Ζωγραφική: Λήδα Κοντογιαννοπούλου

Ηλίας Λ. Παπαμόσχος

Η νυχτερίδα

Μόλις σκοτείνιασε άρχισαν να βγαίνουν απ’ την καλαμοσκεπή οι νυχτερίδες και να γράφουν τις τρελές, με τις ξαφνικές αλλαγές πορείας, πτήσεις τους στο σύθαμπο. Όταν ήμασταν παιδιά σηκώναμε με δέος το κεφάλι σαν νύχτωνε και τις κοιτούσαμε να πετούν λίγα μέτρα πάνω μας, κι όλο ανατριχιάζαμε στην ιδέα ότι θα μας αγγίξουνε –τις λέγαμε: γάντια της νύχτας. Ήταν εκείνες ο λόγος που φοβόμουν να μπω στις σπηλιές. Ακούγαμε πως είναι τυφλές, εξού κι ο τρόμος πως θα μας αγγίξουν. Θα πρέπει να είναι τρυφερές, ειδικά οι μικρές, μ’ εκείνο το χνούδι που ντύνει το κατραμένιο πετσί τους. Κάποτε σκότωσα μία, όμως δεν την άγγιξα. Ήταν μωρό. Καθόμουνα στο μαγαζί, ήταν πρωί, είχανε μείνει τραβηγμένα τα στόρια της βιτρίνας, πήγα να τα κλείσω και την είδα πάνω στα σανίδια, κουκουλωμένη με τα χειρόπτερά της, σαν παιδί που φοβάται το φως, έμοιαζε μ’ ένα κομμάτι ύφασμα, μαύρο βελούδο. Πήγα βρήκα ένα χαρτόνι και τη σκούντηξα, σάλεψε και τρόμαξα. Δεν ξέρω τι μ’ έπιασε και σήκωσα ένα τραπεζάκι και με το πόδι του ξεκίνησα να την κοπανάω. Άρχισε να τσιρίζει, σαν μωρό πονεμένο, ώσπου να την αποτελειώσω. Τη μάζεψα με το χαρτόνι και την πέταξα στον δρόμο. Πώς μπήκε στο μαγαζί; Το απόβραδο που άνοιξα την πόρτα ν’ αερίσω, μάλλον. Και το πρωί, που άνοιξα, γιατί δεν πέταξε να φύγει; Μήπως δεν μπορούσε; Μικρές όταν είναι, μέχρι να πετάξουν και μόνες τους να τραφούν, τις κουβαλούνε οι μάνες τους στη ράχη. Ίσως η μάνα της μπερδεύτηκε και μπήκε στο μαγαζί και της έπεσε το μικρό απ’ τη ράχη. Το μεσημέρι ανέβηκα στο σπίτι για να φάω κι όταν βγήκα στο μπαλκόνι να καπνίσω, κοίταξα κατά το σημείο που την έριξα – ήταν ο δρόμος όλο σταξιές από τα λάδια των αυτοκινήτων, κηλίδες από ψόφια έντομα, βρωμιές. Η δική της η κηλίδα ήταν πιο σκούρα, μπάλωμα στην άσφαλτο. Το βράδυ, που βγήκα πάλι στο μπαλκόνι, είδα που κείνο το μπάλωμα, με τα πατήματα των τροχών, είχε γίνει ένα με την άσφαλτο. Μια κίνηση τράβηξε το βλέμμα μου και σηκώνοντας το κεφάλι είδα μια νυχτερίδα να πετά κοντά στη λάμπα του δρόμου. Η μάνα…, σκέφτηκα, ήρθε να την πάρει. Πήρε να κατεβαίνει, ζητώντας ίσως να μπει στο μαγαζί. Να μην το ’χε νιώσει; Ίσως κραυγές αγωνίας, ηχώ αλλοιωμένη πίσω θα της έστελνε εκείνη η μαύρη κηλίδα, του κάτω κόσμου τσιρίδα, αχνή. Κατέβαινε, όλο κατέβαινε, ίσως για να πάρει στη ράχη της όλη τη γη.

«το να θέλει να είναι κανείς άνθρωπος σημαίνει
να επιδιώκει συνέχεια τη συναναστροφή
μιας αξίας που του είναι ξένη»
Κύλιση στην κορυφή