Ζωγραφική: Θανάσης Μακρής

Μαρία Τζιαούρη Χίλμερ

Η τσαέρα

Μνήμη Γ.Τ.

Τσαέρα τόνενη που ξύλο αντρουκλιάς μες τον ηλιακόν. Μόλις εμπαίναν του σπιθκιού, εβάλαν πάνω της ό,τι εκουβαλούσασιν μιτά τους. Χαρές τζαι μαράζια, ούλλα πας τζείντην τσαέραν. Όταν ήρταν ποδά, μετά τον πόλεμον, με λιοστά προιτζιά εφέραν τζαι την τσαέραν.
Τωρά έβαλεν την πουκάτω που την τερατσιάν, κάθεται τζαι συντυχάννει μανιχός του τζαι καρτζίν του η θάλασσα.
– Άντεξε αλλό λίον, μεν ραΐσεις, εν να πάμεν πάλαι πίσω μιάν ημέραν. Ούλλα εγείρασιν, επουκουπιστήκασιν, μα τα πόθκια σου ακόμα στέκουν.
Ζοφφώνουσιν τα μάθκια του, τζαι η τσαέρα ριζωμένη μες το χώμα ακρώνεται την ψυσσιήν του.

⸙⸙⸙

Γλωσσάρι

τσαέρα: καρέκλα
αντρουκλιά: θάμνος που φυτρώνει πολύ στα βουνά του Τροόδους
ηλιακός: το χώλ, το πρώτο δωμάτιο της κατοικίας στο οποίο ανοίγει η κύρια είσοδος του σπιτιού
μιτά τους: μαζί τους
ποδά: απ’ εδώ
λιοστά: λίγα
η τερατσιά: η χαρουπιά
συντυχάννω: μιλάω, κουβεντιάζω
μανιχός: μόνος
καρτζίν: απέναντι
λίον: λίγο
ραΐζω: ραγίζω
πο(υ)κουπίζω: αναποδογυρίζω, μτφ καταστρέφω
ζοφφώνω: θολώνω
ακρώννουμαι: ακούω, προσέχω

Κύλιση στην κορυφή