Ηλίας Παπαγιαννόπουλος, Ο Φρόυντ στην Ακρόπολη. Μια ατοπογραφία, εκδ. Περισπωμένη, Αθήνα 2019.
Το ονομαζόμενο «χάσμα των γενεών» αποτελεί πάντοτε μια συνθήκη η οποία κάποια στιγμή, αργά ή γρήγορα, έρχεται στο προσκήνιο κάθε φορά που ανάμεσα σε δύο γενιές προκύπτουν διαφορές, κι αυτές δεν μπορούν να γεφυρωθούν ώστε να υπάρξει κάποια είτε συνεννόηση ή συνεργασία μεταξύ τους. Τότε εμφανίζεται αυτό το κενό που συγχρόνως χωρίζει, αλλά και παραδόξως συνδέει με έναν χασματικό τρόπο ανθρώπους που έχουν γεννηθεί και ωριμάσει σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους, διαδεχόμενες συνήθως η μία την άλλη, και γίνεται η αιτία να διαφοροποιηθεί η μία γενεαλογική ομάδα από την άλλη, η μία γενιά από την επόμενη ή τις επόμενες. Μάλιστα κάποτε το χάσμα αυτό είναι μεγαλύτερο και άλλοτε μικρότερο, ανάλογα και με τις μικρότερες ή βαθύτερες αλλαγές που συντελούνται στις ανθρώπινες κοινωνίες με το πέρασμα του χρόνου και με τη νεωτερική αύρα που κάθε νέα γενιά μπορεί να φέρνει ή να επικαλείται με την παρουσία της. Μικρές αλλαγές που συσσωρεύονται και, αθροιζόμενες, δημιουργούν μεγαλύτερες στο εκάστοτε πλαίσιο της ζωής, καθορίζοντας έτσι αφ’ ενός το παρόν κάθε γενιάς αλλά και το παρελθόν που ορίζεται, κάποτε μάλιστα για να εξοριστεί, κάτω και πίσω από την μεγάλη περιοχή της παράδοσης. Σε σχέση με αυτή την παράδοση δημιουργούνται τότε είτε ρήξεις με την επιθυμία της νέας γενιάς να κινηθεί σε εντελώς διαφορετικές ατραπούς, είτε ρίχνονται ασταθείς αερογέφυρες που επιχειρούν να συνδεθούν μαζί της πάνω από το κενό, άλλοτε με ρηχά κι άλλοτε με δημιουργικά αποτελέσματα. Όμως σε αυτή τη σχέση με ό,τι έχει προηγηθεί, σχέση την οποία με απαράγραπτο τρόπο καμιά γενιά στο πέρασμά της δεν μπορεί να αποφύγει, διαμορφώνεται εν μέρει και το πρόσωπο κάθε νεωτερικότητας, με την έννοια ενός μέρους του προσώπου κάθε νέας γενιάς. Ακόμη κι όταν οι νεότεροι γυρίζουν την πλάτη τους στους προηγούμενους, για λόγους κάποτε γενεαλογικής επιβίωσης ή προκλητικά θέλοντας να αγνοήσουν τη δική τους παρουσία, η επιρροή των προηγουμένων είναι πάντοτε δεδομένη αν και όχι δηλωμένη και λανθάνει πάντοτε εκεί σαν μια υπόρρητη δραστική σκιά, που θέλοντας και μη αρθρώνει την παρουσία της μέσω της επιθυμίας εξαφάνισής της από τους επόμενους. Η παρουσία, που τότε τελεί σε καθεστώς αγνόησης πέραν του χάσματος, γίνεται ακόμα περισσότερο σημαίνουσα και σημαντική. Με άλλα λόγια, το ονομαζόμενο «χάσμα των γενεών» δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια ονομασία που μιλάει όχι μόνο για τη διαφορά των γενεών αλλά και για τον τρόπο που κάθε γενιά αντιμετωπίζει την προηγούμενη ή τις προηγούμενεςˑ είτε πρόκειται να ορθώσει ένα χασματικό τείχος είτε πρόκειται να ζήσει στη σκιά της προηγούμενης υπό καθεστώς αφομοίωσης, πλήρους ή μερικής, από αυτήν.
Μάλιστα στις μέρες μας οι καιροί έχουν αλλάξει τόσο ώστε να μη μιλάμε σχεδόν για το «χάσμα των γενεών», σαν αυτό να θεωρείται μάλλον δεδομένο. Μόνο που σε αυτή την περίπτωση ανακύπτει μια άλλου τύπου δυσκολία, η οποία δεν ήταν ορατή πριν από αυτήν τη συνθήκη μιας θεωρητικά δεδομένης αλλαγής κατά τη διαδοχή των γενεών. Και η δυσκολία αυτή δεν είναι τίποτα περισσότερο από την ίδια την άρνηση αυτής της διαδοχής και της διαφοράς που προκύπτει από αυτήν. Μιας διαφοράς τόσο φυσικής όσο και αναγκαίας, τόσο υποχρεωτικά απαραίτητης να αναγνωριστεί, και μάλιστα –πρέπει να εισαχθεί αυτή η διευκρίνιση– από τις δύο εκατέρωθεν συμβαλλόμενες γενιές, τόσο από εκείνη που απέρχεται όσο και την επόμενη, εκείνη που επέρχεται. Γιατί η δυσκολία στην αναγνώριση αυτής της διαφοράς, θεμελιακή αναγνώριση οντολογικού χαρακτήρα, δεν προέρχεται τότε μόνο από τους προελαύνοντες, αλλά και από τους προϋπάρχοντες. Και σ’ αυτή την περίπτωση τα πράγματα γίνονται περισσότερο πολύπλοκα. Γιατί πρόκειται για τη μη αναγνώριση ενός πραγματικού χάσματος, για την παραγνώριση μιας σημαντικής διαφοράς, περισσότερο κι από υπαρκτής, στους κόλπους της οποίας αρχίζει να δημιουργείται, όχι πάντοτε με φανερό τρόπο, η σύγχυση. Μια σύγχυση που αφορά το ξεχώρισμα μιας γενιάς από την προηγούμενη ή την επόμενη, η οποία εντέλει οδηγεί σε σύγχυση της ταυτότητας της κάθε μίας από αυτές, στην αδυναμία αναγνώρισης της γενεαλογικής ετερότητας και μέσω αυτής σε έκλειψη του ίδιου του υποκειμένου μιας γενεαλογίας. Έκλειψη που μπορεί να έχει σταθερό και μόνιμο χαρακτήρα ή να παίρνει τη μορφή διαλείψεων. Καταστρατηγείται έτσι η αλήθεια της ύπαρξης κάθε γενιάς χωριστά, η αλήθεια του χώρου και μαζί του χρόνου, του ιστορικού χρόνου κάθε γενιάς. Που σημαίνει ότι κάθε γενιά δεν ριζώνει στον δικό της ιστορικό χρόνο, με την αρχή της και το τέλος της. Η αλήθεια της ύπαρξής της θολώνεται, συγκαλύπτεται και αλλοιώνεται.
Νομίζω ότι αυτό είναι το πυρηνικό περιεχόμενο του βιβλίου του Ηλία Παπαγιαννόπουλου. Αυτό είναι όμως και το περιεχόμενο του βιβλίου του Σίγκμουντ Φρόυντ Μια διαταραχή της μνήμης στην Ακρόπολη, που το γράφει πολύ κοντά στο τέλος της δικής του ζωής, αφού είναι ήδη άρρωστος, επανερχόμενος σε ένα συμβάν, ψυχικής τάξης, το οποίο έζησε τριάντα χρόνια πριν από την καταγραφή του στο κείμενο αυτό, «εδώ και μία γενιά περίπου» όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο ίδιος στην αρχή-αρχή του κειμένου του, για να περιγράψει τον χρόνο ανάμεσα στο γεγονός και στην αποτύπωσή του στο χαρτί. Ανάμεσα στα δύο μεσολαβεί ο χρόνος μιας γενιάς, τριάντα δύο χρόνια. Γιατί ο Φρόυντ, κατά την επίσκεψή του στην Ακρόπολη το 1904, ζει κάτι που θα το περιγράψει, αφού έχει ζήσει το πέρασμα μιας γενιάς, ως μια μνημονική διαταραχή, κάτι που θα το ονόμαζα μια διάλειψη του υποκειμένου του. Αυτήν τη διάλειψη την ιχνηλατεί πολύ γόνιμα ο Ηλίας Παπαγιαννόπουλος μέσα στο κείμενο που μας παραδίδει ο Φρόυντ: από την απουσία των διαβατηρίων στην αρχή του ταξιδιού του μέχρι την αλλαγή προορισμού, όπου γι’ αλλού ξεκινούν και αλλού βρίσκονται οι αδελφοί Φρόυντ. Γιατί όλως τυχαίως ο Φρόυντ ταξιδεύει με έναν άλλον γενεαλογικά ισότιμο, με έναν ομόαιμο δυνητικό σωσία. Γράφει ο Ηλίας Παπαγιαννόπουλος, τοποθετώντας τον Φρόυντ στην προβληματική του βιβλίου του, έτσι όπως ανάγλυφα αναδύεται στο φροϋδικό κείμενο: «Όμως στην Ακρόπολη τον περιμένει μια εμπειρία απώλειας του εαυτού του και του τόπου, εμπειρία όπου ο τόπος τον τυφλώνει και του αποσπά την κυριαρχία, την αυτονομία και τελικά την παρουσία του, όπου ο ίδιος ο τόπος συμπίπτει με έναν μη-τόπο.» Στο ταξίδι αυτό ο Φρόυντ βρίσκεται αντιμέτωπος, στο παρόν (του), με το παρελθόν του με δύο τρόπους. Αφενός αντιμέτωπος με το πολιτισμικό παρελθόν την Ευρώπης, στην εκπροσώπησή του από την αρχαία Ελλάδα και το τοπόσημο της Ακρόπολης, που ήδη έχει αναλάβει την αίγλη της αρχαίας κληρονομιάς. Ένα παρελθόν που ο ίδιος το έχει ήδη χρησιμοποιήσει για να θεμελιώσει το έργο του, σε αυτό που θεωρεί ότι θεμελιώνει παγκοσμίως τον ανθρώπινο ψυχισμό: το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα. Απέναντι στην υλική πραγματικότητα αυτού του παρελθόντος με τη μορφή των ερειπίων του ναού στην Ακρόπολη παθαίνει μια διάλειψη υποκειμενική, αν πραγματικά βρίσκεται εκεί όπου βρίσκεται, –η «ατοπογραφία» για την οποία μας μιλάει ήδη από τον τίτλο του δικού του βιβλίου ο Ηλίας Παπαγιαννόπουλος– και, ως αποτέλεσμα αυτού του δισταγμού και της αμφιβολίας, αισθάνεται αποπροσωποποιημένος –αυτός είναι ένας χαρακτηρισμός του ίδιου του Φρόιντ για τον εαυτό του και το αίσθημά του πάνω στον βράχο της Ακρόπολης. Δηλαδή επειδή δυσκολεύεται να αρνηθεί την πραγματικότητα του εδάφους επάνω στο οποίο πατάει, μεταθέτει στον εαυτό του την άρνηση αυτή και καταλήγει ότι δεν είναι εκείνος, ο ίδιος, ο εαυτός του που βρίσκεται εκεί, αλλά ένας άλλος. Έτσι η ατοπογραφία του Παπαγιαννόπουλου συντονίζεται με την απροσωπογραφία του Φρόυντ. Στην ουσία δεν γίνεται να συμπίπτουν χρονικά ο Φρόιντ με την Ακρόπολη, δεν γίνεται να είναι υπαρκτοί και οι δύο. Ο ένας από τους δύο δεν υπάρχει. Διαλέγεις και παίρνεις: από τη διάλειψη του τόπου στη διάλειψη του υποκειμένου. Εδώ έρχεται να προστεθεί και ένας δεύτερος λόγος, στην αντιμετώπιση του παρελθόντος, που φωτίζει αυτή την διάλειψη.
Η οικογενειακή φροϋδική ιστορία μιλάει για το τραύμα από την αδυναμία του πραγματικού πατέρα του Φρόυντ να ενσαρκώσει επαρκώς το πατρικό ιδεώδες, που καταρρέει τόσο απέναντι στο τείχος του αντισημιτισμού, λόγω της εβραϊκής καταγωγής του, όσο και ενώπιον της δυσκολίας του ίδιου του πατέρα να κάνει ένα ανάλογο ταξίδι στην Ελλάδα ώστε να βρεθεί στην Ακρόπολη και να επιτελέσει έργα που να στέκονται σε ένα επίπεδο συμβολής στον πολιτισμό, το οποίο όμως έχει ήδη ξεπεράσει με τα έργα του ο γιος. Έτσι ο Φρόιντ στην Ακρόπολη βρίσκεται καθηλωμένος απέναντι σε ένα διπλό μέτωπο. Ένας άνθρωπος των αρχών του 20ού αιώνα που αντιμετωπίζει τα έργα του χρυσού αιώνα των Αθηνών και καταρρέει από μικρότητα απέναντι στο μεγαλείο. Και ένας γιος, ο οποίος την ίδια στιγμή αδυνατεί να αντιμετωπίσει τον καταρρέοντα πατέρα του, που αντιστρέφοντας τη δυναμική της συνάντησης στην Ακρόπολη, σμικρύνεται τόσο απέναντι σε όσα έχει ήδη κατορθώσει ο γιος, εκτός και πέρα από το ίδιο το ήδη εν προόδω έργο του, με την ίδια την παρουσία του στην Ακρόπολη, αυτό το τοπόσημο πολιτισμού που είτε δεν ενδιέφερε τον πατέρα του, είτε ο πατέρας του απλώς δεν κατάφερε να ταξιδέψει ως εκεί όπως ο γιος. Όμως πρόκειται ακριβώς για μια διπλή γενεαλογική αντιπαράθεση, για μια χασματική συνάντηση στην οποία ακριβώς ο Φρόιντ αδυνατεί προς στιγμήν να ανταποκριθεί. Μέσα στο χάσμα κατρακυλάει είτε η ίδια η Ακρόπολη –ο μη τόπος του Παπαγιαννόπουλου– είτε ο ίδιος ο Φρόιντ με την αποπροσωποποίησή του –δεν είναι ο ίδιος που βρίσκεται εκεί, αλλά ένας Άλλος (μήπως ο πατέρας του άραγε;)– είτε βέβαια ο ίδιος ο πατέρας συνθλιμμένος από το ιδεώδες που αντιπροσωπεύουν τόσο εκ των πραγμάτων η Ακρόπολη όσο και εν δυνάμει το ίδιο το φροϋδικό έργο. Για να αντιμετωπίσει ο Φρόυντ τη συνάντηση με το παρελθόν και τους προγόνους του, φυσικούς (πατρική μορφή) και συμβολικούς (ευρωπαϊκός πολιτισμός θεμελιωμένος κατά ένα μέρος από την Ακρόπολη), κάποιος απαιτείται να εκλείπει. Τόσο η αντιπαράθεση παίρνει τη μορφή του: ή εκείνος ή ο άλλος. Ή ο Φρόυντ ή ο πατέρας του, ή η Ακρόπολη ή ο Φρόιντ. Η αντιπαράθεση εκκινεί από την απλή παράθεση, από την παράθεση στη συγχρονία, από το ίδιο το γεγονός της ταυτόχρονης παρουσίας τους, από την ίδια τη συνάντηση: από αυτήν κάποιος πρέπει να πεταχτεί εκτός. Το υποκείμενο βρίσκεται σε διάλειψη, αλλά μέσω αυτής επικυρώνει τη θέση του, ως μια άλλη παραδοξότητα. Δεν συμβαίνει πάντοτε έτσι. Γιατί η αντιπαράθεση μπορεί να οδηγήσει όχι μόνο σε έκλειψη του υποκειμένου, σε ό,τι ονομάζω διάλειψη, αλλά και σε αφάνισή του, στην εξάλειψή του. Ο φόνος κρύβεται καλά μέσα στη διάλειψη. Φόνος ενός εκάστου των συμβαλλομένων στη συνάντηση. Άλλωστε είναι γνωστές κατά καιρούς, συμβαίνουν συνεχώς στις μέρες μας, οι επιχειρήσεις καταστροφής των μνημείων, των ιχνών του παρελθόντος, στο όνομα της ύπαρξης του παρόντος: ένας συμβολικός φόνος του άλλου στην περίπτωση αυτή.
Και εδώ φτάνουμε στον, κατ’ εμέ, πυρήνα της σύλληψης του βιβλίου του Ηλία Παπαγιαννόπουλου, ο οποίος ευφυώς διακρίνει τη βάσιμη αναλογία ανάμεσα στην φροϋδική περιγραφή και στη νεοελληνική συνθήκη για την απόπειρα σύστασης μιας ταυτότητας. Γράφει ο Παπαγιαννόπουλος: «Το μείζον θεμελιωτικό εγχείρημα της ιστοριογραφίας μας αναπαράγει ένα σχήμα που συνηχεί αναπάντεχα με τα φροϋδικά κείμενα για τον Μωυσή και την Ακρόπολη». Αυτή η συμπερασματική «αναπάντεχη», μη προσδοκώμενη κατάληξη συμβαίνει αφού έχει διεξέλθει μια πορεία με μαιάνδρους, τόσο μέσω άλλων κειμένων (από τον Μπένγιαμιν ως τον Ζέμπαλντ, τον Κάφκα και την Λισπέκτορ, τον Φαλμεράυερ και τον Σεφέρη) όσο και συναφών προβληματισμών, πέρα από τον άξονα που περιγράφεται εδώ. Σημασία έχει αυτό που ο ίδιος γράφει, ότι η διάλειψη του υποκειμένου δεν είναι παρά «Μια τάση φυγής από τη βαθύτερη ευθύνη της ιστορικής ύπαρξης, αυτής στην οποία εντούτοις βρέθηκε κανείς εξαρχής υπεσχημένο(ς).» Γιατί τι σημαίνει «ιστορική ύπαρξη» αν όχι την επικύρωση του παρόντος χρόνου, όχι απέναντι σε ένα πάντοτε άδηλο μέλλον, αλλά απέναντι στην χάραξη και στην αναχάραξη του παρελθόντος, απέναντι στη συνάντηση όχι απλώς με την προηγούμενη γενιά, αλλά τις προηγούμενες: εκείνες που κάθε γενιά επιλέγει για να αποτελέσουν το παρελθόν της αψηφώντας άλλες και αφήνοντάς τις να πέσουν στην αφάνεια μέχρι να τις ανακαλέσει ίσως κάποια άλλη από τις επόμενες γενιές. Γιατί ακριβώς για τη σύστασή της, η νεοελληνική ταυτότητα, σε καθεστώς μόνιμης διάλειψης κατά καιρούς, δηλαδή σε μια προσπάθεια επικύρωσής της, απαιτεί από κάθε γενιά μια νέα διαπραγμάτευση του παρελθόντος, έτσι όπως η ίδια το αντιλαμβάνεται, περνώντας από πολλές και διαφορετικές στάσεις, ψυχικές και φυσικές, που κινούνται από το ένα άκρο της πλήρους και δίχως κρίση υποταγής μέχρι το άλλο άκρο της επιχείρησης συστηματικής καταστροφής της. Στο ενδιάμεσο εμφιλοχωρεί κάθε δυνατή πρόσμιξη, κάθε πιθανό συναίσθημα και πρόσληψη του παρελθόντος. Αλλά γι’ αυτό, και σύμφωνα τόσο με το κείμενο του Φρόυντ όσο και με την ανάγνωση και την επέκταση που του επιφυλάσσει ο Ηλίας Παπαγιαννόπουλος, θα συνομολογήσουμε μαζί του ότι «Σύμφωνα με αυτήν τη μνήμη εγγράφεται κανείς (επανεγγράφεται για την ακρίβεια, πάντοτε για δεύτερη φορά) σε μια παράδοση καθώς μετεωρίζεται στο καταγωγικό χάσμα της.»
Από αυτό το καταγωγικό χάσμα όμως γεννιέται κάθε νέα γενιά, από την απόσταση που παίρνει ή θα πάρει από τους προγόνους και τους γεννήτορες. Από όσους θα βάλει σε αυτή τη θέση. Από την εργασία που θα κάνει έτσι με το παρελθόν, θα προκύψει άλλωστε το μέλλον και η ανάλογη γενεαλογική της συνέχεια. Οι Έλληνες αραιά πυκνά λειτουργούμε αποφευκτικά ως προς τις ποικίλες ιστορικές περιόδους τόσο του πρόσφατου όσο και του απώτερου παρελθόντος μας. Έτσι αδυνατούμε να το συμπεριλάβουμε πέρα από την ίδια την ωμότητα των γεγονότων. Δηλαδή αδυνατούμε συχνά να το εντάξουμε σε μια παράδοση, και στη ζωή μας επομένως, και μέσω αυτής να ισχυροποιήσουμε το ιστορικό παρόν μας, τη στιγμή όπου φαινομενικά η θέση μας διασαλεύεται. Άλλωστε σε μια ακόμη αποστροφή ο Παπαγιαννόπουλος γράφει: «Σε ό,τι μοιάζει μια αλληλουχία ρήξεων με την παράδοση και, επομένως, εκτοπισμών, το υποκείμενο οδηγείται σε ένα διφορούμενο καθεστώς: ριζικά ευάλωτο παρά την επιμονή στο αρχικό ιδεώδες, αλλά και ιδρυτικό με έναν ιστορικά καινοφανή τρόπο.» Έτσι, μέσω της ευαλωτότητάς του το υποκείμενο θα οδηγηθεί στην ιδρυτική πράξη της ιστορικότητάς του, που σημαίνει της αρχής και του τέλους του. Αυτό άλλωστε είναι και το διακύβευμα κάθε γενιάς καθώς εμπεδώνεται στον χώρο οριοθετώντας τον χρόνο της. Έτσι όμως και ο ίδιος ο Παπαγιαννόπουλος τοποθετείται με την ανάγνωσή του σε αυτό το καταγωγικό χάσμα μέσω του βιβλίου του. Προσθέτοντας έτσι, και χαρίζοντάς μας, μια ψηφίδα για τη σύσταση της νεοελληνικής ταυτότητας και για τους τροπισμούς της.