Η δεκαετία του 1990 ήταν μια εποχή αισιοδοξίας για την ανθρωπότητα. Ο Ψυχρός Πόλεμος είχε τελειώσει με τον θρίαμβο της φιλελεύθερης δημοκρατίας, τα ανελεύθερα καθεστώτα του υπαρκτού σοσιαλισμού είχαν καταρρεύσει, οι άνεμοι της χαρούμενης παγκοσμιοποίησης έπνεαν ούριοι και το «παγκόσμιο χωριό» γινόταν η μετωνυμία μιας οικουμενικής κοινότητας όπου όλα είναι δυνατά. Το 1995 ο Ντέιβιντ Φίντσερ γυρίζει το Seven, ένα από τα πιο επιδραστικά και συναρπαστικά αστυνομικά θρίλερ. Σε μια γκρίζα βροχερή μητρόπολη, βυθισμένη στην αδιαφορία και τη διαφθορά, ένας κατά συρροή δολοφόνος που πιστεύει πως εκτελεί θεϊκή αποστολή διαπράττει μια σειρά φόνους που καθένας τους παραπέμπει σε ένα από τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα. Οι ντετέκτιβ που τον καταδιώκουν, ο απαισιόδοξος ορθολογιστής Ουίλλιαμ Σόμερσετ (Μόργκαν Φρίμαν) και ο παρορμητικός νεαρός Ντέιβιντ Μιλς (Μπραντ Πιτ), γίνονται τελικά μέρος του σχεδίου του. Στο μέσον μιας δεκαετίας αυξημένων προσδοκιών, ο Φίντσερ κινηματογραφεί τη σκοτεινή όψη ενός λαμπερού κόσμου.
Ανάμεσα στα επτά αμαρτήματα, το πιο πρωταρχικό, το πιο δαιμονικό, θεωρείται το αμάρτημα της αλαζονείας –ή αλλιώς: της υπερηφάνειας, της υπεροψίας, της ύβρεως. Στο Seven το αμάρτημα εικονογραφείται με τον φόνο μιας καλλονής, η οποία εντοπίζεται από τους αστυνομικούς γυμνή στο κρεβάτι της (πάνω από το οποίο βρίσκεται το μεγάλων διαστάσεων πορτραίτο της), με κομμένη τη μύτη και ένα μπουκάλι ηρεμιστικά κολλημένο στο ένα της χέρι και ένα τηλέφωνο στο άλλο· το θύμα προτίμησε να πεθάνει παρά να καλέσει βοήθεια, μη μπορώντας να αντέξει την παραμόρφωση της εικόνας της. Αν ο Φίντσερ διάλεξε αυτόν τον τρόπο για να θαμπώσει το λούστρο των 90s, σαφής αναφορά στην εποχή της βασιλείας των super models, πώς θα εικονογραφούσαμε σήμερα την αλαζονεία και την ύβρι, σε μια εποχή γενικευμένης ματαίωσης και διαψεύσεων;
Ενδεχομένως δεν υπάρχει καλύτερη πρώτη ύλη από τα καμώματα των super-rich, των νέων πρωτοπόρων του ύστερου καπιταλισμού. Στην πιο κωμική εκδοχή, θα ήταν ο περίφημος αγώνας πάλης σε κλουβί που υποτίθεται ότι οργανώνεται, κυρίως μέσα από την ανταλλαγή tweets προσώρας, ανάμεσα στον Έλον Μασκ και τον Μαρκ Ζούκερμπεργκ. Κάπως λιγότερο γκροτέσκα είναι τα διαστημικά τους εγχειρήματα. Μέχρι πρότινος, γνωρίζαμε το διάστημα ως πεδίο γεωπολιτικού ανταγωνισμού αλλά και διεθνούς συνεργασίας. Είχε κάτι το οικουμενικό, αφού θεωρητικά τουλάχιστον ανήκει σε όλους· ως ανθρώπινο είδος, άλλωστε, στείλαμε τη «χρυσή πλάκα» του Pioneer προς αναζήτηση επαφής με εξωγήινους πολιτισμούς. Εκεί που άλλοτε κονταροχτυπιούνταν οι Αμερικάνοι με τους Σοβιετικούς, τώρα διαγκωνίζονται o Τζεφ Μπέζος, o Έλον Μασκ και ο Ρίτσαρντ Μπράνσον ποιος θα στείλει πιο μακριά τον ιδιωτικό του πύραυλο.
Αυτό το καινούργιο παιχνιδάκι των super-rich δεν είναι όμως χαριτωμένο. Δεν είναι μόνο ότι κάνουν το εξωφρενικό κομμάτι τους χάρη στον αμύθητο πλούτο που συσσώρευσαν, σε εποχές ακραίων ανισοτήτων, πληρώνοντας μηδενικούς φόρους, άρα σε βάρος των πολλών (όπως το έθεσε ο Μπέρνι Σάντερς, «ο Τζεφ Μπέζος έκανε ταξίδι στο διάστημα, και μπράβο του, αλλά έρευνες δείχνουν ότι οι Αμερικανοί θα ήθελαν να πληρώσει το μέρος των φόρων που του αναλογούν στη Γη»). Πολύ περισσότερο, είναι το αλαζονικό σύμβολο μιας μετάλλαξης του ύστερου καπιταλισμού. Την ίδια στιγμή που διαψεύδεται πανηγυρικά η υπόθεση της αυτόματης διάχυσης του πλούτου, που αποτέλεσε τη νομιμοποιητική βάση ενός μοντέλου που αποδέχεται τη μεγαλύτερη ανισότητα υποσχόμενο ένα μικρό μερίδιο σε όλους, επιστρέφουμε σε έναν παλαιότερο καπιταλισμό όπου δέσποζε η προμηθεϊκή φιγούρα του αυτοδημιούργητου παντοδύναμου επιχειρηματία, που δεν γνωρίζει κανένα όριο και καμία δέσμευση, ούτε καν πια από τη δύναμη της βαρύτητας –ο Μπέζος, o Μασκ, ο Μπράνσον είναι φιγούρες βγαλμένες κατευθείαν από το Atlas Shrugged της Ayn Rand. Λιγότερο συμβολικά, πρόκειται για την επέκταση του πεδίου της κερδοφορίας πέρα από τη γήινη σφαίρα. Οι τρεις πιονιέροι κάνουν τα πρώτα βήματα για τη μετατροπή του διαστήματος σε εμπόρευμα· είναι ο σύγχρονος «πόλεμος (για την ιδιωτικοποίηση) των άστρων» – όσο για τις φροϋδικές συνδηλώσεις του πυραύλου του Bezos, που μοιάζει σαν ένα γιγάντιο λευκό φαλλικό σύμβολο που ορθώνεται στο διάστημα, ποτέ δεν ξοδεύτηκε τόσος ιδιοποιημένος συλλογικός πλούτος, τόση συλλογική διάνοια, για ένα τόσο προφανές lapsus.
Ωστόσο, αυτές οι επικαιροποιημένες φιγούρες του «εντερπρενέρ» που κρατάει στους ώμους του τον κόσμο λατρεύονται την ίδια στιγμή που αμφισβητούνται ακριβώς στη χώρα που τις ανα-γέννησε. Όχι τυχαία, ορισμένες από τις αριστουργηματικές αμερικάνικες σειρές των τελευταίων χρόνων εστιάζονται στην αλαζονεία των super rich, προκαλώντας έντεχνα την αδυναμία του (πληβείου) θεατή να ταυτιστεί με τους ήρωες μιας αυτοτροφοδοτούμενης τάξης παρασίτων.[1] Όποιος έχει δει το White lotus, με φόντο τις διακοπές των υπερπλούσιων στο Μάουι και στην απέραντη ομορφιά της Σικελίας, ή το σαιξπηρικό Succession, ξέρει περί τίνος πρόκειται. Πολύ μακριά από κομψές παρουσιάσεις μιας εν τέλει «ανθρώπινης» ταξικής συμφιλίωσης και συνύπαρξης, όπως πριν μια δεκαετία στο βρετανικό Downton Abbey, όπου αριστοκράτες και υπηρετικό προσωπικό σε τελευταία ανάλυση μοιράζονται κοινά πάθη και ζωές, η ειρωνική αποτύπωση του ψυχισμού μιας τάξης πέρα από τα κοινά μεγέθη μεγεθύνει με τον φακό της τέχνης την αλαζονεία της προμηθεϊκής φιγούρας στις σημερινές της εκδοχές.
Γιατί όμως έχουν απήχηση πολιτισμικά προϊόντα μαζικής απεύθυνσης που ασκούν τέτοια βιτριολική κριτική; Επειδή υπάρχει η σχετική «ζήτηση». Ξέρουμε καλά, δέκα και πλέον χρόνια μετά τη μεγαλύτερη κρίση της εποχής μας, ότι οι σημερινές δυτικές κοινωνίες μας είναι κοινωνίες πολύ μεγαλύτερων ανισοτήτων απ’ ό,τι πριν μισό αιώνα. Και η Αμερική, το μεγαλύτερο πολιτικό εργαστήρι του καιρού μας, είναι ο τόπος όπου αυτή η υπόθεση αποκτά πρωτόγνωρες διαστάσεις –στη χώρα που τον 19ο αιώνα εντυπωσίαζε τον Γάλλο ευγενή Αλεξίς ντε Τοκβίλ με τον εξισωτισμό της, όπως τον περιέγραφε στη Δημοκρατία στην Αμερική που εκδόθηκε το 1835, τότε που το νεαρό έθνος με τις ανεξάντλητες πηγές, εκτάσεις και ορίζοντες, είχε έναν λελογισμένο κοινωνικό πλούτο σε αντιδιαστολή με την ευρωπαϊκή αριστοκρατία.
Μια σειρά οικονομολόγοι το έχουν τεκμηριώσει εξαντλητικά: η γαλλική αρμάδα των Τομά Πικετύ, Εμανουέλ Σαέζ, Γκαμπριέλ Ζουκμάν, που μετακόμισε στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, αλλά και ο μεγαλωμένος στη Γιουγκοσλαβία Μπράνκο Μιλανόβιτς, ο οποίος στο Capitalism, Alone: The Future of the System That Rules the World (Harvard University Press, 2019) έδειξε, χρησιμοποιώντας μια γιγάντια βάση δεδομένων ατομικών εισοδημάτων της Παγκόσμιας Τράπεζας, ότι τα οφέλη της χαρούμενης παγκοσμιοποίησης των 90s καρπώθηκαν ως επί το πλείστον οι πλούσιοι κληρονόμοι χάρη στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές των trickle-down economics και των φοροαπαλλαγών στις μεγάλες περιουσίες –με μεγάλο χαμένο την εργαζόμενη μεσαία τάξη, παρά τους ύμνους που κατά καιρούς τής αφιερώνονται.[2]
Ο Μιλανόβιτς αναδεικνύει και μια άλλη όψη του καπιταλισμού της αριστοκρατικής κληρονομιάς, αυτό που ονομάζει «φιλελεύθερο αξιοκρατικό» (liberal meritocratic) πρόσωπο της Δύσης. Την ιδεολογία της αξιοκρατίας που επικυρώνει την αναπαραγωγή και παρόξυνση των ανισοτήτων. Οι πλούσιοι αποταμιεύουν περισσότερα από τους φτωχούς, απολαμβάνουν μεγαλύτερο μερίδιο του κεφαλαίου και του πλούτου. Η απόδοση του (κληρονομημένου) κεφαλαίου τείνει να είναι μεγαλύτερη από την απόδοση της εργασίας και την αύξηση των μισθών, κι έτσι οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι. Ταυτόχρονα, έχουν καλύτερη εκπαίδευση, μεγαλύτερο πολιτισμικό και μορφωτικό κεφάλαιο, καλύτερες διασυνδέσεις, περισσότερη ασφάλεια. Παντρεύονται άλλους πλούσιους, κληροδοτούν τον πλούτο στα παιδιά τους, η παρασιτική τάξη αναπαράγεται διευρύνοντας το υλικό και συμβολικό της φορτίο.
Έτσι αποκτούν την πολυτέλεια να περηφανεύονται για την «αξιοκρατική» αναρρίχησή τους στις υψηλότερες κοινωνικές βαθμίδες –λες και έλειψαν ποτέ από εκεί. Η «αξιοκρατία» γίνεται ιδεολογία που από τη μία δικαιολογεί τον πλούτο, από την άλλη γεμίζει ενοχές όσους μένουν πίσω. Το σημειώνει έξοχα ο Μάιλ Σαντέλ στο βιβλίο του Η τυραννία της αξίας (Πόλις, 2022): «Η αξιοκρατική αλαζονεία αντανακλά την τάση των νικητών να δίνουν υπερβολική σημασία στην επιτυχία τους, ξεχνώντας πόσο τους βοήθησαν στη διαδρομή η τύχη και οι ευνοϊκές συνθήκες. Εκείνοι που βρίσκονται στην κορυφή έχουν την αυτάρεσκη πεποίθηση ότι αξίζουν την τύχη τους, όπως την αξίζουν κι εκείνοι που βρίσκονται στον πάτο». Αυτή η προσβολή γεννά όλο και οξύτερες κοινωνικές δυσφορίες, που μπορεί να διοχετεύονται στον τραμπισμό, μπορεί όμως και σε περισσότερο χειραφετητικά πολιτικά προγράμματα.
Υπό αυτή την έννοια, αν ο Φίντσερ το 1995 αναδείκνυε τη σκοτεινή όψη της χαρούμενης παγκοσμιοποίησης, σήμερα, στην εποχή των μειωμένων προσδοκιών και της perma-crisis (διηνεκούς κρίσης), πολιτισμικά προϊόντα όπως οι εν λόγω τηλεοπτικές σειρές δεν πρέπει ίσως να διαβαστούν ως δείγμα φθόνου για τον ατομικό πλουτισμό αλλά σαν κάτι πιο βαθύ: ως ένδειξη ότι αναδύεται στις τάξεις των «πλεμπαίων» μια γενικευμένη ειρωνική στάση, μαζί με ένα βαθύ, ειλικρινές μίσος για την υπεροπτική κυριαρχία των υπερπλούσιων που παραμυθιάζονται και οι ίδιοι πως αξίζουν την επιτυχία τους.
Αν συμφωνήσουμε ότι καλή κοινωνία είναι αυτή που δίνει ίσες ευκαιρίες στα μέλη της ώστε να ξεκινούν από την ίδια ή έστω σχεδόν την ίδια αφετηρία, τότε η παρόξυνση αυτής της super-rich αλαζονείας κάνει όλο και λιγότερο παράλογο να συμφωνήσουμε (εντάξει, όχι όλοι) ότι ένα εργαλείο για να το πετύχουμε θα ήταν ένας ριζοσπαστικός φόρος στην κληρονομιά. Κάνει αυτή την ιδέα να φαίνεται όλο και περισσότερο μια μετριοπαθής πρόταση από τη σκοπιά του φιλελευθερισμού, αν τουλάχιστον δίνουμε αξία στην αξία και την προσπάθεια του ατόμου μέσα σε ένα ευρύτερο κοινωνικό σύνολο (μία από τις ορίζουσες των δυτικών κοινωνιών εδώ και αιώνες), και αν δεν είμαστε πια πρόθυμοι να αποδεχόμαστε ότι κάποιοι (το 1% εδώ δεν είναι σχήμα λόγου ούτε λαϊκιστικό εφεύρημα) θα ξεκινούν από την κορυφή του Εμπάιαρ Στέιτ Μπίλντινγκ και άλλοι από το τρίτο υπόγειο. Εκτός των άλλων, επειδή το αντίδοτο στο θανάσιμο αμάρτημα της αλαζονείας είναι η ταπεινότητα.
[1] Βλ. και Σωτήρης Παρασχάς, «Succession: Ο βασιλιάς Λόγκαν κι εμείς, οι πληβείοι», Βλάβη, αρ. 2, καλοκαίρι 2023.
[2] Βλ. σχετικά το άρθρο του βραβευμένου με Πούλιτζερ Liaquat Ahamed, «The Rich Can’t Get Richer Forever, Can They?», New Yorker, 26.8.2019.

