«Οι κραυγές του σύγχρονου ανθρώπου δεν προέρχονται από τα ίδια τα προβλήματα που αντιμετωπίζει, αλλά από το ότι το ιστορικό του στάδιο δεν τον βοηθεί να επιτύχει την αντίστοιχη μεταφυσική του διαφυγή» – Γεράσιμος Κακλαμάνης
Η υποτίμηση της δυσκολίας και η πριμοδότηση του αυθορμητισμού γεννούν τέρατα τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο. Κάθε τόπος και κάθε εποχή παρουσιάζουν τις ιδιάζουσες παθογένειές τους. Στο εντόπιο και το επίκαιρο έρχονται αενάως και προστίθενται, διεισδύουν ή επιβάλλονται επείσακτα ή έκτακτα φαινόμενα, τα οποία ενσωματώνονται με ποικίλο τρόπο και σε ποικίλο βαθμό για να συνδιαμορφώσουν ό,τι ονομάζουμε ιδιοπροσωπία. Έτσι, οι παθογένειες μιας συγκεκριμένης κοινωνίας, όσο κι αν διαθέτουν εξατομικευμένα και ειδοποιά χαρακτηριστικά, δεν είναι ποτέ αποκλειστικά ούτε ολότελα «δικές» της, αλλά σκιαγραφούν μια χαριτωμένη παραλλαγή της ελαττωματικής φυσιογνωμίας και της προβληματικής εξέλιξης του κόσμου. Τούτο μας επιτρέπει όταν αναφερόμαστε στην οικεία πραγματικότητα, ο λόγος μας να αξιώνει ένα minimum γενικής ισχύος. Και, ταυτόχρονα, να εμπλουτίζει την πανανθρώπινη γκάμα ανθρωποτύπων με τη γραφική ελληνική ιδιαιτερότητα.
Η γη, λοιπόν, που γέννησε την επιστήμη και την τέχνη της πολιτικής στη Δύση βρίσκεται σήμερα στην οικτρή κατάσταση που βλέπουμε. Να έχει τα κόμματα, τους εκπροσώπους/διαχειριστές, μα προπαντός την κοινή γνώμη και το εκλογικό σώμα που έχει. Θα σταθούμε στο δεύτερο, καθώς από εκεί ξεκινούν όλα.
Η πολιτική σήμερα στην Ελλάδα, και ως διανοητική και ως εμπειρική πρακτική, δεν θεωρείται από τον «λαό» ούτε επιστήμη ούτε τέχνη, τέτοια που να χρήζει της αντίστοιχης ικανότητας για τη σύλληψη, τη σπουδή, την κριτική και την άσκησή της, αλλά έχει ειδικά τις τελευταίες δεκαετίες εκφυλιστεί σε ένα θλιβερό πλέγμα αλληλένδετων αυτονόητων.
Κατ’ αρχάς, σ’ ό,τι αφορά την αντίληψη, το αισθητήριο και το κριτήριο. Παρά την ολοένα και μερικότερη κατάρτιση αλλά και πληροφόρησή του, ο λαός –η πλειοψηφία, ο δήμος, η κοινωνία– διακατέχεται όλο και περισσότερο από την πεποίθηση ότι γνωρίζει και κατανοεί τι συμβαίνει. Χωρίς αμφιβολία, καίριο ρόλο διαδραματίζει εδώ η «προοδευτική» παρακαταθήκη, η οποία με το ένα χέρι περιορίζει την οπτική της σε μονομερή, ελλιπή, απλουστευτικά και ιδεοληπτικά όργανα, ενώ με το άλλο προτάσσει την επιτακτικότητα του χρέους ενασχόλησης και μετοχής. Πρέπει εν προκειμένω να χρεωθούν κυρίως στο μαρξιστικό δόγμα η απολυτοποίηση του μερικού (και μάλιστα στην πιο αποτρόπαιη, ήτοι πιο αντιμεταφυσική εκδοχή του) και συνάμα η ψευδαίσθηση ερμηνευτικής αυτάρκειας, η αντικατάσταση της Weltanschauung από την Ideologie και, κατ’ επέκταση, η καθιέρωση μιας παράδοσης “απρόσεχτης χρήσης” του δεύτερου όρου (ιδεολογία), όπως σημειώνει ο J. Plamenatz. Επίσης εδώ θα πρέπει να συνυπολογίσουμε την αφάνταστη συμβολή των νέων τεχνολογιών, πρωτίστως του διαδικτύου, και της αυτόβουλης, άκριτης και ανεμπόδιστης πρόσβασης σε ασύμμετρα πεδία, όπου, βέβαια, η καλή πλευρά της τεχνικής εμφανέστατα «μετατρέπεται σε κακή με την απλή της μεγέθυνση» (Hans Jonas). Δεν άργησε ο εκδημοκρατισμός στην κατανάλωση να φέρει την τυραννία της μαζικής χρήσης. Το θαύμα της επιστήμης –όπως και της ζωής– εξαιτίας του «αυτονόητου» χαρακτήρα του, δεν εκτιμάται δεόντως, τουτέστιν δεν αντιμετωπίζεται με το αρμόζον αίσθημα ευγνωμοσύνης, δέους, σεβασμού, ευθύνης και ταπεινότητας. Όταν δε κάτι τέτοιο συναντήσει την ελληνική κουτοπονηριά, πτωχαλαζονεία ή άλλους μηχανισμούς υπερνίκησης συμπλεγμάτων κατωτερότητας, τα αποτελέσματα είναι τραγελαφικά.
Ποτέ οι συμπολίτες μας δεν γνώριζαν τόσα λίγα, δεν είχαν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στο φίλτρο τους, δεν εκφράζονταν τόσο πολύ, δεν τοποθετούνταν τόσο γρήγορα, δεν διεκδικούσαν με τόσο εσφαλμένο τρόπο τόσα πολλά και δεν επέλεγαν τόσο επιπόλαια. Γλαφυρό παράδειγμα η φυσικότητα με την οποία γίνονται όλοι σ’ ένα απόγευμα οικονομολόγοι, επιδημιολόγοι, συνταγματολόγοι, δικαστές κ.λπ…
Ένα άλλο αυτονόητο έχει τη μορφή της παρεξήγησης που εδράζεται στη μανιχαϊστική ψευδοαντίθεση «θεωρίας» και «πράξης» ή «παθητικής» και «ενεργητικής» παρουσίας, και στη σαφή προτεραιότητα στα δεύτερα. Ωσάν η διαμόρφωση προσωπικής και κοινής γνώμης να μη θεωρούνταν άσκηση πολιτικής, και μάλιστα υπέρτατη. Θυμόμαστε εδώ τον εύλογο εκνευρισμό του Miguel de Unamuno –του μεγαλύτερου αφυπνιστή και λαξευτή συνειδήσεων στον ισπανόφωνο κόσμο– κάθε φορά που τον ρωτούσαν επίμονα εάν «θα μπει» στην πολιτική, εννοώντας εάν «θα κατέβει» στις εκλογές –διότι, μεταξύ μας, στις εκλογές δεν «ανεβαίνει» κανείς. Ωσάν το Κοινοβούλιο να μην συναρτώνταν οργανικά με το λαϊκό αίσθημα. Στο πλαίσιο αυτής της θεμελιακής παρανόησης που συνιστά η επιταγή για «έμπρακτο» ενεργείν, η αναγκαία παύση και απόσταση, η στοιχειώδης, υπομονετική εξέταση και ζύγιση, η δυναμική σιωπή (μέχρι να αισθανθούμε ότι κατανοούμε και μέχρι να πεισθούμε ότι αξίζει/ωφελεί να μιλήσουμε), η μη ακαριαία κοινολόγηση και –φευ!– η «ουδέτερη» δήλωση, εκλαμβάνονται από τη σημερινή ελληνική βαναυσότητα όχι ως σωφροσύνη αλλά ως δειλία και προδοσία. Από την αρχαιοελληνική άμεση δημοκρατία απέμεινε μόνο η αμεσότητα, κι εκείνη υπό τη μορφή βιασύνης. Τίποτα δεν επέζησε από την παράδοση της vita contemplativa και της νηφαλιότητας ως προϋπόθεσης αποκάλυψης της αλήθειας, ενώ το ελάττωμα της πολυπραγμοσύνης διασώθηκε και μεταλλάχθηκε σε προσόν. Σήμερα είμαι «ενεργός πολίτης» θα πει σπεύδω να γνωματίσω και ν’ αποφανθώ δημοσίως, κατά κύριο λόγο ν’ αναρτήσω τη σχετική ανάρτηση, παίρνοντας θέση υπέρ ή κατά, σ’ ένα κρεσέντο περιπλοκής κι αλλοίωσης του ιδιωτικού βίου και του πολιτικού ζώου.
Περνάμε, κατόπιν, στο αυτονόητο που αφορά την «έμπρακτη» στάση. Μια στάση που εκπορεύεται και υπαγορεύεται από τη λήθη ή απαξίωση της οντολογικής δομής της πολιτικής, της πολιτικής φύσης του όντος και της απίστευτης συνθετότητας και απαιτητικότητας της σχετικής μελέτης· μιας μελέτης που –εκτός από τις νομικές, οικονομικές και πολιτικές επιστήμες– περιλαμβάνει απαραιτήτως το κύριο φάσμα των ανθρωπιστικών γνωστικών αντικειμένων: θεολογία, φιλοσοφία, ανθρωπολογία, κοινωνιολογία, ψυχολογία, ιστορία, φιλολογία, ιστορία της τέχνης· συν τον διαρκή, πολιτισμένο διάλογο, συν το αληθινά ταξικό και συμμετοχικό βίωμα, συν τη διεθνή επαφή και εικόνα, και, φυσικά, συν τη στιβαρή, σφαιρική, ψύχραιμη δημοσιογραφική ενημέρωση –κι όχι τη mainstream τοξική αντιποίησή της που πλασάρεται ως «εναλλακτική», «ανεξάρτητη» και «αντισυστημική». Προφανώς, η μετάβαση στην πολιτική πράξη, το είδος και το ύφος της εξαρτώνται από το κοσμοθεωρητικό, γνωσιακό και ψυχοσυνθετικό υπόβαθρο του καθενός.
Στο συγκλονιστικής οξυδέρκειας και διαχρονικότητας βιβλίο του José Ortega y Gasset Η εξέγερση των μαζών (1930) διαβάζουμε, μεταξύ άλλων, ότι η ανθρωπότητα διακρίνεται σε δύο τύπους ανθρώπων: σε εκείνους που έχουν απαιτήσεις απ’ τον εαυτό τους και σ’ εκείνους που δεν έχουν καμία αυτοαπαίτηση, κι ότι ο δεύτερος τύπος, ο άνθρωπος των μαζών (σημερινό πρότυπο: ο συνειδητά ή ασυνείδητα προσκολλημένος στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης), βουτηγμένος σ’ αυτόν τον τεχνικά αδιανόητο κόσμο, ουδέποτε αναλογίζεται τις προσπάθειες που προηγήθηκαν για τη διαμόρφωσή του, και διατελεί ισοβίως αλλοτριωμένος σε μία κατάσταση «ριζικής αγνωμοσύνης» προς εκείνο που κατέστησε δυνατά τα προνόμιά του, εκδηλώνοντας μια «ψυχολογία καλομαθημένου παιδιού», το οποίο φέρεται και άγεται από τις επιθυμίες του, δεν συνδιαλέγεται με κανέναν (κατ’ ουσίαν, δεν υπάρχει ο άλλος) και δεν αναγνωρίζει ούτε υποψιάζεται την παραμικρή αρχή ή νόρμα, πάνω στην οποία θεμελιώνεται η κουλτούρα. Η τραγική ειρωνεία εδώ κορυφώνεται στην ανυποψία των «αντικαπιταλιστών», των «αντικονφορμιστών» και των «πολέμιων της παγκοσμιοποίησης». Χαρακτηριστικό του μαζανθρώπου είναι η επιμονή του να έχει άποψη επί παντός επιστητού, άποψη, όμως, που δεν συνιστά προϊόν καμιάς βασάνου. Το νέο στοιχείο έγκειται στο ότι ο μαζάνθρωπος απαιτεί να έχει άποψη, απαιτεί να δικαιούται να έχει οποιαδήποτε άποψη και, μάλιστα, να την εκφράζει ανοικτά, κάτι που αισθάνεται ως «δικαιωματικό καθήκον» του. Έτσι, χάρη στα θεσμικά ευεργετήματα του μονίμως λοιδορούμενου δημοκρατικού πολιτεύματος –οποία αγνωμοσύνη!–, φτάνουμε στη μοιραία μορφή της έκφρασης αυτού του «καθήκοντος», τη δημόσια παρέμβαση, την «άμεση δράση» (acción directa), που αναφέρει ο Ortega. Από παλιά ξέρουμε πως οι τυραννίες «της πλειοψηφίας» (A. de Tocqueville) και «της κοινής γνώμης» (J. S. Mill) αποτελούν αυτοάνοσα νοσήματα της δημοκρατίας και είναι αδύνατον να προληφθούν. Η δε δημόσια εκπαίδευση δεν αρκεί για ν’ αναχαιτίσει την ορμή του πλήθους προς την ομοιογένεια, από ένα αριθμητικό/ποσοτικό όριο και πάνω. Η ανυπαρξία απαιτήσεων προς τον εαυτό κάνει να προάγονται η περιφρόνηση της γνώσης, της πείρας, της εξειδίκευσης, της αυθεντίας, της σοφίας, της παιδείας, της καθοδήγησης, της περίσκεψης και, τελικά, η αναισχυντία της αδαημοσύνης. Σ’ ένα σύμπαν επιτρεπτικότητας, πολλαπλασιασμού κι εξωτερικότητας, τίποτα δεν μεσολαβεί ανάμεσα στη βούληση και την πράξη. Ο δρόμος της αγελαίας εξωστρέφειας, του αβασάνιστου ακτιβισμού, ανοίγει. Και της βίας επίσης. Μάζα και βαρβαρότητα πάνε μαζί. Πάντοτε η ορμέμφυτη, μαζική συμπεριφορά εκβάλλει στην επιθετικότητα. «Το άκακον άθροισμα των ανθρώπων των περιπατούντων εις τον δρόμον, υπό την θαλπωρήν του ηλίου («ο άνθρωπος είναι καλός» κ.λπ.), μετεβλήθη πάραυτα εις αγέλην λύκων» θα γράψει στο θαυμάσιο πόνημα Η επαναστατική μάζα ο σπουδαίος Ευάγγελος Λεμπέσης.
Η απουσία αίσθησης επάρκειας, προετοιμασίας, αυτοαμφισβήτησης, αυτοελέγχου, αυτοκριτικής και, προπάντων, επιφυλάξεων, σκεπτικισμού –εκείνου του «στοχαστικού αποτραβήγματος» που λέει ο (άγνωστος και αμετάφραστος ακόμη στη χώρα μας) Odo Marquard–, σε συνδυασμό με την αποθέωση της δράσης, του παρορμητισμού και της αγανάκτησης οδηγεί στη σημερινή γνωστή αποθηρίωση, τη συλλογική παράνοια απείθειας, αποδόμησης και ισοπέδωσης, στον νέο μηδενισμό της αρνητικότητας. Διότι, το βλέπουμε, μονάχα ο αρνητισμός δύναται να εξασφαλίσει στη μάζα συνοχή και παλμό. Η ανάγκη εκφόρτισης, η μανία πύρινης καταστροφής, η έκρηξη, η μανία καταδίωξης, κατά τον Elias Canetti. «Η μάζα εξερράγη, η σκέψις απουσίασεν, ο θετικός σκοπός ήτο άγνωστος – “τι θα έλθει μετά την ανατροπήν”– όλοι “παρεσύρθησαν” και άτομα πολλών και διαφόρων προελεύσεων ευρέθησαν ηνωμένα και μαινόμενα όχι υπέρ τινος, αλλ’ εναντίον τινός», θα παρατηρήσει ο Λεμπέσης. Δυσφορία, μεμψιμοιρία, οργή, μένος, διαμαρτυρία, καταγγελία, εναντίωση –γενικώς, όλη η παλέτα των αρνητικών αντιδράσεων που βασίζονται στην προβολή τού μέσα στο έξω– πάντα βρίσκουν/εφευρίσκουν στον ευδιέγερτο όχλο αιτία και αφορμή να εκδηλωθούν. Αν στα παραπάνω «εύκολα» συναισθήματα πλασάρουμε «προοδευτικές» φαντασιώσεις, συμβολισμούς κι επιδιώξεις του Απολύτου, το οποίο «χρησιμεύει ως μέτρον αδιαλλαξίας», η πηγή ερεθισμάτων κατάστασης μειονεξίας, φθόνου, αδικίας, τιμωρίας, προσβολής, απειλής, άμυνας και πολέμου καθίσταται ανεξάντλητη. Προσφέρει κάκιστες υπηρεσίες στον τόπο όποιος επενδύει στα χαμηλά ανακλαστικά του λαού, φερ’ ειπείν στην αγανάκτηση, κι όποιος αναμοχλεύει πάθη. Δεν γίνεται να σπείρεις ανέμους και να μη θερίσεις θύελλες. Μ’ όλο που στις δημοκρατίες αργά ή γρήγορα τα σπασμένα των πονηρών δημαγωγών τα πληρώνουν όλοι, φταίχτες και άφταιγοι. Ακόμα χειρότερες υπηρεσίες προσφέρει όποιος αναζητεί και καλεί τον λαό ν’ αναζητήσει την ευθύνη στους άλλους. Η αναγωγή της θυματοποίησης σε ατομικό και πολιτικό τρόπο ισοδυναμεί με την αμετάκλητη καταστροφή και του ατόμου και της κοινωνίας.
Όταν απουσιάζουν η ενδοσκόπηση κι ο τίμιος αγώνας νοηματοδότησης· όταν αυτός διεξάγεται σε λάθος χώρο με λάθος εφόδια και όπλα· κι όταν η μύχια σύγκρουση παραμένει αδιευθέτητη, το ακαλλιέργητο άτομο τείνει να συγχέει την κακοδαιμονία του με την ατέλεια του συστήματος ή το κακό στον κόσμο και –αναλόγως τη θερμοαιμία του– να εξεγείρεται. Εύστοχο το σχόλιο του Max Scheler: «Σε όλους μας είναι γνωστά τα παιδιά που δεν βρήκαν στους γονείς τους την τρυφερότητα που προσδοκούσαν και, για κάποιο λόγο, ένιωσαν “ξένα” κάτω από την ίδια στέγη ή απώθησαν την τρυφερότητα και παρευθύς, δίκην διαμαρτυρίας, έστρεψαν τον ενθουσιασμό τους προς την ανθρωπότητα. Εδώ όπως και αλλού αυτός ο σκοτεινός και αόριστος ενθουσιασμός απέναντι στην “ανθρωπότητα” είναι το αποτέλεσμα ενός απωθημένου μίσους για την οικογένεια ή το περιβάλλον» και παραπέμπει στο παράδειγμα του πρίγκιπα Kropotkin: «Αυτή η λεπτή και τρυφερή φύση, μετά από μια σύγκρουση με τον πατέρα του, ο οποίος ξαναπαντρεύτηκε μετά από τον θάνατο της αγαπημένης του μητέρας, πήρε αρχικά το μέρος των υπηρετών του σπιτιού και κατόπιν αρνήθηκε όλες τις αξίες, κάθε θετικό ιδεώδες του ρωσικού έθνους και κράτους, για να καταλήξει στην αναρχία». Μια απλή ψυχομετρική αξιολόγηση των βετεράνων των κινητοποιήσεων και των πρωταγωνιστών των επεισοδίων θα υποχρέωνε άπαντες σε σοβαρές αναθεωρήσεις. Στο μεταξύ, ο εκτραχηλισμός γενικά στην κοινωνία εξαπλώνεται και παγιώνεται. Εξοικειούμενοι με την ανομία, επιτρέποντας την παρανομία, παραδινόμαστε στους νόμους της ζούγκλας, όπου σύντομα αλλά πολύ αργά διαπιστώνουμε πόσο προτιμότερη είναι, κατ’ αρχήν, η ατελής λειτουργία των θεσμών από την κατάργησή τους στο όνομα της τελειότητας.
Ένα ακόμα βασικό αυτονόητο: ο μύθος της Προόδου· όχι μόνο πως η Πρόοδος υπάρχει (που υπάρχει αλλά με πι πεζό!) αλλά πως δύναται, πέπρωται και επείγει να επιτευχθεί, και πως έχει αποκλειστικά «προοδευτικές» εκφάνσεις (βλ. μαξιμαλιστικές και ουτοπιστικές ονειροπολήσεις), καθώς επίσης και η αυταπάτη πως δηλώνοντας κάποιος «προοδευτικός» ή αναπαράγοντας «προοδευτικές» εξαγγελίες και σλόγκαν, συνεισφέρει στο θεάρεστο έργο της –à la carte– αποκατάστασης του καθενός και των πάντων. Αρκεί να δει κανείς την αυταρέσκεια στα πρόσωπα όσων αυτοχαρακτηρίζονται «αριστεροί», «προοδευτικοί», «προοδευτικές δυνάμεις», «δυνάμεις της αλλαγής», «προοδευτικές συμμαχίες», «συνασπισμοί της αριστεράς και της προόδου» κ.λπ. Είναι κωμικό: πόσοι πολλοί προοδευτικοί και πόση λίγη πρόοδος! Την ίδια στιγμή, τραγικό φαντάζει πόσο απέχει η σημερινή Αριστερά (ο ψηφοφόρος, ο πολιτευτής, ο διανοούμενος) από το ιδεώδες της, από κείνο που θα όφειλε να είναι αλλά κι από κείνο που υπήρξε κάποτε εδώ ή αλλού (π.χ. Λ. Κύρκος, N. Bobbio).
Εδώ, καλώς ή κακώς, θα πρέπει να γίνει παρατακτική αναφορά σε μια σειρά από βαθιά ριζωμένες στρεβλώσεις, που δεν στοιχειοθετούν απλώς την εν λόγω πολιτική νοοτροπία κατ’ αντίστιξη μ’ εκείνες της «συντηρητικής», αλλά έχουν επιβληθεί και καθορίζουν τον εν γένει δημόσιο λόγο και βίο. Εννοείται, το θέαμα της Δεξιάς δεν είναι λιγότερο θλιβερό σε ό,τι αφορά τις δικές της επιδόσεις, φαντασιώσεις και κορυφώσεις. Ωστόσο, δεν μπορεί να εξεταστεί κατ’ αντιπαράσταση με την Αριστερά, καθώς η παρουσία και η επιρροή της σε ιδεολογικό επίπεδο είναι στην πραγματικότητα αμελητέα. Έχουμε, λοιπόν: η αρχετυπική ύπαρξη Αριστεράς και Δεξιάς χωρίς κέντρο, ενδιάμεσα ή ποσοστώσεις, η εξίσωση της πρώτης με το δίκιο ή τον αγώνα και της δεύτερης με το άδικο ή την καταπίεση, κατά συνέπεια, η διαίρεση σε φίλους και εχθρούς (ο μη φίλος είναι εχθρός, ο μη αριστερός είναι δεξιός και ο κεντρώος κρυπτοδεξιός), η ταύτιση της αντίστασης και της εξέγερσης με τη βία ή την υγεία, η ένταξη στο κόμμα ή την παράταξη ως de facto πολιτικοποίηση, η συκοφάντηση της άρνησης προσχώρησης και της μετριοπάθειας, η μη υποψία αλληλοπεριχώρησης αλλά και αντιστρεψιμότητας επαναστατικότητας και συντηρητισμού, η μη παραδοχή αμέτρητων αποχρώσεων, προσμίξεων και αντιφάσεων, η απώθηση του φιάσκου του σοσιαλισμού, της παντοδυναμίας του καπιταλιστικού συστήματος και της μετατροπής όλων σε πελάτες/καταναλωτές,η μονοπώληση της προάσπισης του δίκιου του εργάτη και των εργασιακών δικαιωμάτων, η κατανόηση της εργασίας ως θυσίας και του πλούτου ως κλοπής, η εξ ορισμού ταύτιση του λαού με το καλό, η εκ του μακρόθεν εξιδανίκευση των κατώτερων στρωμάτων, των απόκληρων ή των μεταναστών, ο αόριστος συναισθηματικός διεθνισμός, ο ανέξοδος πασιφισμός και οι αυτοκτονικές συνταγματικές εκπτώσεις στο πλαίσιο της πολιτικής ορθότητας (π.χ. «ισλαμοφοβία»), η αδιάκριτη και άνευ όρων υποστήριξη ταυτοτικών μειονοτήτων και κάθε διεκδίκησής τους, η απέχθεια προς την ιεραρχία και την αριστεία ως διαπιστευτήριο δημοκρατικότητας, η αδιαπραγμάτευτη ασυλία συνδικαλιστών και φοιτητοπατέρων, ο εξοβελισμός όρων όπως «τάξη», «ασφάλεια» κ.ά. και η αντικατάστασή τους από όρους όπως «εξουσία», «καταστολή» κ.ά., η συμπάθεια προς την παρανομία, το περιθώριο και τους κατάδικους (η διαστροφική αντιστροφή του σχήματος «κλέφτες κι αστυνόμοι» και η ανερυθρίαστη τοποθέτηση υπέρ των πρώτων), η αξιωματική αμφισβήτηση του έργου και των λειτουργών της δικαιοσύνης, ο συμφεροντολογικός επαμφοτερισμός ως προς το κράτος, ο χλευασμός της φιλοπατρίας και σύνδεσή της με τον εθνικισμό, η εξομοίωση της θρησκευτικότητας με τη θεσμική θρησκεία και η υποτίμηση αμφοτέρων, η νεολατρία και η μανία κατάργησης των «παλαιών» θεσμών, οι παιδιάστικοι αναχρονισμοί (π.χ. προλετάριος στη φάμπρικα ή Ιερά Εξέταση στον Μεσαίωνα), ο εμμονικός εκθειασμός του ένδοξου εξιδανικευμένου παρελθόντος (π.χ. Οκτωβριανή Επανάσταση, Μάης του ‘68), οι ψυχασθενικές προσομοιώσεις (π.χ. «αστυνομοκρατία», «Άουσβιτς»), η φρεναπάτη του μη δογματισμού ή της ανεκτικότητας ή του μη φασισμού (πάντα ο άλλος είναι ο φασίστας), η χαλαρότητα και η επιείκεια προς την εξ ευωνύμων βία, η λήθη της απόλυτης σύμπτωσης και αλληλεξάρτησης των δύο άκρων (παρότι ο ναζισμός «υπερίσχυσε» σε απανθρωπία έναντι του σταλινισμού), η αφέλεια καταπολέμησης της Ακροδεξιάς διά της αυτοδικίας και διά των παραγόντων που τη γεννούν και τη συντηρούν, η αντιμετώπιση της κομματικής πολυδιάσπασης ως πλουραλισμού ιδεών, ο αδιέξοδος και αναξιοπρεπής αυτοπροσδιορισμός πάντοτε σε σχέση με τον μισητό αντίπαλο, η σταυροφορική πίστη στην ιερότητα του σκοπού και η δαιμονοποίηση του αλλόδοξου, η διαπιστωμένη ή κατά φαντασίαν εμπλοκή στην κάθε λογής αντίσταση και η δικαιωματική κεφαλαιοποίησή της, η σπουδή και η απερισκεψία στην ανακήρυξη ευεργετών, ηρώων, θυμάτων και μαρτύρων (πάντοτε ημετέρων και ουδέποτε σιωπηλών), το παντοτινό άλλοθι της δήθεν μη πλήρους εφαρμογής του οράματος/συστήματος, το κληρονομικό ακαταλόγιστο του ηττημένου, ό,τι, τέλος, σχετίζεται με το επονομαζόμενο «ηθικό πλεονέκτημα», που αποτελεί το άκρον άωτον της πολιτικο-ηθικο-πνευματικής εξαθλίωσης.
Ο μηχανισμός εκκοσμίκευσης μυθολογικών και θεολογικών σχημάτων είναι, εξάλλου, ιστορικά και ανθρωπολογικά αναπόφευκτος, χάρη στις παραμορφωτικές ιδιότητες των ιδεολογιών, με όλες τις ολέθριες ιστορικές και ανθρωπολογικές επιπτώσεις, καθώς «η θρησκεία και η ιδεολογία έχουν μεν κοινό το δόγμα, καταλήγουν όμως σε άνιση χρησιμοποίηση του μύθου. Ο μύθος της θρησκείας είναι τόσο ευρύς που μπορεί κάθε άνθρωπος να υπάρξει ατομικά σ’ αυτόν. Ο μύθος της ιδεολογίας, σαν έκφραση της ιστορικότητας του κοινωνικού συστήματος, συμμετέχει στον ιστορικό χρόνο και συνεπώς μπορεί να καταπνίξει από ενός σημείου και πέρα το άτομο»(Γερ. Κακλαμάνης).Η προσωπική εμπειρία νομιμοποιεί τον L. Kolakowski να επισημαίνει πως «οι μύθοι δεν είναι στην πραγματικότητα θεωρίες. Δεν είναι μεταφράσιμες σε κάποια μη μυθική γλώσσα».
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, μες στον απίστευτο εθνικό και κοινωνικό μαρασμό, φάνηκε πως πήγε να συμβεί κάτι ελπιδοφόρο: να συνδεθεί η ηθική με την πολιτική, οι αξίες με το στίγμα, οι προτάσεις με την υλοποίησή τους. Αλλά εκείνο που τελικά έγινε ήταν να εναποτεθεί η επικύρωση της όποιας ιδεολογίας στο πάθος του αγωνιστικού φρονήματος, στην πλειοδοσία σε ανθρωπισμό (λες και το περισσότερο κακό στην ιστορία δεν προήλθε από ανθρώπους με καλές προθέσεις, σωτηριολογικά προγράμματα ή βεβαιότητα ότι πράττουν το ορθό), στη σαγήνη του αγορεύειν/δημοσιεύειν και στη μαχητικότητα του καφενειακού και πεζοδρομιακού ακτιβισμού. Διότι στην Ελλάδα το πολιτικό προφίλ του πολίτη δεν διαγράφεται από τον καθημερινό τρόπο ζωής του μήτε οι όποιες (φιλάνθρωπες και αλληλέγγυες) ιδέες του τεκμαίρονται από την κοινωνική ή τη διαπροσωπική διαγωγή του. Το νέο διεθνές μαζικό πρότυπο είναι ένα υβρίδιο ιδεολόγου και ακτιβιστή. Στη χώρα μας ευδοκιμεί η πολύ παραγωγική κι ανθεκτική ποικιλία που όλοι γνωρίζουμε. Ποιος, όμως, ακούει σήμερα τον Unamuno; «Τι ιδέες πρεσβεύεις; Όχι τι ιδέες πρεσβεύεις, αλλά πώς είσαι; πώς ζεις; Ο τρόπος κατά τον οποίο ζούμε δίνει αλήθεια στις ιδέες μας, όχι αυτές στη ζωή μας». Ακόμα λιγότερο κρίνεται η αξία ενός πολιτικού από το ήθος και το έργο του. Η ασυνέπεια θεωρίας και πράξης, ιδανικών και ενσάρκωσης, χαρακτηρίζει όλους τους τομείς της εθνικής επικράτειας.
Ωστόσο, πέρα από κάθε λογής αξιολογικές κρίσεις για τους κυβερνώντες και τους κυβερνωμένους, για τα αλληλοτροφοδοτούμενα ποιοτικά τους γνωρίσματα, υποτίθεται πως η πολιτική είναι πρώτα απ’ όλα διοίκηση. Της τέχνης προηγείται ή μάλλον προϋποτίθεται η τεχνική, κάτι που επίσης ξεχνάμε και συγχωρούμε. Στον πολιτικό στίβο βλέπουμε να αναδεικνύονται, να επιβιώνουν και να διακρίνονται πρόσωπα τα οποία στερούνται ακόμα και των στοιχειωδών ικανοτήτων. Δεν είναι καθόλου αυτονόητο ότι ένας πολιτικός, ανεξαρτήτως επιπέδου, σοφιστικής δεινότητας, προθέσεων ή αφοσίωσης, διαθέτει διοικητικές και οργανωτικές αρετές. Από την άλλη, μόνο μια αντίστοιχη άγνοια κάνει τον πολίτη να μη θεωρεί τη διαχείριση των κοινών ως ένα από τα χαλεπότερα λειτουργήματα. Μόνο η βαθιά άγνοια τροφοδοτεί την αδιάλειπτη και έντονη κριτική. Εύκολα κρίνει όποιος δεν έχει ιδία πείρα, όποιος δεν διοίκησε, όποιος δεν κυβέρνησε. Μα αν δοκιμάστηκε και απέτυχε, πρέπει να έχει απύθμενο θράσος. Κάθε οπαδός στην εξέδρα έχει κι από μια άποψη, μια συνταγή επιτυχίας, μια βρισιά για τον προπονητή, ποιος νοιάζεται αν ο ίδιος άνθρωπος, ενήλικας, ψηφοφόρος και πιθανόν κηδεμόνας, ουδέποτε ανέλαβε διαχειριστής στην πολυκατοικία του, ενώ στη ζωή του δεν τα κατάφερε και ιδιαίτερα καλά. Η ασχετοσύνη, τώρα, σε συνδυασμό με την ευσυγκινησία και το λαϊκό εκτόπισμα, παράγει και το ενοχλητικό φαινόμενο του πασπαρτού, οργίλου, ευνοημένου/βολεμένου, πολιτικοποιημένου καλλιτέχνη, πάντα σχεδόν «αριστερού», που παίρνει σε κάθε ευκαιρία τον λόγο και σκορπά ένθεν κακείθεν αφελείς ετυμηγορίες, ξετρελαίνοντας το κοινό του και συμβάλλοντας στην παράλογη πόλωση και την απενοχοποίηση της αμάθειας.
Η νεωτερική σύλληψη του ύψιστου (και πολυειδούς) αγαθού, της ελευθερίας, αναφέρεται στη διασφάλιση της ιδιωτικής άσκησής της και την εξατομίκευση της ευημερίας, όπερ μοιραία έχει οδηγήσει στο πέρασμα από τη συμμετοχική στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία και, ως εκ τούτου, στη σταδιακή ανάθεση των πραγμάτων σε επαγγελματίες διαχειριστές (B. Constant). Στην πραγματικότητα, σε ολοένα και πιο απνευμάτιστους γραφειοκράτες και τεχνοκράτες, χωρίς γνήσια ευαισθησία και οραματισμό, οι οποίοι θα έπρεπε τουλάχιστον να ελέγχονται και να κρίνονται με βάση τη διαχειριστική τους αποτελεσματικότητα. Κάτι που συμβαίνει όλο και λιγότερο, καθώς τα άτομα, στερούμενα των τεχνικών εργαλείων και απομακρυνόμενα από τα κέντρα λήψης αποφάσεων, βυθίζονται όλο και περισσότερο στην κατ’ ιδίαν απόλαυση των μαζικών αγαθών, την ευχέρεια της οποίας εκλαμβάνουν ως ελευθερία. Τους μένει μόνο η περίσωση και διάδοση των παραμυθητικών ιδεών, ιδεωδών και ιδεολογιών, στις περιπτώσεις που δεν το κάνει κι αυτό η κρατική προπαγάνδα διά των φαύλων λαϊκιστών της. Η φροντίδα αυτή, περιέργως, εντείνεται στον βαθμό που το άτομο συνειδητοποιεί πως η κορυφαία του δυνατότητα είναι μία ψήφος ανάμεσα σε εκατομμύρια άλλες και πως η ιστορία δεν τον λαμβάνει υπόψη, και που υποψιάζεται την ανακολουθία και κυρίως τη γελοιότητά του ως προς το τι επικαλείται, τι στ’ αλήθεια το κόφτει και πόσο εν τέλει επιδρά. Ειδικά στις νεαρότερες ηλικίες (μαθητές, έφηβους, αιώνιους έφηβους, φοιτητές, αιώνιους φοιτητές κ.ά.), ο ζήλος της πολιτικοποίησης είναι αναμφίβολα ειλικρινής, όμως, ορίζεται από την άγνοια και την απειρία. Όπως εξομολογείται ο μεγάλος Raymond Aron: «Γενικά οι νεαροί φοιτητές έχουν τόσο περισσότερες θεωρίες για τα πολιτικά πράγματα όσο λιγότερη πολιτική εμπειρία διαθέτουν. Προσωπικά, ξέρω ότι στην ηλικία όπου είχα τις πιο σίγουρες πολιτικές θεωρίες, δεν είχα καμία εμπειρία για τον τρόπο, με τον οποίο διεξάγεται η πολιτική». Αν ήταν μονάχα θεωρητική η συσκότιση, θα επρόκειτο απλώς για αναμενόμενα τερτίπια της ηλικίας. Όμως, σε μια εποχή κοινωνικής λατρείας και πολιτικής κολακείας της νεότητας, οι καταστάσεις αποκτούν επικίνδυνη τροπή, όταν η τύχη τους εναπόκειται στις θυμικές αντιδράσεις μιας κρίσιμης μερίδας του πληθυσμού, η οποία εμφορείται από την πεποίθηση ότι βιώνει ανεπανάληπτα δεινά και ότι διεξάγει ηρωικούς αγώνες. Δεινά και αγώνες που φαντάζουν –και είναι– αστειότητες αν συγκριθούν –και πρέπει– με πρόσφατες οριακές, δραματικές συνθήκες όπως ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Τα πάντα υποτίθεται πως σταθμίζονται ή θα έπρεπε να σταθμίζονται με γνώμονα την «πραγματικότητα». Τωόντι, η «ζωή», μέσω της αμείλικτης αντικειμενικότητάς της, έρχεται να βάλει τα πράγματα στη θέση τους, υποχρεώνοντας σ’ έναν ούτως ή άλλως αναπόδραστο συμβιβασμό, ο οποίος αναλόγως το στάδιο ψυχικο-νοητικο-πνευματικής ωρίμανσης, βιώνεται ως νομοτέλεια ή πανωλεθρία, ευκαιρία ή καταδίκη, ταπεινοσύνη ή ταπείνωση. Από αυτόν τον ρεαλισμό και τις ποιότητές του θα σχηματιστεί η προσωπικότητα. Κι όσο πνευματικότερος είναι ο τρόπος κατάφασής του, τόσο ηθικότερες συμπεριφορές θα προκύψουν, τόσο δημοκρατικότερα ήθη θα καθιερωθούν και, παραδόξως, τόσο ποιητικότεροι κι «επαναστατικότεροι» καρποί θα ξεπεταχτούν.
Από την άλλη, όσο πιο φαντασιακό ή παιδαριώδες είναι το οικουμενικό όραμα και όσο πιο αδύνατη η συμβολή στην αλλαγή του κόσμου· όσο πιο απλοϊκή η αντίληψη, τόσο πιο αρραγής και μεθυστική η αυτοπεποίθηση, τόσο πιο δυναμική η απάντηση, τόσο πιο φλογερή η προσφυγή και η επένδυση σε μεγαλοστομίες. Όσο η συμμετοχή του ατόμου,του αφυπνισμένου δήθεν αλλά πάντα μαζικού καταναλωτή, στην ανατροπή της καθεστηκυίας τάξης αποδυναμώνεται εξαιτίας των μέσων που το ίδιο οικειοθελώς και φανατικώς χρησιμοποιεί·όσο αισθάνεται πως ξεμακραίνει από την επίτευξη των ανεπίτευκτων στόχων του, μα, προπαντός, όσο μεγαλώνουν εντός του η αισχύνη και η ενοχή για την ολοφάνερη προδοσία των αρχών και αξιών, τόσο η στάση του ριζοσπαστικοποιείται και το άλλοθι γιγαντώνεται σε βαθμό που να σβήνει την αλγεινή επίγνωση της ανημπόριας και της ασυνέπειας· τόσο υιοθετούνται και αναπτύσσονται ο χαρακτήρας και ο ρόλος του αδικημένου/θύματος, γενναιόδωροι σε ενδοψυχικές και κοινωνικές αποζημιώσεις· τόσο καθαγιάζεται η μαξιμαλιστική και ουτοπιστική φύση των αιτημάτων, των εξαγγελιών, που κατά βάθος θυμίζουν πρωτοχρονιάτικες ευχές: «Υγεία και χαρά σ’ όλον τον κόσμο».
Υπάρχει πάντοτε και η σπάνια πιθανότητα το άτομο που έρχεται αντιμέτωπο με μια τόσο θεμελιώδη ματαίωση, να μη ριζοσπαστικοποιήσει περαιτέρω τη στάση του ευνοώντας τη ρητορική στη θέση του στοχασμού και την παρόρμηση στη θέση της στρατηγικής, αλλά να πάθει υπαρξιακή κρίση και, εγκαταλείποντας κάθε αίσθημα ιδεολογικής ασφάλειας, δοκησισοφίας και ηθικής ανωτερότητας, να ψυχανεμιστεί επιτέλους το μέγεθος της ανθρώπινης ανεπάρκειας και της συνθετότητας των πραγμάτων. Να εξελιχθεί ή να μεταμορφωθεί σε μετριοπαθή, με την καλή, την καλύτερη σημασία της λέξεως. Άλλωστε, «η επαναστατικότητα δεν έγκειται στο να ουρλιάζεις αναίτια, αλλά στο να βλέπεις πεντακάθαρα» θα γράψει ο κάθε άλλο παρά μετριοπαθής Ηλίας Πετρόπουλος στον πρόλογό του στο Άγιο Χασισάκι.