Είναι παράδοξο, ειρωνικό, και οπωσδήποτε ενδεικτικό το ότι σήμερα έχουμε προσκληθεί να συζητήσουμε για το «δυσχερές περιβάλλον» μέσα στο οποίο ασκείται, διαμορφώνεται και επιβιώνει η «νεοελληνική φιλολογία» εμείς που αποτελούμε μέρος των αιτιών της «κρίσης των ανθρωπιστικών σπουδών» και σύμπτωμά της· το ότι έχουμε κληθεί να σκεφτούμε πώς να αντιμετωπίσουμε τα «προβλήματα» και τις «προκλήσεις», να διατυπώσουμε «στόχους» και «προτάσεις» για το μέλλον της «ΝΕΦ»[1] εμείς που προσποιούμαστε ότι δεν βλέπουμε ή που υποβιβάζουμε τους ρόλους που έχουμε αναλάβει να διαδραματίσουμε στο πεδίο της φιλολογίας, εμείς που δεν παραδεχόμαστε, αν τελικά κατανοούμε, το ότι η επιστήμη ως θεωρία, ως πρακτική και ως επάγγελμα και ο εξουσιαστικός λόγος συναρθρώνονται.
Με άλλα λόγια, από επιστημολογική άποψη, οι στόχοι της ημερίδας, όπως τίθενται από το κείμενο της πρόσκλησης που τη συνοδεύει, δεν μπορούν να εκπληρωθούν από μας. Με το «εμείς», εννοώ τους επίλεκτους, πλην όμως επιλεγέντες, ομιλούντες, που υποτίθεται, φαντάζομαι, ότι αποτελούμε μια παλέτα αντιπροσώπευσης, και λιγότερο τους «υπάλληλους» (subaltern), για να χρησιμοποιήσω τον όρο της Σπίβακ, αυτούς που δεν τους δίνεται η δυνατότητα να μιλήσουν, είτε διότι η εξουσιαστική επιστημολογία τους έχει αποκλείσει, περιθωριοποιήσει, υποβιβάσει –ή ακόμη καυχιέται πως τους παρακάμπτει ή πείθει τον εαυτό της ότι τους αγνοεί, είτε διότι εμμενώς δεν έχουν τα θεωρητικά ή τα θεσμικά εχέγγυα να αρθρώσουν παρεμβατικό λόγο ως προς την επιστήμη / πειθαρχία της φιλολογίας. Ως εκ τούτου, το πρώτο ερώτημα ως θεωρητική προϋπόθεση που κατά τη γνώμη μου επιβάλλεται να τεθεί ως βάση συζήτησης «για το μέλλον» είναι το εξής: υπάρχουν στην ιστορία των επιστημών, και δη στην ιστορία των επιστημών του ανθρώπου, περιπτώσεις που να καταδεικνύουν ότι είναι δυνατό, έστω πιθανό, να προκύψει αλλαγή παραδείγματος από τον ίδιο τον κανονικοποιημένο λόγο της πρακτικής της επιστήμης, ακόμη και αν αυτός αντιλαμβάνεται το παρόν του ως κρίση; Στη Δομή των επιστημονικών επαναστάσεων ο Τόμας Κουν για παράδειγμα θεωρεί πως όσο και αν σε ιστορική προοπτική δημιουργούμε ένα εννοιολογικό σχήμα που νοούμε ως εξέλιξη της επιστήμης, είναι η ρήξη και η ασυνέχεια που σηματοδοτούν την πραγματική πρόοδο· ουσιαστική αλλαγή μπορεί να προκύψει μόνον από έξω, –με την τόλμη, τον ενθουσιασμό και την προσδοκία της επανάστασης, διότι το κυρίαρχο παράδειγμα της «κανονικής επιστήμης» (normal science) δεν έχει τη δυνατότητα να οραματιστεί τον ίδιο του τον θάνατο, ούτε θα είχε βέβαια τη βούληση να τον αποδεχτεί.[2]
Στις θετικές επιστήμες η αλλαγή παραδείγματος συμβαίνει με τρόπους διαφορετικούς, που έχουν βέβαια να κάνουν με την επιστημολογία του θετικισμού, για τον οποίο η τόλμη, το πείραμα, η δοκιμασία, ο έλεγχος, η επαληθευσιμότητα και η διαψευσιμότητα[3] και, στη συνέχεια, ο αναπροσανατολισμός, ο αναπροσδιορισμός ή η αλλαγή πρακτικών δεν προσλαμβάνονται σε θρησκευτική ή μεταφυσική βάση ούτε επιβραβεύονται ή τιμωρούνται αναλόγως. Αντίθετα, είναι χαρακτηριστικό των επιστημών του ανθρώπου να πορεύονται με όρους πίστης ή απιστίας και να αρθρώνουν λόγο κρίσης όταν καινούργια δεδομένα στο πεδίο γίνονται αντιληπτά ως επικίνδυνα· και το να τίθενται υπό έλεγχο ή υπό αμφισβήτηση οι ορίζουσες του πεδίου όπως αυτές έχουν παγιωθεί, αποτελεί σίγουρα κίνδυνο.
Το κατεξοχήν επιστημολογικό ερώτημα του πώς εξελίσσεται μια επιστήμη απασχολεί τους ερευνητές των θετικών επιστημών εδώ και πολλές δεκαετίες· στις θεωρητικές επιστήμες, και δη στη φιλολογία, παρόμοιος προβληματισμός είναι πρακτικά ανύπαρκτος εκτός των Ηνωμένων Πολιτειών και του Ηνωμένου Βασιλείου, στα δε καθ’ ημάς, απαγορεύεται. Η εξέλιξη μιας επιστήμης ή ενός πεδίου εμπλέκει ενδογενείς και εξωγενείς παράγοντες. Εμπλέκει επίσης αντικειμενικά δεδομένα αλλά και πολύ συχνά συγκυριακά ή και τυχαία, και να ερμηνεύονται τα δε εν ονόματι των μεν είναι θεωρητικά ανεπαρκές και συνεπώς ελέγξιμο. Στο πεδίο της επιστημολογίας των θετικών επιστημών έχουν προταθεί διάφορα μοντέλα επιστημονικής εξέλιξης, κάποια από τα οποία αφορούν και τις ανθρωπιστικές επιστήμες. Το «σωρευτικό μοντέλο», για παράδειγμα, που ακολουθήθηκε και ακολουθείται εν πολλοίς και από τη φιλολογία, θεωρεί την επιστήμη ως δραστηριότητα συσσώρευσης,[4] και νοεί την επιστημονική ανάπτυξη ως σταδιακή αύξηση της γνώσης που βασίζεται στη συσσώρευση των ερευνητικών συμβολών.[5] To μοντέλο των «ερευνητικών προγραμμάτων» του Ίμρε Λάκατος[6] (τα οποία στην παλαιά ήπειρο και την έρευνα που χρηματοδοτεί έχουν εκπέσει και συχνά διεκπεραιώνονται διαμέσου αρκτικόλεξων όπως, εδώ, ΕΛΚΕ, ΕΣΠΑ ή ΕΛΙΔΕΚ, σε αναλογία και με ευρωπαϊκούς όρους και πρακτικές). Στις κοινωνικές επιστήμες, το μοντέλο των «επιστημονικών σχολών» του Έντουαρντ Τιριακιάν, για τον οποίο η επιστήμη εξελίσσεται με βάση κάποιες ορίζουσες που διαμορφώνουν ένα επιστημολογικό περιβάλλον και συγκεκριμένες πρακτικές[7] (π.χ. «η φιλολογία του Αριστοτελείου», «η σχολή της Κωνσταντίας»). Το μοντέλο του ρεβιζιονισμού του Τζέφρευ Αλεξάντερ, ο οποίος δεν θεωρεί ότι η επιστήμη αλλάζει με τρόπο επαναστατικό αλλά ομαλά, αναθεωρώντας κυρίαρχα διανοητικά σχήματα,[8] ή αυτό του Τόμας Κουν, στο οποίο έκανα αναφορά παραπάνω, που προτείνει ακριβώς το αντίθετο.
Ένα δεύτερο λοιπόν ερώτημα που πρέπει να αποδεχτούμε και να θέσουμε είναι το εξής: μπορούμε να αναστοχαστούμε σοβαρά και με νόημα το μέλλον της «νεοελληνικής φιλολογίας» δίχως να λάβουμε υπόψη έναν ευρύτερο θεωρητικό προβληματισμό για το πώς εξελίσσεται μια επιστήμη;[9] Και περαιτέρω: μπορούμε να διατυπώσουμε τέτοιον προβληματισμό δίχως να αναστοχαστούμε το ίδιο το αντικείμενο της εν λόγω επιστήμης; Καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας της, η φιλολογία διαχειρίζεται το διπλό αυτό ζήτημα με τη μελαγχολία του Άγγελου της Ιστορίας του Κλέε του Μπένγιαμιν: κοιτάζοντας με τρόμο και ανημποριά προς το παρελθόν, σπρώχνεται με την πλάτη και τα φτερά ανοιχτά προς το μέλλον παρασυρμένος από τον άνεμο της προόδου.
Για αιώνες τα studia humanitatis αποτελούσαν την ουσία της ευρωπαϊκότητας, και αυτό που αποκαλούμε «φιλολογία» καταστατική επιστήμη του ανθρωπιστικού σχεδίου. Ήταν η βασίλισσα των επιστημών, ο θεμελιακός κλάδος του μοντέρνου πανεπιστημίου σύμφωνα με το όραμα του Χούμπολτ. Το εκτόπισμά της ήταν τεράστιο, μεγαλύτερο από την επικράτεια του αντικειμένου της. Σήμερα που έχει μετασχηματιστεί ριζικά το πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό, πολιτισμικό και εκπαιδευτικό παράδειγμα, τα συμφραζόμενα που διαμορφώνουν τη φιλολογία ερμηνεύονται από πολλούς δρώντες του πεδίου με όρους «κρίσης», μια έννοια παλιά που ανακύπτει σε μια εποχή όταν ακόμη το χάσμα ανάμεσα στις θετικές και τις θεωρητικές επιστήμες δεν οριζόταν με τον τρόπο που η πορεία προς την εξειδίκευση έμελλε να επιφέρει στους νεότερους χρόνους. Συνδυάζοντας φιλοσοφικές και ιατρικές σημασίες, κρίσις είναι για τον Ιπποκράτη η τροπή νόσου ενώ η κρίσιμος ημέρα ορίζει το όριο της τροπής, το οποίο σηματοδοτεί την αρχή της ανάρρωσης ή της πορείας προς το τέλος. Πλην όμως τα σημάδια της κρίσης, τα σήματά της, αναγνωρίζονται ως τέτοια μόνο μετά το συμβάν. Με άλλα λόγια, είναι μάλλον αργά.
Από την άλλη, οι χρόνοι της φιλολογίας είναι διαφορετικοί. Τον 14ο αιώνα, για παράδειγμα, ο Πετράρχης στηλιτεύει την έλλειψη γραφέων που να γνωρίζουν πλέον λατινικά. «Πρόκειται για μια κατάσταση που έχει ως αποτέλεσμα μια απίστευτη εξαφάνιση της λογιοσύνης», γράφει. «Βιβλία που από τη φύση τους είναι λίγο δύσκολα δεν αντιγράφονται πια, έχουν πάψει να είναι γενικά κατανοητά, είναι εντελώς παραμελημένα και στο τέλος εξαφανίζονται. Η εποχή μας έχει αφήσει να πέσουν, σιγά σιγά, μερικοί από τους νοστιμότερους και γλυκύτερους καρπούς που έβγαλε το δέντρο της γνώσης· έχει πετάξει το ξενύχτι και τον μόχθο των πιο λαμπρών ανδρών του πνεύματος».[10] Τον 18ο αιώνα ένας επιφανής νομικός, ο Ντ’Αγκεσώ, στον λόγο του Περί των αιτιών της παρακμής της ευγλωττίας[11]θρηνεί για τον μαρασμό της ρητορικής και την ολοένα και εντονότερη εξάπλωση καινούργιων λογοτεχνικών ευαισθησιών. Στο τέλος του 19ου αιώνα, ο Μαλλαρμέ κάνει λόγο για μια «καταστατική κρίση του στίχου», για «αναταραχές» που εισάγει η μοντέρνα ποίηση και που υπονομεύουν αιώνες παραδοσιακής στιχουργίας[12], ενώ στην αρχή του 21ου ο Βαγενάς γράφει ότι «η σημερινή κρίση του ποιητικού λόγου […] αποτελεί μέρος της γενικότερης κρίσης στην οποία βρίσκονται σήμερα οι τέχνες, που είναι αποτέλεσμα της σημερινής ιδιάζουσας σύγχυσης των αξιών».[13] Και πρόσφατα, κατά τα τελευταία χρόνια, η φαντασιακή κοινότητα των λιτεράτι των διαδικτύου μοιρολογεί για τον εκφυλισμό των κριτηρίων της επιτροπής βραβείων Νόμπελ λογοτεχνίας, που απονέμει την ύψιστη διάκριση σε έναν τραγουδιστή (τον Μπομπ Ντύλαν), σε μια δημοσιογράφο (την Σβετλάνα Αλεξίεβιτς) ή σε μια άγνωστη μετριότητα όπως η Αννί Ερνώ.
Κρίση φιλολογίας, κρίση λογοτεχνίας, κρίση αξιών: είναι πάντα ίδιον της φιλολογίας να ηθικοποιεί και να δικάζει, όπως έχει δείξει ο Νίτσε. Πάντως θα ήταν ενδιαφέρον να ανιχνευθούν και να μελετηθούν οι λόγοι περί κρίσης που ανέκυψαν κατά τη διάρκεια της ιστορίας της φιλολογίας. Θα μπορούσε ενδεχομένως να δειχτεί ότι δημιουργείται ατμόσφαιρα κρίσης κάθε φορά που φαίνεται να προκύπτει ασυμβατότητα ανάμεσα στο κυρίαρχο επιστημολογικό παράδειγμα και το πλαίσιο αναφοράς μέσα στο οποίο ασκείται, σε αυτό δηλαδή που η οντολογία ονομάζει εδώ και αιώνες πραγματικότητα. Στο πεδίο της φιλολογίας, τα δεδομένα της πραγματικότητας σήμερα είναι παρόμοια με τα δεδομένα που έχουν να διαχειριστούν και άλλοι κλάδοι των ανθρωπιστικών σπουδών: το ζήτημα των ολοένα και λιγότερων φοιτητών, και το ολοένα και χαμηλότερο επίπεδο όσων απομένουν· το ζήτημα των επαγγελματικών προοπτικών· η απουσία ουσιαστικής στήριξης της πολιτείας· το οικονομικό, κοινωνικό και πολιτισμικό αντίκρισμα που έχει η φιλολογία σήμερα· και άλλα πολλά. Όλα τους βέβαια συμπλέκονται και αλληλοσυναρτώνται.
Κι όμως· είναι ορθότερο από πολιτική άποψη και πιο ανώδυνο από ιατρική και επαγγελματική να κάνουμε λόγο για κρίση, από το να επιχειρήσουμε να κατανοήσουμε την ασυνάφεια των πρακτικών μας με τις κοινωνικές και αισθητικές ανάγκες του περιβάλλοντος και της εποχής.[14] Στον νεοελληνικό χώρο, η αστυνομία των ηθών διαφυλάττει προσεκτικά τα όρια του επιτρεπτού αναστοχασμού για το πεδίο και το αντικείμενό του. Ένα πεδίο με όρια πορώδη, και με ονομασία queer. Λόγου χάριν, τόσο η σημερινή ημερίδα όσο και το Αριστοτέλειο γενικότερα έχουν ήδη παγιώσει το δύσπεπτο, για μένα τουλάχιστον, ακρώνυμο ΝΕΦ, το οποίο, από την άλλη, θεραπεύεται με φαρμακείες που εκτελούν θεσμικά τομείς που ονομάζονται κατά καιρούς και κατά τόπους ΝΕΣΣ, ΜΝΕΣ, ΜΝΕΦ, ΒΝΕΣ κ.τ.λ. (εκτός των άλλων πλαισιώσεων που μπορούμε να συναντήσουμε). Τι είναι η ΝΕΦ; Επιστημονικό πεδίο ή κλάδος; Επιστημολογία; «Γνωστικό αντικείμενο;» «Θεματική ενότητα»; Αποτέλεσμα εκλογών; Αξία; Ιδέα; Γιατί ακριβώς θα πρέπει να βοηθηθεί να επιβιώσει; Σε τι είδους επιστημολογικά ή πολιτικά καθεστώτα μια επιστήμη, μια αξία, μια ιδέα χρειάζονται τεχνητή υποστήριξη;
Αν κάτι βρίσκεται σε κρίση, αυτό είναι το καθεστώς: η συνθήκη που γίνεται όλο και δυσκολότερο να διαχειριστούμε δεδομένης της ασυνάφειας της επιστημολογίας και των πρακτικών της φιλολογίας με το τρέχον πολιτισμικό παράδειγμα, και βέβαια με το αντικείμενο της φιλολογίας ως πολιτισμικού προϊόντος, ως δημιουργήματος δηλαδή του παραδείγματος αυτού. Η δυσανεξία που προκαλούν οι περιστάσεις δεν είναι μόνον ελληνικό φαινόμενο· το συναντούμε και σε ένα μέρος τουλάχιστον της Ευρώπης. Σπουδαίοι στοχαστές όπως ο Τοντόροφ, ο Κομπανιόν, ο Γουίλιαμ Μαρξ, ο Σεφέρ (αναφέρω μόνον κάποιους από τον γαλλικό χώρο που έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά), έχουν ήδη επισημάνει τον κίνδυνο, έχουν μοιρολογήσει τον θάνατο, έχουν στηλιτεύσει το μίσος για τη λογοτεχνία.[15] Μόνον που όπως και εδώ, έτσι και εκεί, είναι σόλοικο να υπερασπίζονται το πεδίο οι ίδιοι οι δρώντες του, αυτοί ακριβώς των οποίων η ηγεμονία διακυβεύεται από την ασυνάφεια στην οποία έχει περιέλθει, και να προσπαθούν να περισώσουν μια πρακτική που είναι ιστορικά προσδιορισμένη και κοινωνικά χρονολογημένη, είτε αυτή την ονομάσουμε «γραφή» ή «ανάγνωση», «παράδοση» ή «κανόνα», «κοινότητα» ή «επάγγελμα».
Με αυτήν την έννοια, στην παλιά Ευρώπη γενικότερα και στην Ελλάδα ειδικότερα, η απουσία της ιστορικο-θεωρητικής κατανόησης του ίδιου του αντικειμένου που διερευνά η φιλολογία (η «ΝΕΦ», λοιπόν, στα καθ’ υμάς) είναι εντυπωσιακή. Εν έτει 2022 αντιλαμβανόμαστε ακόμη τη «λογοτεχνία» με τα δεδομένα που θεμελίωσε το ιδεαλιστικό και αισθητικό όραμα του ρομαντισμού. Παρακάμπτουμε, αν δεν αγνοούμε, το γεγονός ότι πρόκειται για ένα όραμα με συγκεκριμένες ιστορικές ορίζουσες, και που δεν υπήρχε πριν τον 18ο αιώνα. Ένα όραμα που αναδύθηκε παράλληλα με το έθνος-κράτος και τους θεσμούς του και στο οποίο η «λογοτεχνία» έμελλε να έχει κεντρική, καθώς και αυτόνομη, θέση. Η αυτονόμηση της λογοτεχνίας διήρκησε μέχρι τον μοντερνισμό, ο οποίος εκτός από απόγειο της ιδέας της προόδου σήμανε και την κορύφωση της ιδεολογίας της αυτονομίας. Σε χρονική και πολιτισμική αντιστοιχία με τον μοντερνισμό, στη «φιλολογία» (ως επιστήμη της λογοτεχνίας), η θεωρία της λογοτεχνίας επέβαλλε την εμμένεια και την αισθητική διάσταση της δημιουργίας ως ειδοποιά χαρακτηριστικά τα λογοτεχνίας, και τη γλωσσολογία, με την ευρεία έννοια, ως τη μεταγλώσσα για τη μελέτη της. Και βέβαια, εφευρίσκοντας τη λογοτεχνία, το σχέδιο του ιδεαλισμού και του ρομαντισμού εφηύρε και την ιστορία της λογοτεχνίας·[16] η φιλολογία θεσμοθετήθηκε σε σχέση με αυτήν, διαμορφώνοντας το παρελθόν· για να το μεταφράσω θεσμικά, την «ύλη» των μαθημάτων μας.
Στους τρεις τελευταίους αιώνες αυτό το όραμα περί λογοτεχνίας εξιδανικεύτηκε, όπως εξιδανικεύτηκε και το πρότυπο του φιλολόγου που τη μελετά, ένα πρότυπο ηθικο-θρησκευτικό. Στην κιβωτό του κόσμου της φιλολογίας είναι ακριβώς αυτό το όραμα που βρίσκεται σε κρίση ή που κινδυνεύει, τώρα που κλείνει τον ιστορικό του κύκλο· αυτό που πρόσφατα χαρακτηρίστηκε «επέκταση» της περιμέτρου της λογοτεχνίας σήμερα (ιστορική, γεωγραφική, θεματική, ειδολογική, διαμεσική, πολιτική, κοινωνιολογική, θεσμική[17]) προκαλεί αναταραχή, καθώς δεν συνάδει με τα παραδοσιακά κριτήρια που έχουμε μάθει ότι συγκροτούν το λογοτεχνικό πεδίο, του οποίου η αυτονομία φαίνεται να καταργείται εκ νέου. Διότι έχουμε εγκαθιδρύσει τη λογοτεχνία ως οντολογική κατηγορία, ενώ πρόκειται αφενός για μια ιστορική κατηγορία που αφορά την αισθητική αντίληψη[18] με συγκεκριμένες χρονικές και χωρικές συνιστώσες, αφετέρου για μια λειτουργική κατηγορία που επιτρέπει στα πάντα να αναγνωστούν ή να απο-αναγνωστούν ως λογοτεχνία, στον βαθμό που ιστορικά, λογοτεχνία ήταν πάντα το αποτέλεσμα των προϋποθέσεών της. Με άλλα λόγια, το ότι σήμερα διαμορφώνεται ένα λογοτεχνικό και φιλολογικό πεδίο που ξεχαρβαλώνει τα παραδοσιακά μας εργαλεία αναγνώρισης, το ότι καθίσταται όλο και προφανέστερο πως οι μηχανισμοί μας πλέον δυσλειτουργούν και πως οι μέθοδοί μας δεν αρμόζουν πια, μας καλούν να αποδεχτούμε ότι η λατρεία του «αμετάβατου» της λογοτεχνίας (σύμφωνα με την περίφημη φράση του Μπαρτ το 1966)[19] έχει κλείσει την ιστορική της φάση, και ότι η φιλολογία που δεν έχει αδράξει την ευκαιρία να αναστοχαστεί την επιστημολογία της (πόσο μάλλον η φιλολογία που έχει αρνηθεί συνειδητά να το κάνει), βρίσκεται σε τελικό στάδιο. Μια ματιά εγχώρια και διεθνώς το διαπιστώνει εύκολα αυτό.
Αντικείμενο σε αναταραχή, πεδίο σε αναταραχή: ο Μαξ Πλανκ έγραψε ότι «μια νέα επιστημονική αλήθεια τείνει να επικρατεί όχι πείθοντας τους αντιπάλους της και κάνοντάς τους να δουν το φως, αλλά από το γεγονός ότι οι αντίπαλοί της σταδιακά πεθαίνουν και ότι η ανερχόμενη γενιά εξοικειώνεται με την αλήθεια από την αρχή».[20] Στην ιστορία των επιστημών η «αρχή του Πλανκ», όπως πλέον αποκαλείται, έχει συζητηθεί κι έχει μελετηθεί πολύ. Οι θετικές επιστήμες έχουν αποδείξει ότι ο θάνατος αποτελεί αφετηρία επιστημονικής αλλαγής και προόδου.[21]
⸙⸙⸙
[Ανακοίνωση στη διαδικτυακή ημερίδα που διοργάνωσε το Τμήμα Φιλολογίας του ΑΘΠ με θέμα Η Νεοελληνική Φιλολογία και οι προκλήσεις του παρόντος και του μέλλοντος στις 9 Δεκεμβρίου 2022. Ο Δημήτρης Καργιώτης είναι καθηγητής συγκριτικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.]
[1] Οι λέξεις σε εισαγωγικά είναι από το κείμενο-πρόσκλησης της ημερίδας.
[2] Thomas S. Kuhn, The Structure of Scientific Revolutions, Chicago, The University of Chicago Press, 42012 (11962).
[3] Έτσι έχει μεταφραστεί ο όρος «falsifiability» του Karl Popper, The Logic of Scientific Discovery, London, Routledge, 2002 (11935).
[4] «The Evolution of Science», Science-New Series, τόμ. 148, τεύχ. 3671, σ. 737. http://www.jstor.org/stable/1716330.
[5] Ο Seidman υποστηρίζει ότι: «κάθε επιστημονική θεωρία επιδιώκει να νομιμοποιηθεί και να κυριαρχήσει αναδομώντας το παρελθόν ως μια σωρευτική εξέλιξη που αποκρυσταλλώνεται στη δική της συστηματοποίηση» (σ. 121-122). Βλ. Steven S. Seidman, «Models of scientific development in sociology», Humboldt Journal of Social Relations, τόμ. 15, τεύχ. 1, 1987, σ. 119- 139.
[6] Imre Lakatos, The Methodology of Scientific Research Programmes, επιμ. John Worrall και Gregory Currie, Cambridge, Cambridge University Press, 1980.
[7] Edward A. Tiryakian, «The Significance of Schools in the Development of Sociology», στο William E. Snizek κ.ά. (επιμ.), Contemporary Issues in Theory and Research: A Metasociological Perspective, Westport, Greenwood Press, 1979, σ. 211-233.
[8] Jeffrey C. Alexander, «Paradigm Revision and Parsonianism», Canadian Journal of Sociology, τόμ. 4, τεύχ. 4, 1979, σ. 343-358.
[9] Βλ., πχ., για τις θετικές επιστήμες, Xiaoling Sun κ.ά., «Social Dynamics of Science», Scientific Reports 3, αρ. 1069, 2013, σ. 1-6. https://doi.org/10.1038/srep01069· Mario Coccia, «General Properties of the Evolution of Research Fields: a Scientometric Study of Human Microbiome, Evolutionary Robotics and Astrobiology», Scientometrics, τόμ. 117, τεύχ. 2, 2018, σ. 1265-1283. https://doi.org/10.1007/s11192-018-2902-8.
[10] Βλ. James Harvey Robinson (επιμ. και μτφ.), Petrarch: The First Modern Scholar and Man of Letters, New York, G.P. Putnam, 1898, σ. 274-275. Μεταφράζω εγώ.
[11] Henri-François D’Aguesseau, Des causes de la décadence de l’éloquence, 1699.
[12] Stéphane Mallarmé, «Crise de vers» (1897), στο Oeuvres complètes, επιμ. Henri Mondor και G. Jean-Aubry, Paris, Pléiade, 1945, σ. 360.
[13] Νάσος Βαγενάς, «Η κρίση του ποιητικού λόγου», Το Βήμα 14.1.2001.
[14] Η πρόσφατη τηλεοπτική σειρά The Chair (Netflix, 2021) αποτυπώνει με κωμικό τρόπο τη ζωή στο Τμήμα Φιλολογίας του φανταστικού Pembroke University, του οποίου τα μέλη ΔΕΠ αγωνίζονται να διαχειριστούν τη νέα πραγματικότητα. Με τη Sandra Oh, τον Jay Duplass, τον Bob Balaban, κ.ά.
[15] Βλ., λόγου χάρη, Tzvetan Todorov, La littérature en péril, Paris, Flammarion, 2007· Antoine Compagnon, La littérature, pour quoi faire?, Paris, Collège de France / Fayard, 2007 και, πιο πρόσφατα, La vie derrière soi: fins de la littérature, Paris, Éditions des Équateurs, 2021· William Marx, L’adieu à la littérature. Histoire d’une dévalorisation (XVIIIe-XXe siècle), Paris, Éditions de Minuit, 2005 και, πιο πρόσφατα, La haine de la littérature, Paris, Éditions de Minuit, 2015· Jean-Marie Schaeffer, Petite écologie des études littéraires. Pourquoi et comment étudier la littérature, Paris, Éditions Thierry Marchaisse, 2011.
[16] Ο Alexandre Gefen, L’Idée de littérature: de l’art pour l’art aux écritures d’intervention, Paris, José Corti, 2021, σ. 43, θεωρεί πως η καταστατική χειρονομία ίδρυσης της «ιστορίας της λογοτεχνίας» γίνεται με την Mme de Staël στο De la littérature, considérée dans ses rapports avec les institutions sociales, Paris, Maradan, 21800 (11799).
[17] Από τον Gefen, στο ίδιο.
[18] Ο Μπουρντιέ κάνει λόγο για «ιστορική κατηγορία καλλιτεχνικής αίσθησης». Βλ. Pierre Bourdieu, Les règles de l’art: genèse et structure du champ littéraire, Paris, Seuil, 21998 (11992), σ. 481.
[19] Roland Barthes, «Écrire: verbe intransitif?», στο Roland Barthes, Œuvres complètes III. Livres, textes, entretiens. 1968-1971, Paris, Seuil, 2002, σ. 617-626.
[20] Max Planck, A Scientific Autobiography and Other Papers, tr. Franck Gaynor, London, Williams and Norgate, 1950, σ. 33-34. Και αλλού: «μια νέα μεγάλη επιστημονική ιδέα δεν επικρατεί συνήθως με τέτοιο τρόπο ώστε οι αντίπαλοί της να πείθονται και να προσηλυτίζονται σταδιακά –είναι πολύ σπάνιο ο Σαύλος να γίνεται Παύλος– αλλά μάλλον επειδή οι αντίπαλοι σταδιακά πεθαίνουν και μια γενιά που μεγαλώνει είναι εξαρχής εξοικειωμένη με την ιδέα αυτή. Όπως λέει και η παροιμία: Όποιος έχει τα νιάτα έχει και το μέλλον». Στο Max Planck, Wege zur Physikalischen Erkenntnis: Meine wissenschaftliche Selbstbiographie, Reden und Vorträge, επιμ. Klaus-Dieter Sedlacek, Norderstedt, BoD – Books on Demand, 2021, σ. 238. Μεταφράζω εγώ.
[21] Βλ., πιο πρόσφατα, την εμπειρική έρευνα των Pierre Azoulay, Christian Fons-Rosen και Joshua S. Graff Zivin, «Does Science Advance One Funeral at a Time?», American Economic Review, τόμ. 109, τεύχ. 8, 2019, σ. 2889-2920.