Σχέδιο: Χρήστος Μαρκίδης

Στρατής Πασχάλης

Δεν γράφω για τους ζωντανούς, γράφω για τα φαντάσματα

Δεν γράφω για τους ζωντανούς, γράφω
για τα φαντάσματα. Γιατί κι η ποίηση μελέτη θανάτου
είναι
κι ολόκληρη η ζωή, κινούμενες εικόνες,
χίμαιρες των πραγμάτων
που τώρα σαν τις στιγμές κυλούν
κι αύριο θα ’ναι αναμνήσεις

Δεν γράφω για τους ζωντανούς, γράφω
για τα φαντάσματα. Γιατί κι η ποίηση προσευχή
στ’ ανύπαρκτο είναι
κι η ζωή, ασύνδετο σκηνικό
που ανάλογα με την παράσταση το συναρμολογείς
σ’ ένα θέατρο ουτοπίας
χωρίς τέλος κι αρχή

Δεν γράφω για τους ζωντανούς, γράφω
για τα φαντάσματα. Γι’ αυτό που σχεδόν δεν υπήρξε –
ή μήπως γι’ αυτό που ίσως υπήρξε;
μια λεπτομέρεια
–δάκρυα βροχής σε ποτήρι
διάττων αστήρ του Αυγούστου–
γιατί κι η ποίηση, κενό στον άνεμο είναι
κι η ζωή, θάνατος αργός
σ’ όνειρα ονείρων

Δεν γράφω για τους ζωντανούς, γράφω
για τα φαντάσματα, για να ξεχάσω πως υπάρχει
η φρίκη, για να ξεχάσω πως όλα είναι παράλογα
όταν περάσουν τα χρόνια και γίνει η μνήμη
αμνήμων ποταμός σπαρμένων συντριμμιών
άναρχες ψευδαισθήσεις,
γιατί ούτε κι εσύ δεν υπήρξες
μόνο η αύρα σου υπήρξε
που τη θυμούνται στο περίπου
όσοι σ’ αγάπησαν βουβά

Δεν γράφω για τους ζωντανούς, γράφω
για τα φαντάσματα. Γιατί κι οι τραγωδίες
κι οι ευτυχίες και τα πάθη
συμβαίνουνε στην ορχήστρα, και μετά
μένουν άδειες κερκίδες θεατών
κι ό,τι απομένει
είναι αυτή η ανάγκη για φυγή
απ’ αυτό το τόσο απόλυτο εδώ
στο απόκοσμο εκεί
που πίσω απ’ τη νοσταλγία σου
ξεχωρίζει ακριβώς σαν τη σκιά
σε πανί φωτισμένης κουρτίνας

Δεν γράφω για τους ζωντανούς, γράφω
για τα φαντάσματα. Γιατί κι οι ζωντανοί έχουνε διαπράξει
μονάχα εγκλήματα σε βάρος άλλων ζωντανών
μένοντας ατιμώρητοι, ενώ της φαντασίας τα πλάσματα
δεν μπορούνε ούτε να διανοηθούν
τις γενοκτονίες, το Άουσβιτς, το Νταχάου.
Αντίθετα, των αγγέλων τη φωτεινή πραότητα
μόνο διανοούνται. Αυτό που οι πρακτικοί και προσγειωμένοι
σιχαίνονται, θηρία γίνονται
και μόνο στο άκουσμα τέτοιων ευαίσθητων αμαρτημάτων

Δεν γράφω για τους ζωντανούς, γράφω
για τα φαντάσματα. Όπως και το δικό σου, ιδέα ξαφνική,
που ήρθε
με τακτική σειρήνας
και με παρέσυρε μια μέρα σε μυστικό κελί
και με φυλάκισε για ώρες μέσα σ’ εφήμερη
αιωνιότητα
και μετά χάθηκε μια κι ήταν τ’ άσαρκο πέρασμά σου
αφού εσύ ποτέ δεν υπήρξες αληθινά
παρά σαν σκέψη πεπερασμένη
που ήτανε μοιραίο να σκίσει την καρδιά μου
κι ύστερα να χαθεί

όπως όλα που χάνονται και μένουν για πάντα
βαθιά μες στην απώλεια
είδωλα ζωής που πιστεύουμε πως τη ζούμε
ενώ στ’ αλήθεια δεν υπάρχει
υπάρχει μόνο αυτό εδώ το γραπτό
δείγμα φθαρτό ζωής αναστημένης.

«Κάποτε θα ξανάρθω δε θα νιώθω
πως είμαι παρείσακτος
και κατάσαρκα θα φορώ σχισμένα σύννεφα»
Κύλιση στην κορυφή