Καμιά μου ιδιότητα δεν δικαιολογεί τις σκέψεις που ακολουθούν. Αν γράφω για την Αμερική, ανταποκρινόμενος στην ευγενή πρόσκληση του εκδότη, δεν το κάνω διαθέτοντας την όποια εξειδίκευση ή επαγγελματική ενασχόληση με την πολιτική ή την ιστορία. Γράφω για την Αμερική με μοναδικό εχέγγυο για τα όσα γράφω το γεγονός πως ζω στην Αμερική πάνω από εικοσιπέντε χρόνια. Κάποτε αυτό το γεγονός σήμαινε κάτι. Δήλωνε την εξοικείωση με τη νοοτροπία των πολιτών μια χώρας μέσω μια εμπειρίας βιωματικής, αλλά υποδήλωνε επίσης και την αποστασιοποιημένη ματιά του μέτοικου που έχει τη δυνατότητα της μετάφρασης από το ένα κοινωνικό ιδίωμα στο άλλο.
Για τον Ευρωπαίο μέτοικο η Αμερική παρουσιάζει μια ιδιαίτερη δυσκολία στη μετάφραση. Ο πολίτης μια ευρωπαϊκής χώρας έχει μάθει να μιλά τη γλώσσα του χρόνου, η αμερικανική εμπειρία, όμως, είναι γραμμένη στη γλώσσα του χώρου. Κι αυτό γιατί η Αμερική είναι μια αχανής χώρα, η χώρα του χώρου. Για να δώσω μόνο ένα παράδειγμα αυτής της διαφοράς: ο Αμερικανός δεν ελπίζει, όπως ο Ευρωπαίος ομόλογός του, σε ένα καλύτερο αύριο –αν το σήμερα δεν τον ικανοποιεί εκεί που βρίσκεται θα μαζέψει τα πράγματά του και θα βγει στον δρόμο (με την κατά Κέρουακ σημασία της φράσης) προς αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής αλλού, σε μια άλλη πόλη, σε μια άλλη πολιτεία, στην άλλη ακτή της Αμερικανικής ηπείρου. Η σημασία που έχει ο χώρος έναντι του χρόνου στην Αμερικανική εμπειρία είναι δύσκολο να γίνει κατανοητή από τον Ευρωπαίο μέτοικο (και ακόμα δυσκολότερα την αντιλαμβάνεται ο Ευρωπαίος επισκέπτης), ο οποίος κατανοεί όχι μόνο τη ζωή του αλλά και την ιστορία του, την ιστορία του πολιτισμού του, ως χρονικό, δηλαδή με κατηγορίες του χρόνου και όχι ως την χαρτογράφηση μιας ασυνείδητα νομαδικής πορείας. Για να το πω αλλιώς: κάποιος που έχει μεγαλώσει σε μια ευρωπαϊκή χώρα αντιλαμβάνεται την κοινωνική διάσταση της ζωής του με όρους, για παράδειγμα, ενός ποδοσφαιρικού αγώνα όπου ο χρόνος του παιχνιδιού μετράει τόσο ώστε να υπαγορεύει την οργάνωση και την εξέλιξη του ίδιου του παιχνιδιού, σε αντίθεση με το μπέιζμπολ, το κατεξοχήν και πλέον αντιπροσωπευτικό παιχνίδι της αμερικανικής κουλτούρας. Στο μπέιζμπολ είναι τοπαιχνίδι το ίδιο, ο τρόπος με τον οποίον εξελίσσεται, που καθορίζει και αποφασίζει τη διάρκειά του. Το ίδιο το παιχνίδι δεν έχει προκαθορισμένη διάρκεια. Ο χρόνος δεν υπολογίζεται στο μπέιζμπολ.
Σε τι διαφέρει, λοιπόν, το να ζει κανείς με όρους του χώρου; Η ευκολία στη μετακίνηση κατά μήκος και κατά πλάτος της αμερικανικής ηπείρου, και το γεγονός πως κάποιος μπορεί όχι μόνο να πάει παντού, αλλά και να είναι παντού (για τις επιπτώσεις της ψηφιακής επανάστασης περισσότερα σε λίγο), δικαιολογεί ίσως το πόσο ξένο και παράξενο είναι για την αμερικανική νοοτροπία το να ριζώσεις κάπου. Ακριβώς επειδή είναι η χώρα του χώρου, η Αμερική δεν έχει τόπο, δεν έχει τοπο-θεσίες, που θα επέτρεπαν το ρίζωμα. Η σωματική και εικονική πανταχού παρουσία επιφέρει ως παρενέργεια την α-τοπία, καθώς με το να είναι κανείς παντού είναι επίσης και πουθενά. Γι’ αυτό και δεν συνιστά καμιά δυσκολία το να αποσπαστεί ο Παρθενώνας ή ο Πύργος του Άϊφελ από τον φυσικό και ιστορικό τους χώρο και να μεταφερθούν ολόκληρα σε ακριβή αντίγραφα στο Νάσβιλ και στο Λας Βέγκας αντίστοιχα. Και ίσως γι’ αυτό μόνο μια ουτοπία, όπως το Αμερικανικό Όνειρο, θα μπορούσε να παίξει τον ρόλο του τόπου, του ριζώματος, της αρχαίας αγοράς, για τον Αμερικανό πολίτη. Η επιδίωξη της ατομικής ευμάρειας δεν περιορίζεται σε έναν τόπο, αφού μπορεί (και πρέπει) να την αναζητήσει κανείς παντού. Η στρατιωτική και διπλωματική παρεμβατικότητα της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής αποσκοπεί στη μεταμόρφωση κάθε άλλης χώρας σε κατάλληλο χώρο για την επιδίωξη του αμερικανικού ονείρουˑ μέσα από αυτήν τη μεταμόρφωση, η οποία συχνά βαφτίζεται ως «εκδημοκρατισμός» και που στην πραγματικότητα δεν πρόκειται παρά για την ομοιογενοποίηση και του εξωτερικού της χώρου, η Αμερική (πιστεύει πως) εκπληρώνει το ιστορικό της πεπρωμένο. Το συμπέρασμα αυτών των παρατηρήσεων εξάγεται εύκολα: η Αμερική δεν είναι ένας τόπος αλλά ένας τρόπος ζωής ο οποίος δεν εντοπίζεται αλλά, ως αποδεσμευμένος από την όποια εντοπιότητα, ως από-λυτος τρόπος, παραμένει ελεύθερος να ταξιδέψει. Και πράγματι ο αμερικανικός τρόπος ζωής τυγχάνει να είναι το πλέον διαδομένο προϊόν εξαγωγής των ΗΠΑ. Μάλιστα, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί πως αυτό είναι και το μόνο προϊόν που εξάγει η Αμερική, εφ’ όσον όλα τα άλλα (όπως, η αμερικανική pop κουλτούρα και η pop κουζίνα), αν δεν αποτελούν τη διαφημιστική καμπάνια του συγκεκριμένου προϊόντος, τότε αποτελούν τις οδηγίες χρήσης του.
Και έτσι, όπου ο αμερικανικός τρόπος ζωής ταξιδεύει, τον ακολουθεί κατά πόδας η σχετική εμπειρία της ανεστιότητας –όχι της νοσταλγίας (η νοσταλγία προϋποθέτει την εντοπιότητα στην οποία επιθυμεί να επιστρέψει, ανεξάρτητα αν τις περισσότερες φορές ο τόπος της επιστροφής δεν είναι προσδιορίσιμος εντός των γεωγραφικών ή ιστορικών συνισταμένων της πραγματικότητας). Ο όρος «ανεστιότητα» δεν αναφέρεται τόσο στους μετέχοντες στον αμερικανικό τρόπο ζωής εντός και εκτός των συνόρων της Αμερικής –ενδεικτικό της οποίας είναι το γεγονός ότι τα σπίτια μας οικοδομούνται και διακοσμούνται ολοένα και περισσότερο σαν δωμάτια ξενοδοχείων και τα ξενοδοχεία μοιάζουν ολοένα και περισσότερα με εξόριστες, αν και πολυτελείς, (πολύ)κατοικίες. Η δική τους ανεστιότητα είναι μόνο το σύμπτωμα, αιτία του οποίου είναι μια άλλου είδους ανεστιότητα, αυτής των όρων με τους οποίους κατανοούμε, συζητάμε και αναλύουμε σήμερα την Αμερική. Αυτό που εννοώ μιλώντας για την ανεστιότητα των όρων είναι το γεγονός πως γεωπολιτικές και οικονομικές κατηγορίες όπως «καπιταλισμός», «σοσιαλισμός», «εθνικισμός», «συντηρητισμός», «φιλελευθερισμός», «Δυτικός» κόσμος ή πολιτισμός, «αριστερά», «φασισμός» και τα καθεξής, έχουν γίνει ασταθείς και συνεπώς έχουν πάψει πια να οργανώνονται στους παραδοσιακούς ιδεολογικούς συνδυασμούς[1].
Μπορούμε να φανταστούμε, παραδείγματος χάριν, τους καταναλωτές μιας καπιταλιστικής χώρας να μποϋκοτάρουν για ιδεολογικούς λόγους τα προϊόντα μιας εταιρείας, όπως συχνά συνέβη κατά το παρελθόν και στην Αμερική. Το αντίστροφο, όμως, θα ήταν λιγότερο αναμενόμενο. Μεγάλοι εμπορικοί όμιλοι μποϋκοτάρουν τους πελάτες τους λόγω διαφωνίας με τις πολιτικές πεποιθήσεις τους[2]. Έχουμε εδώ συγκεκριμένες περιπτώσεις όπου ο καπιταλισμός, κατανοητός ως η αρχή τού «ο πελάτης έχει πάντα δίκιο», αυτοϋπονομεύεται. Μια τέτοια αυτοϋπονόμευση της καπιταλιστικής αγοράς δεν συνιστά ήττα, παρά μόνο τη νέα μετάλλαξη του καπιταλισμού. Για τις μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες που ελέγχουν το μονοπώλιο της ψηφιακής επανάστασης (π.χ. Amazon, Google, Facebook), ο πελάτης είναι κάτι περισσότερο από πελάτης, είναι ο πολίτης τους. Η ιδεολογική αυτοϋπονόμευση μια εμπορικής εταιρείας, η οποία σπεύδει να πάρει το ένα ή το άλλο μέρος στην τρέχουσα κοινωνικό-πολιτική διαμάχη, όπως είναι πια ο κανόνας, μπορεί να κοστίζει σε τζίρο, κερδίζει όμως στη δημιουργία (και διαφήμιση) μιας (ιδεολογικό-πολιτικής) ταυτότητας, ταυτότητας την οποία ο πελάτης/πολίτης καλείται να υιοθετήσει. Είναι γνωστό, άλλωστε, πως η καπιταλιστική αγορά δεν πουλάει πιά προϊόντα ή τουλάχιστον όχι μόνο προϊόντα, αλλά προϊόντα που είναι κιόλας αξίες. Στο μέλλον, αν μου επιτραπεί να αποπειραθώ μια πρόβλεψη, εταιρείες όπως οι προαναφερθείσες θα μεταλλαχθούν σε οιoνεί πολιτικές οντότητες, ανταγωνιστικές του κράτους-έθνους[3].
Αυτό που προσπάθησα να καταδείξω στο σύντομα αυτό σημείωμα είναι πως η όποια προσπάθεια κατανόησης της Αμερικανικής ουτοπίας σήμερα με έννοιες μια πραγματικότητας που έχει πάψει πιά να υπάρχει, είναι ατελέσφορη. Η Αμερική δεν ήταν ποτέ μια χώρα. Ήταν το πρώτο κράτος που προήλθε με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο από την μέχρι τότε κοσμογονία των εθνών. Γεννήθηκε ως ιδέα και παραμένει μια ιδέα. Αμερική είναι το όνομα μιας εποχής, της εποχής μας.
Σημειώσεις
[1] Η πολιτική ζωή των ΗΠΑ κατά την τελευταία τετραετία έχει να προσφέρει πλήθος παραδειγμάτων αυτής της εννοιολογικής αστάθειας. Για παράδειγμα, ποιός θα μπορούσε να φανταστεί πως η σοσιαλιστική κριτική «στα δεκανίκια του Αμερικανικού ιμπεριαλισμού», όπως εκφράστηκε τη δεκαετία του ʼ80 μέσα από τα συνθήματα «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο», θα εύρισκε τον θερμότερο υποστηρικτή της και διαπρύσιο απόστολό της στο πρόσωπο αυτού του ίδιου του Προέδρου των ΗΠΑ;
[2] Όπως έκαναν πρόσφατα η Κόκα-Κόλα, η Δέλτα, και νωρίτερα η αλυσίδα καταστημάτων Chick-fil-A.
[3] Το κράτος στον ρόλο του ως αρχειοφύλακα όλων εκείνων των πληροφοριών που απαρτίζουν το ιστορικό του κάθε πολίτη (πιστοποιητικά, μητρώα, αρχεία), έχει ήδη υποκατασταθεί από το πλήθος και την ακρίβεια των καταχωρημένων πληροφορίων του πελάτη στα αρχεία των εταιρειών.