Τον Γιο της Ελλάδας εγώ τον ξέρω. Τον γνώρισα πέρσι το καλοκαίρι στην Αντίπαρο. Κολυμπούσα γυμνή κι αυτός στα ρηχά για χταπόδια. Μου έκανε λιώμα το κεφάλι με το ψαροντούφεκο. Βγήκε να με γαμήσει και δεν ήθελα. Παλέψαμε. Σκόρπισε το κρανίο μου στα βράχια σα μύδι. Τσόφλι, μόρια μαλακά όλα ένα. Κατακόκκινα στον ήλιο μαύρα κατά το σούρουπο. Δεν βγήκε τέρας μυθικό στον αφρό να τον τιμωρήσει. Θεότητα θαλασσινή να πάρει το αίμα μου πίσω. Ακόμα στα δικαστήρια οι δικοί μου.
Τον Γιο της Ελλάδας εγώ τον ξέρω. Μ’ έπαιρνε κατόπι στο στρατό. Είχε καταλάβει πως είμαι πούστης. Ερχόταν από πίσω. Έπιανε τον πούτσο του τάχα τυχαία. Ζύγιαζε τα αρχίδια του κάτω από την παραλλαγή. Δίπλωνε τα πόδια ώστε να πετάγονται όλα φάτσα-φόρα. Με κοίταζε να τον κοιτάω. Χαμογέλαγε. Μια φορά στην έφοδο νόμιζα πως ήθελε στα σοβαρά να παίξουμε. Ήρθε πολύ κοντά. Πήγα να τον φιλήσω. Με ʼβγαλε στην αναφορά την άλλη μέρα. Ξεφτιλίστηκα. Πήραν τους δικούς μου στο χωριό. Πού να γυρίσω;
Τον Γιο της Ελλάδας εγώ τον ξέρω. Τον είχα συμμαθητή στο δημοτικό. Έριχνε κόλα στο σουσάμι να φάνε τα πουλιά και κλώτσαγε τις γάτες. Τράβαγε ένα-ένα τα πόδια των μυρμηγκιών. Τα φτερά της πεταλούδας. Κοιτούσε σα χάνος τη ζωή να γίνεται θάνατος. Προς Θεού δεν είχε αίμα επιστημονικό. Τραπεζικός υπάλληλος έγινε.
Τον Γιο της Ελλάδας εγώ τον ξέρω. Τον είχα γείτονα. Είχε μουσκέψει ο τοίχος στα γαμωσταυρίδια του. Είχε γίνει χαρτί διαλυμένο. Διάτρητο. Έβλεπες από την άλλη μεριά. Φεύγανε δεξιά-αριστερά οι ανάστροφες, οι κλωτσιές. Η οικογένειά του θαρρείς ανήκε σε μια φυλή δική της. Με κύριο χαρακτηριστικό το πιτσιλωτό δέρμα. Κάτι σα Δαλματίας σκέψου με λάθος βούλες. Μελανιές.
Τον Γιο της Ελλάδας εγώ τον ξέρω. Είναι τώρα πίσω από τον γκισέ και κάνει πως έχει δουλειά σε μία οθόνη. Κάθε λίγο ρεύεται «ένα λεπτό παρακαλώ» χωρίς να με κοιτάει εκφράζοντας έτσι πόσο τον ενοχλώ. Στη γωνία ένας φίκος βαράει πρέζα. Μεταλλικές ντουλάπες τρίζουν σαν πύλες νεκροταφείου παραμονές Δευτέρας Παρουσίας. Καρέκλες μουλιασμένες στο γενετικό υλικό συνταξιοδοτημένων πια ανθρωποειδών. Ξεχασμένων. Ένα οστεοφυλάκιο γραφειοκρατίας σε προχωρημένη αποσύνθεση που ζέχνει ματαίωση. Α’ Νεκροθάφτης αυτός. Κάθε ελπίδας.
Τον Γιο της Ελλάδας εγώ τον ξέρω. Είναι ο παπάς που με διώχνει από την εκκλησία γιατί τρύπησα τη μύτη μου. Με κατηγορεί που δεν παντρεύονται οι άνθρωποι. Που δεν κάνουν από δέκα παιδιά να τα βουτάει στο λάδι σαν ντοματοκεφτέδες. Λέει πως το ντεκολτέ προκαλεί καρκίνο του στήθους. Λέει πως είμαι δείκτης σε ένα ηθικό χρηματιστήριο που μαρτυρά πως επίκειται εθνική ψυχική χρεωκοπία. Είναι μαλάκας αλλά τουλάχιστον έχει φαντασία.
Τον Γιο της Ελλάδας εγώ τον ξέρω. Μου διοικεί τη χώρα. Την κληρονόμησε απ’ τον παππού του σα χωράφι. Σπούδασε σε τέσσερα ξένα πανεπιστήμια χωρίς να πατήσει σ’ αμφιθέατρο και στον ελεύθερο χρόνο του συλλέγει βίντατζ καμπριολέ. Δεν έχει μπει ποτέ σε σουπερμάρκετ, λεωφορείο, νοσοκομείο, καθαριστήριο. Δεν έχει χέσει ποτέ σε δημόσια τουαλέτα. Μου πουλάει επιδοτημένη αεράμυνα. Τείχη οχυρωματικά. Διασφάλιση εισοδήματος μέχρι την τελευταία μου κατοικία. Με ταΐζει εθνική τεστοστερόνη με επικάλυψη κεντρώας μετριοπάθειας. Όταν κόβεται η ζωντανή σύνδεση μονολογεί «τους γάμησα».
Τον Γιο της Ελλάδας εγώ τον ξέρω
Γαμώ το σπίτι του.

