Ήμουνα μόνος μου σου λέω. Ήμουνα μόνος. Στο αμάξι μου. Είχα κουραστική μέρα ξέρεις. Έτρεχα απ’ το πρωί. Απ’ το πρωί βέβαια όπως κάθε μέρα. Αλλά σήμερα ήταν αλλιώς. Ξέρεις. Έληγαν οι επιταγές. Οι επιταγές λέω σήμερα. Και έπρεπε να τις μαζέψω. Και μετά έπεσα σε μποτιλιάρισμα. Δεν θα τελείωνε ποτέ και όλα ήταν ακίνητα. Και η γη ακόμα. Μόνο ο ήλιος έπεφτε. Ναι. Ο ήλιος μόνο. Μίκραινε την απόστασή του απ’ το βουνό. Μίκραινε την Παρασκευή μου. Πιο κάτω, μετά τη γέφυρα, ήμουνα μάγκας. Μπήκα από κάτι στενά. Πρέπει βέβαια να ξέρεις τα στενά. Και να μην είναι Πέμπτη, που έχει λαϊκή. Να μην είναι Πέμπτη οπωσδήποτε. Αλλιώς κερδίζεις. Κερδίζεις λίγη Παρασκευή. Στον κεντρικό πάλι κόλλησα. Τρία φορτηγά φυσούσαν μαύρο καπνό. Πάνω μου. Ο ταξιτζής δίπλα μου κατέβασε το παράθυρο, τι καίει ο πούστης, κάρβουνο; Είχε δίκιο, δεν του μίλησα όμως. Μου τη σπάνε οι ταρίφες. Ναι, μου τη σπάνε. Στο συγκεκριμένο είχε βέβαια δίκιο. Κι έτσι ξανανέβασε το παράθυρο, κι είχε τώρα τον μαύρο καπνό μέσα στο ταξί. Κι ήμασταν όλοι σταματημένοι. Ακινητοποιημένοι λέω. Κι ο ήλιος μόνο βέβαια έδυε. Κόκκινος και συγκινητικός. Έδυε ωστόσο την Παρασκευή μου. Στο φανάρι έστριψα, ανάγκασα ένα Φίατ να κόψει την πορεία του. Να την κόψει παρακαλώ. Ο οδηγός του ήξερε πολλές βρισιές. Μπήκα στον παράδρομο και μετά έκανα δεξιά, δεξιά κι ύστερα πάλι δεξιά και στο τέρμα αριστερά. Γιατί είχα πυξίδα στο κεφάλι. Ναι. Πυξίδα είχα, δορυφόρο και εξάντα. Και πήγαινα. Επέλαυνα προς τις οκτώ και μισή. Προς το σπίτι μου. Επέλαυνα προς εσένα. Προς εσένα στο σπίτι μου, στις οκτώ και μισή. Όπως κάθε Παρασκευή. Όπως κάθε Παρασκευή βέβαια. Σήμερα θα ερχόσουν, ήμουν σίγουρος. Αρκεί να προλάβαινα. Αρκεί να ερχόμουν κι εγώ δηλαδή. Αλλά τέλος πάντων είχα βάλει νεκρά και περίμενα έναν να παρκάρει. Σήμερα. Να παρκάρει σήμερα λέω γιατί έχουμε και δουλειές. Έχει ένα μπλε Σιτροέν και προσπαθεί να το βάλει ανάμεσα σε έναν κάδο και ένα λευκό Πόλο. Και δυσκολεύεται. Ζορίζεται πραγματικά. Κάτι παππούδες απ’ το καφενείο απέναντι τον παρακολουθούν και περιμένουν να τρακάρει. Ζουν γι’ αυτή τη στιγμή. Όμως τώρα βγαίνει η συνοδηγός να του κάνει κουμάντο και θα σωθούμε. Έτσι πιστεύω τουλάχιστον. Τίποτα όμως. Βγαίνουν κι άλλοι από τα πίσω καθίσματα. Πόσοι είναι; Ξεχύνονται από τα πίσω καθίσματα και του κάνουν κουμάντο, εν χορώ. Εκείνος έχει κολλήσει. Θα βάλει τα κλάματα. Οι παππούδες περιμένουν. Έχουν υπομονή. Τα μάτια τους είναι πολύ βαθιά και κίτρινη σκουριά διατρέχει τις ρυτίδες τους. Τώρα βγαίνει ένας ψιλικατζής από απέναντι. Ηρέμησε, αγόρι μου, του κάνει. Δεν είναι τίποτα. Του δίνει οδηγίες, όλο δεξιά. Κόφ’ το όλο σου λέω. Όπα θα βρεις. Τον βγάζει άρον άρον απ’ το Σιτροέν και το παρκάρει αυτός. Ορίστε, απλό είναι. Το αγόρι τον ευχαριστεί. Από μέσα του θέλει να καταργηθούν τα αυτοκίνητα, η οδήγηση, ο τροχός, η κίνηση των υλικών σωμάτων. Οι φίλοι του τον παρηγορούν και φεύγει όλη η παρέα. Η κινητή μονάδα παρκαρίσματος φεύγει. Φεύγουμε κι εμείς. Τέλος πάντων φεύγουμε. Φεύγουμε. Είμαστε και πάλι μάγκες. Πρόσω ολοταχώς. Στον παράδρομο άφησα για λίγο το αμάξι έξω από το φαστφουντάδικο. Για να πάρω κάτι για το σπίτι. Είχα δύσκολη μέρα σήμερα. Κουραστική. Και πάνω που κάνω να φύγω το κωλάμαξο δεν ξεκινάει. Μπαταρία. Σε μια ώρα μου είπαν θα έρχονταν. Όμως εγώ βιαζόμουν. Περίμενα εσένα. Περίμενα εσένα στις οκτώ και μισή. Στις οκτώ και μισή λέω. Το παράτησα εκεί, με άδεια μπαταρία, και πήρα το λεωφορείο. Είχα καιρό να μπω. Μέσα βρόμαγε πολύ και, Θεός φυλάξοι, ήμασταν πάρα πολλοί. Κι ένας νεαρός είχε σκύψει και μύριζε τα μαλλιά της μπροστινής του. Πόσο ανάρμοστο, αλλά εκείνη δεν είχε καταλάβει τίποτα. Αν καταλάβαινε, θα έβαζε ίσως τα κλάματα. Ίσως πάλι όχι. Ίσως να τα έβαζα εγώ. Που το ένα χέρι μου πιασμένο απ’ τη χειρολαβή κρατούσε το λεωφορείο στη γη, και πιο δίπλα ο άλλος νεαρός, χωρίς μαλλιά. Χωρίς φρύδια. Χημειοθεραπεία. Απαγορεύεται να τον κοιτάξεις. Ποιος είναι, πότε του συνέβη, πώς ήταν πριν, ποιος είναι ο επόμενος. Μην τον κοιτάς. Σε έχει δει ήδη μια φορά. Μην κολλάς. Δεν είναι αξιοθέατο. Τόπος μνήμης και μαρτυρίου. Όχι. Κοίτα καλύτερα τον άλλον που μυρίζει τα μαλλιά της μπροστινής του. Και δεν θα φτάσουμε ποτέ. Είναι οριστικό. Και είναι πάλι οκτώ και μισή. Πάλι δεν θα σε προλάβω. Πάλι δεν θα έρθεις και πάλι θα περιμένω. Ο άλλος χωρίς τα μαλλιά κατεβαίνει. Τον κοιτάω πάλι. Καρφώνομαι. Δεν αντέχω. Με κοιτάει κι αυτός. Δεν άντεξες μου λέει. Με τα μάτια. Όχι, δεν άντεξα. Και κατέβηκα από το λεωφορείο, θα πάω με τα πόδια, είπα. Και περπάτησα καμιά ώρα και μπήκα σπίτι. Και ήταν δέκα παρά. Και δεν ήρθες, ήμουνα μόνος μου. Ήμουνα μόνος μου σου λέω. Ίσως την επόμενη Παρασκευή. Τότε μπορεί να έρθεις. Μπορεί να έρθεις, να έρθεις να τα πούμε. Και να σταματήσω να σου μιλάω.
«το να θέλει να είναι κανείς άνθρωπος σημαίνει
να επιδιώκει συνέχεια τη συναναστροφή
μιας αξίας που του είναι ξένη»
να επιδιώκει συνέχεια τη συναναστροφή
μιας αξίας που του είναι ξένη»