τους ήδη προειρημένους), καθώς και τον Κώστα Καλφόπουλο, τον Κώστα Κυριακόπουλο, τον Ανδρέα Μιχαηλίδη, τον Δημήτρη Μπούνια, την Τιτίνα Δανέλλη, την Κυριακή Γεροζήση, τον Γεράσιμο Ρηγάτο, τη Χρύσα Σπυροπούλου και τον Μανώλη Πιμπλή, που δεν έχουν γράψει όλοι και αστυνομικό μυθιστόρημα. Ενημερωμένοι όχι μόνο για το ιστορικό παρελθόν της τέχνης τους στον αγγλοσαξονικό κόσμο, αλλά και για τις σημερινές εξελίξεις της σε ολόκληρη την Ευρώπη, κατορθώνουν να δώσουν ένα εντελώς δικό τους στίγμα μια και οι ιστορίες τους αντανακλούν οδυνηρά φαινόμενα και προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας.

«Πήγαινε να γεράσεις ρυθμικά.
Κάτι σκιές που όλο σου γνέφουν
φώτισέ τις»
Κύλιση στην κορυφή