Το φαρμάκι που ’χυσε το φίδι στο πόδι του έσβησε τον κόσμο σαν ξαφνική νύχτα να έπεσε, αδιαπέραστη από κάθε φως, κάθε πνοή, κάθε ζωή, κάθε οσμή κι ήχο, κάθε υφή.
Υπήρχε﮲ ούτε το φίδι, ούτε το φαρμάκι του, ούτε άλλο τίποτα. Αυτός μονάχα.
Μήτε καν –
Με τα μάτια ανοιχτά, έβλεπε το βαθύ σκοτάδι. Τα ’λεγε μάτια, μα δεν ήταν τέτοια, αλλά ένα τίποτα στη θέση των ματιών. Το στόμα του ήταν ένα τίποτα εκεί που ήταν στόμα κάποτε. Τ’ αφτιά του… Χέρια. Πόδια. Σπλάχνα.
Και είπε ύστερα, γεννηθήτω φως﮲ ξετυλίγοντας από την ανυπαρξία το χρόνο ανάποδα.
Είπε, γεννηθήτω στερέωμα, βλαστησήτω η γη βοτάνην χόρτου, γενηθήτωσαν φωστήρες και εξαγαγέτω τα ύδατα ερπετά.
Άκουσε τότε μες στα χόρτα το σούρσιμο του φιδιού που τον είχε δαγκάσει τώρα δα, το είδε να γλιστρά στο φως του μεσημεριανού ήλιου αντιφεγγίζοντάς τον.
Ο κόσμος μου, είπε, κλείνοντας με το βλέμμα το πέλαγος κι ένα μικρό χόρτο που σκιρτούσε.
Άπλωσε το χέρι και τ’ ακούμπησε. Ντράπηκε, που το χέρι του ήταν βρόμικο, με νύχια σπασμένα κι άκοφτα﮲ του φάνηκε να ’ναι κάτι πρόστυχο, έτσι που άγγιξε το χορταράκι. Το τράβηξε, σαν να του ’χε κάψει η τρυφεράδα του φύλλου τα δάχτυλα.
Παρακεί απ’ τη σπηλιά, που μέσα της είχε γεννηθεί ξανά, και μαζί του ο κόσμος, μετά που τον δάγκασε το φίδι, ήταν ένας ναΐσκος. Στις πέτρες του, μέσα στις τρύπες και τις χαραμάδες, ζούσε το φίδι και το εκκλησίασμά του: η σαύρα, ο ποντικός, η αράχνη, μερμήγκια, σκουλήκια κάτω από την πέτρα – Άμα το φίδι πείναγε, θα ’τρωγε από τους πιστούς του έναν﮲ μα τώρα είχε χωθεί χορτάτο στην τρύπα του﮲ ή, μπορεί, σαστισμένο, που ’χε πάλι γεννηθεί μαζί μ’ όλον τον κόσμο, σαν να ’χε βγάλει και τα σπλάχνα του μαζί με το πουκάμισό του﮲ κι ήταν άλλο, από κείνο που δάγκασε τον άνθρωπο στο πόδι, το φίδι που τώρα σούρθηκε μέσα στα χόρτα και τρύπωσε στην πέτρα.
Μα και η πέτρα η ίδια –
Ήταν μια νέα πέτρα.
Ο ναός ήταν κάποτε της θεάς, αλλά πλέον όχι, αφού το φίδι δάγκασε τον άνθρωπο κι ο κόσμος χάθηκε κι έπειτα φτιάχτηκε ξανά. Καθετί παλιό, που το ’χε καταφάει ο χρόνος, οι βροχές, οι παγωνιές, τα λιοπύρια, στην όψη ήταν ίδιο με πριν﮲ όμως, αυτός ήξερε πως ήταν άλλο τώρα. Τίνος ναός ήτανε τούτο το ξωκλήσι;
Κουτσαίνοντας, προχώρησε ως εκεί. Ο άνεμος είχε δυναμώσει τώρα, του άρπαζε τα μαλλιά. Γευόταν την αρμύρα στον αέρα﮲ την αρμύρα του ιδρώτα στα σκασμένα του χείλια. Πήγε ως τις πέτρες, κάθισε σε μια. Να ’ταν σ’ αυτήν, που ’χε χωθεί το φίδι; Όταν τον δάγκασε ήταν εχθρός του – μα όχι πια. Δεν είχε πλέον εχθρούς. Αλλ’ ούτε φίλους –
Ψέματα.
Ψέματα.
Το φίδι που τον δάγκασε ήταν φίλος του. Και η σαύρα. Κι ο ποντικός. Και το σκουλήκι. Κι η αράχνη. Να, η αρμύρα στον αέρα και στα χείλια του ήταν φίλος του. Κι ο αφρός στο πέλαγος ολόγυρα. Κείνο εκεί το σύννεφο. Το χορταράκι που το άγγιξε και ντράπηκε. Το φαρμάκι στο πόδι του ήταν φίλος του, γιατί το ’χε μες στο αίμα του. Κι εκείνη εκεί η φάσα, που τη σαΐτεψε και την έφαγε. Με το γυάλινο το νεκρό της το μάτι, ήτανε φίλη του. Της ψιθύρισε κάτι, κι αυτή κουκούρισε –όχι σαν αγριοπερίστερο, μα σαν παχύ καλοθρεμμένο περιστέρι που το ταΐζεις σπόρους με τη χούφτα και νιώθεις τις τσιμπιές από το ράμφος του στο δέρμα σου, ενόσω η μαύρη χάντρα του ματιού του σε κοιτάζει έτσι, που να μην ξέρεις πως σε βλέπει κι ας είσαι βέβαιος πως άλλο τίποτα δεν προσέχει, εξόν από σένα.
Τόσοι φίλοι…
Και τότε κατάλαβε ποιανού θεού ναός ήταν το χάλασμα.
Ναός κάποτε, αλλά γκρέμισμα τώρα, λιθοσουριές σκορπισμένες στα χόρτα, για να ’χουν τη βολή τους σ’ αυτές το φίδι κι ο ποντικός και η σαύρα, και να υφαίνει η αράχνη τον ιστό της – το μικρό πουλί να χώνεται στην τρύπα σαν πέφτει παγωνιά, και καθετί μικρό να τρυπώνει σε χαραμάδες όταν ο άνεμος λυσσομανά.
Έτσι, άπλωσε ξανά το χέρι κι άγγιξε ένα χόρτο – μα όχι με ντροπή τώρα, όπως πρωτύτερα, αλλά με κατάνυξη σαν ν’ άγγιζε πέπλο θεάς. Το χόρτο ρίγησε όπως ένα αεράκι φύσηξε﮲ στον αέρα, ένας γλάρος ζυγιάστηκε, με τον ήλιο να ισορροπεί στη μια φτερούγα και στην άλλη, και το πουλί να είναι πλάστιγγα του φωτός.
Άμα το ’παιρνα απόφαση…, είπε.
Θέλησε όμως τώρα να κάνει την ανάγκη του.
Εδώ;… Στο γκρέμισμα του ναού;… Δεν ήταν ιεροσυλία;
Όχι.
Θα ’ταν, στον κόσμο που χάθηκε όταν τον δάγκασε στο πόδι το φίδι.
Σε τούτον τον κόσμο, έτσι που φτιάχτηκε κι όπως ήταν, λες και μια εξαγνιστική βροχή είχε ξεπλύνει τα πάντα, τις πέτρες και τα χόρτα, μα και το πέλαγος και τον ουρανό και τούτο δω το νησί στ’ ανάμεσό τους, που το κατοικούσαν ο γλάρος, η σαύρα, ο ποντικός, η αράχνη, η σαϊτεμένη φάσα κι αυτός: ο Φιλοκτήτης.
Πήγε όμως παρακεί, ντροπαλός σαν τότε που άγγιξε με το βρόμικο χέρι του το χορταράκι κι εκείνο σκίρτησε. Η ντροπή του ήταν όμοια μ’ αγάπη.
Υπάρχει και τέτοια ντροπή λοιπόν, είπε. Κάτι απαλό κι αθώο, που όμοιό του δεν είχε αισθανθεί ξανά ο άνθρωπος προτού το φίδι χύσει το φαρμάκι του στ’ ακάλυπτο πόδι κι από την έμπυα πληγή τρέξει ό,τι μηδαμινό τον ταλάνιζε πρωτύτερα. Μπορεί να ’νιωθε μίσος. Αλλ’ όχι πια. Μπορεί να είχε νιώσει φθόνο. Μα πλέον όχι. Αν τώρα δα κατέβαινε στο νησί ο Οδυσσέας με τον Νεοπτόλεμο, και δασκαλεμένος από τον Οδυσσέα ο Νεοπτόλεμος του ’λεγε:
Είμαι απ’ τη Σκύρο και γυρίζω στο νησί μου
Ο Νεοπτόλεμος είμαι, του Αχιλλέα ο γιος
Από το Ίλιο έρχομαι
Των Αχαιών εχθρός, πλέον, του αχρείου Οδυσσέα
Σαν ζήτησα του νεκρού πατέρα μου τα όπλα
Την ασπίδα, το σπαθί, το δόρυ
Εκείνου, μου ’παν, τα είχαν δώσει
Ποιανού;
Ποιανού;
Γι’ αυτό φίλος σου είμαι
Σαν εσένα, εκεινών εχθρός κι εγώ
(Εχθρός! Πόσο λίγα ήξερε!)
άμα του το ’λεγε με δόλο, για να τον πάρει πίσω στον κόσμο όπου τα δάχτυλα δεν ντρέπονταν ν’ αγγίξουν το χόρτο που ριγεί και τούτος ο ναός έστεκε ακέριος, με τις πέτρες του ταχτικά βαλμένες, η μια πάνω στην άλλην, άξενες για το φίδι, τον ποντικό, τη σαύρα, την αράχνη
– ο Φιλοκτήτης θα τον κοιτούσε με νοιάξιμο, μπορεί κιόλας με λύπη, και απλά θα του έλεγε:
Όχι πια.

