Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΤΟΝ ΠΗΡΕ Ο ΑΕΡΑΣ
Kάνει κρύο έξω.
Σε λίγο θα περάσει να την πάρει ο εραστής ο Αμίλκας ο πολιορκητής με το ανοιχτό του άρμα, κοιτάζει τι της έχει απομείνει από τα ενδύματα που δε φορούσε στους Δελφούς χορεύοντας αρχαίους πανικούς, να βάλω κάτι υγρό σκέφτεται, πώς να ξορκίσω τον Σηκουάνα αλλιώς, να βάλω κάτι αέρινο να καβαλήσω τ’ όνειρο, όχι δεν είναι χίμαιρα σκέφτεται, δεν είναι χίμαιρα η ζωή, εκεί πηγαίνω ολόφωτη αλαφροΐσκιωτη, τα γυμνά της βήματα την οδηγούν, ενώ περνάει η ώρα πρέπει να βιαστεί, δεν περιμένει ο εραστής, σελήνη ο εραστής δεν περιμένει, στέκει μπροστά στο προαιώνιο δίλημμα, περνάει η ζωή και πρέπει να βιαστεί, ο νους της τρέχει σαν τροχός ακτινωτός που από μακριά φαίνεται ακίνητος, τι να φορέσει που να μην την πιάσουν οι οιωνοί, με τι να τυλιχτεί και να ʼναι ελεύθερη, με υφαντό πυκνό σαν βεβαιότητα ή με φουλάρι γύρω απ’ τον λαιμό να ξέρει να μιλάει με τον αέρα στα μεταξωτά;
Διαλέγει το φουλάρι.
❧
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΚΑΤΕΒΗΚΕ
Χόρτασε χρόνια εκεί πάνω.
Και πληρωθέντος του καιρού, κακού καιρού, με βάσανα, με κόπους και βροχές, έφτιαξε τα μπαγκάζια του με ό,τι χρήσιμο του ’χε απομείνει απ’ την πολλή ζωή, φορτώθηκε την ηλικία του και πήρε τον κατήφορο. Πέρασε αμπέλια και χωράφια και ισάδες που ’χε παίξει ανύποπτος, πέρασε ζωντανά που ’χε βοσκήσει τους προγόνους τους, πέρασε τις γυναίκες που άδικα τον είχαν αγαπήσει, κι ύστερα έφτασε στον κάτω δρόμο, τον μαύρο, και στράφηκε κι ανέβασε το βλέμμα πίσω και είδε.
Τόσο βουνό, σκέφτηκε ο νους του, πώς το σήκωσα;
❧
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΣΕΥΧΗΘΗΚΕ
Μπήκε στη Φανερωμένη, κι όπως σε κάθε άδεια εκκλησία να μπεις, αμέσως πνίγηκε στη βουή της θολωτής σιωπής. Προχώρησε, ακούγοντας όσο ποτέ πιο δυνατά τα βήματά της, έφτασε στο Ιερό, γονάτισε. Τότε ακούστηκε μια άλλη πόρτα που άνοιγε, πίσω της, ένας κρότος σαν κλαγγή. Στράφηκε: μια μαυροφορεμένη μεσήλικη είχε ακουμπήσει έναν κουβά στο πάτωμα κι ετοιμαζόταν να γονατίσει κι αυτή, όταν ένας πόνος την ανάγκασε ν’ αφήσει το σφουγγαρόπανο που έπεσε στο νερό, να τεντωθεί, να κοιτάξει ψηλά με κλειστά τα μάτια και να πιάσει τη μέση της. Ύστερα, μάλλον ανακουφισμένη από το τέντωμα, αλλά ίσως και με μιαν αποφασιστικότητα που περιφρονούσε την περίεργη διάρκεια της σουβλιάς, γονάτισε κι έπιασε να σφουγγαρίζει το χώρο της εισόδου, μουρμουρίζοντας.
Η άλλη γυναίκα αφοσιώθηκε ξανά στον λόγο για τον οποίο είχε έρθει στο ναό, ένωσε τα χέρια στο σχήμα της προσευχής και έπιασε κι αυτή να μουρμουρίζει. Μετά από λίγο, όταν η παγερή σιωπή είχε τραυματιστεί σοβαρά απ’ τα μουρμουρητά και το σούρσιμο του σφουγγαρόπανου στο μάρμαρο, η γυναίκα σηκώθηκε, σταυροκοπήθηκε και, δίνοντας το τελειωτικό χτύπημα στην ησυχία, επανέλαβε, λίγο πιο δυνατά: «Μάνα είσαι κι εσύ, κάνε το θαύμα σου».
«Να τελειώσω πρώτα εδώ, κακομοίρα μου» ακούστηκε από πίσω η Παναγία.
❧
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΕΧΑΣΕ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥ
Όταν κατάλαβε πως είχε χάσει τον εαυτό του, δεν ήξερε τι να κάνει. Βγήκε στους δρόμους να τον ψάξει, αλλά τίποτα δεν του ήταν πια γνώριμο. Γείτονες, σπίτια, δρόμους, πεζοδρόμια –όλα τα γνώριζε ο άλλος. Κάποιος θα του τον είχε κλέψει όταν κοιμόταν τον ανύποπτο ύπνο, κάποιος απ’ αυτούς που τώρα τον κοίταζαν με μια λεπτή περαστική ειρωνεία. Στο Τμήμα τον ρώτησαν πότε τον είχε δει τελευταία φορά, κι όταν τους αποκρίθηκε είπε κάποιος: «Μην έχετε πολλή εμπιστοσύνη στους καθρέφτες, κοιτάξτε πάλι». Ξανά στον δρόμο, μια φευγαλέα αντανάκλαση σε μια βιτρίνα (δεν ήταν), μια ράχη που κατέβαινε τις σκάλες του μετρό (μπορεί), ένα διερχόμενο σκυφτό προφίλ πίσω από τζάμι λεωφορείου διαβάζοντας (ναι, αλλά τι και πώς).
Πίσω στο σπίτι, βρήκε μήνυμα στον σταθερό τηλεφωνητή: «Φεύγω, σ’ αφήνω, μόνο έτσι θα δεις λίγο παραπέρα από σένα, μόνο έτσι θα πάψεις να σκάβεσαι, μόνο έτσι θα γράψεις για τους άλλους».