Ζωγραφική: Juan Carlos Mestre

π. Ευάγγελος Γκανάς

Αμερικανική θεολογία και φιλελεύθερη δημοκρατία: όροι μιας «δύσκολης» σχέσης από τον Reinhold Niebuhr στον Stanley Hauerwas

Ι.

Κυρίαρχη είναι στις μέρες μας η εντύπωση πως η δημοκρατία, στη φιλελεύθερη εκδοχή της, δεν έχει αξιόμαχο αντίπαλο στη δημόσια σφαίρα. Η πεποίθηση αυτή έχει επικαθίσει ως αδιαμφισβήτητη προφάνεια στον δυτικό κόσμο μετά την ηφαιστειώδη έκρηξη ευφορίας που προκάλεσε η πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων στην Ευρώπη το 1989.

Μια ευρύτερη εποπτεία της βιβλιογραφίας θα οδηγούσε όμως σε απροσδόκητες ανακαλύψεις. Η συζήτηση περί δημοκρατίας δεν έχει τελειώσει και συχνά τροφοδοτείται από φωνές που, αν και νηφάλιες, αρνούνται να δεχθούν ασυζητητί τις κοινοτοπίες της ακαδημαϊκής σκέψης και τις συνακόλουθες αξιώσεις ισχύος των ηγεμόνων κάθε εποχής.

Στη συνέχεια θα εστιάσουμε την προσοχή μας στη συμμετοχή της αμερικανικής θεολογίας στη συζήτηση περί δημοκρατίας, δίνοντας τον λόγο σε δυο εξέχοντες εκπροσώπους της: τον Ράινχολντ Νίμπουρ και τον Στάνλεϊ Χάουεργας, οι οποίοι τοποθετούνται στα δυο άκρα του φάσματος που οριοθετεί τη δύσκολη σχέση αμερικανικής θεολογίας και φιλελεύθερης δημοκρατίας.

 Πριν φτάσουμε όμως εκεί εύλογα τίθεται το ερώτημα: ποιος ενδιαφέρεται στις μέρες μας για τις απόψεις των θεολόγων περί δημοκρατίας; Ότι το ερώτημα είναι εύλογο αποδεικνύεται ήδη από το γεγονός πως έχουν δοθεί σε αυτό οι πιο διαφορετικές απαντήσεις. Ο Ρίτσαρντ Ρόρτυ (Richard Rorty), πιστεύοντας πως μια επιχειρηματολογία που ξεκινά από θεολογικές προϋποθέσεις συνιστά είτε πράξη αφροσύνης είτε πράξη ανάρμοστη είτε και τα δύο, θεώρησε τη θεολογία εμπόδιο που τερματίζει κάθε σχετική συζήτηση (conversation stopper). Δεν ήταν πρωτότυπος: στο πολύ μακρινό για το μεταμοντέρνο πνεύμα 1657, όταν ένα μέλος του Βρετανικού Κοινοβουλίου αγόρευσε παραπέμποντας εκτενώς στη Βίβλο προς επίρρωση των ισχυρισμών του, μεγάλο μέρος του ακροατηρίου ξέσπασε σε γέλια (Stout, 64, 94).

Αντιθέτως, ο Τζέφρεϊ Στάουτ (Jeffrey Stout) στο βιβλίο του Δημοκρατία και Παράδοση ζήτησε, και μάλιστα επιτακτικά, από τους χριστιανούς της Αμερικής να συμμετέχουν στο εγχείρημα που ονομάζεται Αμερικανική Δημοκρατία και κατηγόρησε επιφανείς χριστιανούς στοχαστές (John Milbank, Alasdair MacIntyre, Stanley Hauerwas) ότι επιχειρούν να πείσουν τους χριστιανούς πως δεν έχουν κανέναν λόγο να στρατευθούν σ’ έναν τέτοιο αγώνα. O Στάουτ, όπως και o Μάικλ Σάντελ (Michael Sandel), θεωρεί πως οι χριστιανοί μπορούν και πρέπει να προσέλθουν στον διάλογο, κομίζοντας μάλιστα τις ισχυρές θεολογικές πεποιθήσεις τους. Αυτές οφείλουν να γίνονται σεβαστές όχι μόνο ως προϊόντα μιας ελεύθερης απόφασης, αλλά και για τον ρόλο τους στη διαμόρφωση ενός αγαθού βίου, για τις ιδιότητες του χαρακτήρα που προωθούν και για την τάση τους να καλλιεργούν συνήθειες και προδιαθέσεις που διαμορφώνον καλούς πολίτες (Sandel, 73).

II.

O Νίμπουρ αναπαράγει την καθιερωμένη φιλελεύθερη αντίληψη της διάκρισης θρησκείας και πολιτικής. Η θρησκεία είναι το βασίλειο των ιδανικών, της προσωπικής ηθικής, της ιδιωτικής σχέσης με τον Θεό. Η πολιτική είναι το βασίλειο της διεφθαρμένης ανθρώπινης φύσης, των ανθρώπινων συλλογικοτήτων, της ισχύος και της σύγκρουσης.

Ο Νίμπουρ δεν θέλησε να είναι ούτε σκληρός ιδεαλιστής ούτε υποχωρητικός πασιφιστής· θεώρησε πως βρήκε διέξοδο στη στάση του «ρεαλιστή χριστιανού». Πίστεψε πως οι δημοκρατίες μπορούσαν να αντιμετωπίσουν το ενδεχόμενο του πολέμου μέσω της ανάσχεσης κάθε πιθανής υπερδύναμης δια του καταμερισμού της ισχύος σε περισσότερες δυνάμεις (όχι τυχαία ο εν λόγω όρος κυριάρχησε την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, κατά την οποία ο Νίμπουρ υπήρξε ένθερμος αντίπαλος του κομμουνισμού, όπως είχε υπάρξει και απολογητής της ατομικής βόμβας προκειμένου να καμφθεί η αντίσταση της Ιαπωνίας). Η ισχύς πρέπει να χαλιναγωγεί και να εξουδετερώνει το κακό, δεν μπορεί να φιλοδοξεί πως θα το εξαλείψει. Η ικανότητα του ανθρώπου για δικαιοσύνη κάνει τη δημοκρατία πιθανή, αλλά η τάση του ανθρώπου για αδικία την κάνει αναγκαία. Καθόλου τυχαία, πολλοί πανεπιστημιακοί γνώρισαν τον Νίμπουρ ως θεωρητικό των Διεθνών Σχέσεων και αγνοούσαν πως υπήρξε πάστορας και θεολόγος.

Ο ρεαλισμός του έκανε τον Νίμπουρ να πιστεύει πως υπήρχε πάντα ένα ελάχιστο κακό, το κόστος του οποίου ο χριστιανός όφειλε να αναλάβει παρ’ όλες τις τραγικές του συνέπειες. Η ανθρώπινη αμαρτωλότητα έκανε την Ιστορία μια κοιλάδα αίματος και δακρύων. Η Βασιλεία του Θεού συνιστούσε μελλοντική πραγματικότητα, ανέφικτη στον ιστορικό χρόνο και το πρόσωπο του Ιησού Χριστού φάνταζε μια αδύνατη πιθανότητα (impossible possibility).

Με τα λόγια του ίδιου του Νίμπουρ: «Δεν πιστεύω πως ο πόλεμος είναι μονάχα ένα “επεισόδιο” στην Ιστορία, αλλά τον θεωρώ ως την τελική αποκάλυψη του χαρακτήρα της ανθρώπινης Ιστορίας […] Δεν πιστεύω πως η ενσάρκωση είναι “απολύτρωση” από την Ιστορία, ιδωμένη ως σύγκρουση […] Πιστεύω, μαζί με την προτεσταντική Μεταρρύθμιση, πως κάθε ισχυρισμός πως έχουμε υπερβεί τις αντιφάσεις της ανθρώπινης Ιστορίας και πως ο Χριστός βρίσκεται στην κατοχή μας, απλώς οδηγεί σε μια νέα μορφή εγωισμού, δηλαδή φαρισαϊκής υπερηφάνειας» (Hauerwas, Grain, 95).

ΙΙΙ.

Ο Χάουεργας, αντίθετα με την άποψη που έχει γι’ αυτόν ο Στάουτ, είναι πιο αυστηρός με την Εκκλησία παρά με τη Δημοκρατία. Η κριτική του απευθύνεται στους χριστιανούς που δεν συνειδητοποιούν πως η στράτευσή τους στο άρμα της φιλελεύθερης δημοκρατίας τούς στερεί τα αναγκαία μέσα και τις ανάλογες πρακτικές αν θέλουν να είναι όντως άλας της γης και φως του κόσμου. Το πρόβλημα κατά τον Χάουεργας δεν ήταν οι πολιτικά φιλελεύθεροι, αλλά η ευρέως διαδεδομένη αντίληψη, την οποία μοιράζονταν και πολλοί χριστιανοί, ότι ο πολιτικός φιλελευθερισμός οφείλει να διαμορφώνει τη ατζέντα, αν όχι και την ίδια τη ζωή της Εκκλησίας.

 Σύμφωνα με τον Χάουεργας, οι φιλελεύθεροι προτεστάντες μετά τον Νίμπουρ θεωρούσαν πως ο μόνος δρόμος προκειμένου να είσαι πολιτικά υπεύθυνος ήταν να αφήσεις πίσω τον Ιησού και στη θέση του να θέσεις τις αφηρημένες έννοιες της αγάπης και της δικαιοσύνης. Το επόμενο βήμα ήταν να θεωρήσεις ως δικαιοσύνη τις ενέργειες που διαφυλάσσουν πιο εξισωτικές μορφές ζωής, όταν η αγάπη θεωρείται πια ανέφικτη. Εξισωτισμός που συνήθως περιορίζεται στην αφηρημένη ισότητα όλων απέναντι στο νόμο και δεν μεριμνά για την εξάλειψη των οικονομικών ανισοτήτων (όταν δεν τις ενθαρρύνει στην πράξη).

Ο Χάουεργας υποστηρίζει πως οι φιλελεύθεροι, αποσυνδέοντας την πράξη από το ενεργούν υποκείμενο, θέτοντας στο περιθώριο την παραδοσιακή διδασκαλία περί αρετών και έξης ως αναγκαίων για τη συγκρότηση του εαυτού, δημιουργούν μια πολιτική και μια ηθική δίχως μνήμη, διαποτισμένες από ναρκισσισμό, δίχως επαφή με την παράδοση και τους προπάτορες της σύγχρονης κοινωνίας.

ΙV.

Η μετάβαση από τον Νίμπουρ στον Χάουεργας μπορεί να ιδωθεί ως μια σειρά από αλλαγές και μετατοπίσεις του κέντρου βάρους μιας εν εξελίξει δημόσιας συζήτησης: α) αλλαγή του θεολογικού ερωτήματος που θεωρείται καίριο, β) αλλαγή του μείζονος ιστορικού γεγονότος που κυριαρχεί πλανητικά, γ) αλλαγή των πολιτικών θεωριών που καθορίζουν την ατζέντα κάθε σχετικής συζήτησης, δ) μετατόπιση της σημασίας που έχει μια (από κοινού για Νίμπουρ και Χάουεργας) δεσπόζουσα θεολογική αυθεντία, ο Καρλ Μπαρτ (Karl Barth).

*

Για τον Νίμπουρ αυτό που προέχει είναι να απαντηθεί το ερώτημα πώς μπορούν να συμμετάσχουν οι χριστιανοί κατά τρόπο αποτελεσματικό και τελεσφόρο στην προσπάθεια ανάσχεσης του κακού μέσα στον κόσμο.

Για τον Χάουεργας προέχει το ερώτημα πώς μπορούν να συνεχίσουν οι χριστιανοί να ζουν ζωές που θα συνιστούν μια μαρτυρία προς τον κόσμο της επερχόμενης Βασιλείας του Θεού· παράλληλα αναρωτιέται κατά πόσον οι χριστιανοί παραμένουν χριστιανοί όταν πηγαίνουν στο πεδίο της μάχης για να υπερασπιστούν και να εξάγουν τις αξίες της δημοκρατίας.

**

Ο Νίμπουρ, σύμφωνα με δική του ομολογία, μεταστράφηκε όσον αφορά τις απόψεις του περί πολιτικής και ηθικής στο χρονικό διάστημα ανάμεσα στη συνθήκη των Βερσαλλιών (1919) και τη συνθήκη του Μονάχου (1938). Η πρώτη, γεμάτη αυταρέσκεια και αφέλεια, πίστεψε πως η κατίσχυση ενός αμείλικτου ιδεαλισμού επί των αντιπάλων του ήταν ικανή προκειμένου να μη γνωρίσει η ανθρωπότητα άλλον μεγάλο πόλεμο. Η δεύτερη, μυωπική και φοβισμένη, νόμιζε πως αποσοβούσε έναν νέο μεγάλο πόλεμο τη στιγμή ακριβώς που έδινε στον Χίτλερ ό,τι χρειαζόταν για να τον εξαπολύσει. Η δημόσια παρουσία του Νίμπουρ εντάσσεται στον αγώνα ενάντια στον ολοκληρωτισμό, χιτλερικό στην αρχή, σταλινικό στη συνέχεια. Το ερώτημα που τον στοιχειώνει είναι κατά πόσο μπορείς να συμμαχήσεις με τον διάβολο αν θέλεις να νικήσεις αυτούς που θεωρείς εκπροσώπους του επί της γης.

Ο Χάουεργας διαμορφώθηκε αρχικά, ως φοιτητής, στο πλαίσιο του αντιαποικιοκρατικού αγώνα που κατέκλυσε τις ΗΠΑ κατά την περίοδο του πολέμου στο Βιετνάμ και αργότερα, ως ώριμος πια καθηγητής, μέσα από τις συζητήσεις γύρω από τις επεμβάσεις των ΗΠΑ, ως μοναδικής πια πλανητικής Υπερδύναμης, μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001.

***

Ο πολιτικός στοχαστής πίσω από τον στοχασμό του Νίμπουρ είναι ο Μαξ Βέμπερ και πιο συγκεκριμένα οι διαπιστώσεις του στην περίφημη διάλεξη «Η Πολιτική ως κάλεσμα και επάγγελμα»: «Εκείνος που θα εμπλακεί με την πολιτική θα προβεί αναγκαστικά σε δοσοληψίες με τις διαβολικές δυνάμεις που καραδοκούν σε κάθε μορφή βίας. Όποιος επιζητεί τη σωτηρία της ψυχής του και τη σωτηρία άλλων ψυχών, ας μην το κάνει μέσω της πολιτικής, η οποία έχει τελείως διαφορετικά μελήματα: μελήματα που διευθετούνται μόνον μέσω της βίας». Χρησιμοποιώντας μια ακόμα βεμπεριανή διάκριση, μπορούμε να πούμε πως ο Νίμπουρ τάχθηκε αποφασιστικά υπέρ της ηθικής της ευθύνης και όχι της ηθικής του φρονήματος.

Οι πολιτικοί στοχαστές που επηρέασαν αποφασιστικά τον Χάουεργας είναι, σύμφωνα με δική του ομολογία, ο Κ. Μπ. Μακφέρσον (C. B. Macpherson) και ο Σέλντον Γουόλιν (Sheldon Wolin).

Ο Μακφέρσον, αναδεικνύοντας τα ιστορικά στάδια εξέλιξης της φιλελεύθερης δημοκρατίας, φανέρωσε και τα όριά της. Η προστατευτική δημοκρατία, δίνοντας προτεραιότητα στην προστασία των ισχυρών κυβερνώμενων από ενδεχόμενη κυβερνητική αυθαιρεσία, συνιστούσε τη διέξοδο των νέων ισχυρών της αστικής τάξης προκειμένου να διαφυλαχθούν από τον φόβο που γεννούσε παλαιότερα η δύναμη των ευγενών και του βασιλέα και τώρα η δύναμη του νεωτερικού κράτους.

Η αναπτυξιακή δημοκρατία, θέλοντας να ξεκόψει από μια απαισιόδοξη πίστη στην αδυναμία του ανθρώπου για ηθική εξύψωση μέσω της υλικής προόδου,επεδίωξε να εστιάσει στη αυτοανάπτυξη του ατόμου, την πρόοδο της κοινότητας ως προς το πνεύμα, την αρετή και την πρακτική δραστηριότητα και αποτελεσματικότητα.

Όμως απέτυχε κι έτσι τη διαδέχθηκε η δημοκρατία της ισορροπίας που εγκαταλείπει αυτό το ηθικό αίτημα ως ανέφικτο και αντιπροτείνει τη δημοκρατία ως ανταγωνισμό των κυρίαρχων ελίτ: οι εκλογείς απλώς εκλέγουν τα πρόσωπα που θα αποφασίζουν και κατόπιν εξουσιοδοτούν τους εκλεγμένους αντιπροσώπους για να εκτελέσουν τις σχετικές αποφάσεις. Η τυραννία αποφεύγεται επειδή θα υπάρξουν και επόμενες εκλογές και η εξουσία δεν μπορεί να γίνει ποτέ μονοπώλιο μιας και μόνο ελίτ.

Ο Μακφέρσον θα αντιπροτείνει τη δημοκρατία της συμμετοχής, η οποία προάγει την όλο και μεγαλύτερη συμμετοχή στην ανάληψη ευθύνης των αποφάσεων. Ταυτοχρόνως όμως συνειδητοποιεί τον φαύλο κύκλο: δεν μπορούμε να επιτύχουμε περισσότερη δημοκρατική συμμετοχή χωρίς να έχει προηγηθεί αλλαγή στην κοινωνική ανισότητα και στην κοινωνική συνείδηση, δεν μπορούμε όμως να επιτύχουμε τις αλλαγές της κοινωνικής ανισότητας και της συνείδησης χωρίς να έχει προηγηθεί μια αύξηση της δημοκρατικής συμμετοχής.

 Υπό την επίδραση του Μακφέρσον, ο Χάουεργας συνειδητοποίησε πως η κριτική του στον φιλελευθερισμό δεν ήταν παρά κριτική στις καπιταλιστικές μορφές του βίου. Πως πολύ συχνά κάνουμε το λάθος να συγχέουμε τη δημοκρατία με τον καπιταλισμό. Το ζήτημα δεν είναι αν οι χριστιανοί τοποθετούνται γενικά και αφηρημένα υπέρ της δημοκρατίας, αλλά ποια δημοκρατία θα ήθελαν να συνδράμουν και πώς.

Ο Γουόλιν έδειξε στον Χάουεργας πως μπορούσε κανείς να πιστεύει στα αγαθά της δημοκρατίας και ταυτοχρόνως να διακρίνει πότε και πώς η δημοκρατία στις ΗΠΑ είχε να αρχίσει να παίρνει την κάτω βόλτα. Πιο συγκεκριμένα ο Γουόλιν ανέδειξε πως η φιλελεύθερη πολιτική θεωρία έχει αρχίσει να θέτει τη χειραγώγηση από έναν γραφειοκρατικό μηχανισμό στη θέση της αυθεντικής πολιτικής. Εστιάζοντας στον εφήμερο και ευάλωτο χαρακτήρα της δημοκρατίας (fugitive democracy), ο Γουόλιν υποστήριξε πως οι εξελίξεις στις ΗΠΑ μετά την 11η Σεπτεμβρίου μπορούσαν να γίνουν αντιληπτές ως αντεστραμμένος ολοκληρωτισμός (inverted totalitarianism), καθώς δεν υπήρχε πλέον στη δημόσια σφαίρα η απαιτούμενη ποικιλία διαφορετικών πηγών γνώσης, κριτικής σκέψης και διαφορετικών τοποθετήσεων, αλλά μια μονοφωνική χειραγωγούσα ομοιομορφία.

****

Η σχέση του Νίμπουρ με τον Μπαρτ υπήρξε αμφίθυμη. Αν και η ακαδημαϊκή κοινοτοπία εντάσσει τον Νίμπουρ στην αμερικανική εκδοχή της προτεσταντικής θεολογικής τάσης που ονομάστηκε «νεορθοδοξία», της αντίδρασης δηλαδή στον φιλελεύθερο προτεσταντισμό του 19ου αιώνα και της επανεκτίμησης των απαρχών της Μεταρρύθμισης, στην πραγματικότητα οι δυο θεολόγοι υπήρξαν αμήχανοι συνομιλητές.

Στη διάσκεψη του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών στο Άμστερνταμ το 1948 ο Μπαρτ υποστήριξε ότι θα ήταν μεγάλο λάθος αν οι χριστιανοί θεωρούσαν πως ήταν σε θέση να λύσουν την αταξία που κυριαρχούσε στον κόσμο προσφέροντας κοινωνικά και πολιτικά ιδεώδη, τα οποία θα έλυναν τις υπάρχουσες διαφορές. Ο λόγος των χριστιανών έπρεπε να εκκινεί από τη Βασιλεία του Θεού, η οποία έχει ήδη έλθει, είναι ήδη νικηφόρα και έχει παρουσιαστεί σε όλο της το μεγαλείο στο πρόσωπο του σταυρωθέντος, αναστάντος και αναληφθέντος Χριστού.

Αντίθετα ο Νίμπουρ πίστευε πως ο Μπαρτ και όλοι όσοι τον ακολουθούσαν, έχοντας εστιάσει στο θέλημα του Θεού και τη Βασιλεία του και περιγράφοντας και τα δυο με τόσο ιδεαλιστικό και υπερβατικό τρόπο, ήταν αναγκασμένοι εν τοις πράγμασι να εγκαταλείψουν κάθε προσπάθεια για την πρόοδο της κοινωνίας.

Ο Χάουεργας, ακολουθώντας τον Μπαρτ, πιστεύει πως ο πειρασμός του «ρεαλιστή χριστιανού» είναι να επιχειρεί συνεχώς να στρέψει την Ιστορία προς τη «σωστή» κατεύθυνση. Αντιθέτως, στην προφητική-αποκαλυψιακή βιβλική προοπτική οι νίκες και οι ήττες εντός της ανθρώπινης ιστορίας έχουν πρόσκαιρη και όχι μόνιμη αξία και ως εκ τούτου δεν έχουν καθοριστική σημασία. Αυτό που μετρά, αυτό που καθορίζει την ανθρώπινη πορεία, έρχεται από μια νίκη ήδη επιτελεσμένη στο παρελθόν: τη Σταύρωση και την Ανάσταση του Χριστού ως εγγύηση της καθολικής ανάστασης, της τελικής κρίσης και αποκατάστασης του κόσμου.

V.

Θα ήταν λάθος αν στο τέλος αυτής της σύντομης ανάλυσης καταλήγαμε στο απλουστευτικό συμπέρασμα πως ο Νίμπουρ υπήρξε απαισιόδοξος ρεαλιστής ενώ ο Χάουεργας αισιόδοξος οραματιστής όσον αφορά την ικανότητα των χριστιανών να συμβάλλουν ως χριστιανοί στην πολιτική τους κοινότητα. Η κρίσιμη διαφορά είναι πως η Εκκλησία ήταν για τον πρώτο αόρατη και γι’ αυτό εναπόθεσε την ελπίδα του για έναν περιορισμό του κακού στη φιλελεύθερη δημοκρατία ως το «κατέχον», αυτό που εμποδίζει την άμεση έλευση των εσχάτων σύμφωνα με την Α΄ προς Θεσσαλονικείς.

Η αδυναμία της θεολογίας του Νίμπουρ να δει την Εκκλησία ως τον τόπο που μπορεί να γίνει ορατή η ξεχωριστή ειρηνοποιός, μη βίαιη, χριστιανική μαρτυρία προς τον κόσμο και μέσα στον κόσμο, γεννά στους χριστιανούς την πεποίθηση πως μοναδική τους ελπίδα είναι η δημοκρατική κουλτούρα και πάνω από όλα το έθνος-κράτος. Τους βάζει στον πειρασμό να δουν την πίστη τους ως μια ακόμη ανάμεσα στις πολλές κοσμοεικόνες μια πλουραλιστικής φιλελεύθερης κοινωνίας. Ο «χριστιανικός ρεαλισμός» καταλήγει στην πεποίθηση ότι η περί Θεού αλήθεια πρέπει να αποδειχθεί συνεπής με όποια άλλη αλήθεια ήδη γνωρίζουμε.

Ο Χάουεργας αρνείται να δεχθεί την ταύτιση της εκκλησιαστικής πολιτικής και του νοήματος της Ιστορίας με τη λειτουργία του δημοκρατικού κράτους, το οποίο οργανώνει και διευθετεί την αμαρτωλή κοινωνία. Στην Καινή Διαθήκη το νόημα της Ιστορίας δεν συνίσταται σ’ αυτό που επιτυγχάνει το κράτος στην προσπάθειά του για μια πιο προοδευτική και ανεκτική διευθέτηση της κοινωνίας, αλλά σ’ αυτό που επιτυγχάνει η Εκκλησία ως ειρηνοποιός βασιλεία (peaceable kingdom), ως ζύμη που όλον το φύραμα ζυμοί.

Βιβλιογραφία

  • Stanley Hauerwas, «Barth and Reinhold Niebuhr», in George Hunsinger, Keith L. Johnson (Eds), The Wiley Blackwell Companion to Karl Barth, Vol. 2, Wiley Blackwell, 2020, p. 633-643.
  • Stanley Hauerwas, «The Irony of Reinhold Niebuhr: The Ideological Character of “Cristian Realism”», in Stanley Hauerwas, Wilderness Wanderings, Westview Press, 1997, p. 48-61.
  • Stanley Hauerwas, «Postscript: A Response to Jeff Stout’s Democracy and Tradition», in Stanley Hauerwas, Performing the Faith, Brazos Press, p. 215-241.
  • Stanley Hauerwas, With the Grain of the Universe, Brazos Press, 2001.
  • William Werpehowski, «Reinhold Niebuhr», in Peter Scott and William T. Cavanaugh (Eds) The Blackwell Companion to Political Theology, Blackwell Publishing, 2004 (2007), p. 180-193.
  • Μαξ Βέμπερ, Η Πολιτική ως κάλεσμα και επάγγελμα, μτφρ. Κώστας Κουτσουρέλης, Δώμα, Αθήνα 2019.
  • Κ. Μπ. Μακφέρσον, Η ιστορική πορεία της φιλελεύθερης δημοκρατίας, μτφρ. Ελένη Κασίμη, Γνώση, Αθήνα 1986 (1994).
  • Sheldon S. Wolin, Politics and Vision. Continuity and Innovation in Western Political Thought, Princeton University Press, Expanded Edition 2004.
  • Jeffrey Stout, Democracy and Tradition, Princeton University Press, 2004.
  • Michael J. Sandel, O φιλελευθερισμός και τα όρια της δικαιοσύνης, μτφρ. Κατερίνα Γεωργοπούλου, Πόλις, Αθήνα 2003 (2016).
Κύλιση στην κορυφή