1.
Κριτική και Θεωρία. Θεωρία της κριτικής. Κριτική της κριτικής.
Τρεις συζυγίες που απασχολούν διαχρονικά όσους καταπιάνονται με το λογοτεχνικό αποτύπωμα, τα όρια και τα παρεπόμενά του. Η κριτική υπερασπίζεται τον ζωτικό χώρο της επιλόχειας υποδοχής, αναπνέοντας στη θερμή ζώνη του επικαιρικού. Η θεωρία με τη φλεγματώδη αποστασιοποίηση του απομακρυσμένου χρόνου συντάσσει κανόνες, πίνακες και μεθόδους ακολουθώντας την ψυχρή γραμμή των επιστημολογικών παραδοχών. Ευκτέα η ευτυχής συνεύρεση θεωρητικών με εποπτεία πεδίου και κριτικών με θεωρητική σκευή. Η κριτική, εφόσον δεν αντιμετωπίζεται ως συμβουλευτική ικανή να προσφέρει βελτιωτικά θέλγητρα, κατακεραυνώνεται όταν δεν είναι αρκούντως επαινετική.
2.
Λογοτεχνία και Διαδίκτυο. Λογοτεχνία και δημοσιότητα. Συγγραφέας και περφόρμερ.
Τρεις συζεύξεις που μας απασχολούν θέλοντας και μη. Πολλές φορές σύροντάς μας σε ένα πεδίο που δεν επιλέξαμε να κονταροχτυπηθούμε. (Αλήθεια υπάρχει κριτικό κονταροχτύπημα; Και με ποιο διακύβευμα;) Το διαδίκτυο, ως απορρέουσα πραγματικότητα μιας εμφανούς δυσπραγίας επικοινωνίας, το νέο είθισται. Η κατάργηση (ή αναβάθμιση;) της δημόσιας σφαίρας δημιουργεί τον νέο λόγο. Ο συγγραφέας ανα-παρίσταται συνεχώς δημιουργώντας τον εαυτό του ή τον μύθο του.
3.
Κριτική του βιβλίου. Κρίση της ανάγνωσης. Η λογοτεχνία ως διαμεσολαβημένη πρακτική.
Το βιβλίο ως περιφερόμενο έκθεμα στην προθήκη των παρουσιάσεων –και τηλε-παρουσιάσεων: παρουσιάζουμε αναγνώσματα κρίνοντας ή αποδεχόμενοι εκ προοιμίου την αυταξία της ανάγνωσης; Διαβάζουμε τα βιβλία που κρίνονται ή/και διαβάζουμε τις κρίσεις τους; Αναγνωρίζουμε τη σημασία της πρόγευσης, δηλαδή μιας αναπαράστασης μέσα στον ορίζοντα που έχει διαμορφώσει η διαμεσολαβημένη προσδοκία μας; Ποιους εν τέλει αφορά η κριτική: τους συγγραφείς για να τους επιβεβαιώσει, τους αναγνώστες για να τους προϊδεάσει ή την ιστορία της ανάγνωσης για να διαμορφώσει τους νέους κανόνες της;
Διαπιστώνω κι εγώ σ’ αυτό το σημείο ότι, ενώ ξεκίνησα να απαντώ με αποφαντικές προτάσεις, καταλήγω με ερωτηματικές. Αυτή είναι μια μορφή κριτικής –δεν την αξιολογώ ως καλή ή καλύτερη: να θέτει συνεχώς ερωτήσεις στις οποίες να μη θέλουμε ή να μη μπορούμε να απαντήσουμε.
Για ποιο λόγο, αλήθεια, αναρωτιόμαστε για την κριτική λιγότερο ή περισσότερο από όσο αντίστοιχα αναρωτιόμαστε για την ίδια τη λογοτεχνία; Στο κάτω κάτω εικόνα της λογοτεχνίας είναι η κριτική της και της μοιάζει. Με μια λογοτεχνία που δεν αρέσκεται σε προσηματικούς χαρακτηρισμούς, που αναδιατάσσει συνεχώς τα όριά της, για να μη δεχθεί ειδολογικές αποφάνσεις, πώς να διαλεχθεί μια κριτική με τις σημάνσεις ενός παρελθόντος χρόνου; Σε έναν κόσμο που διαλύεται χωρίς συνοχή, χωρίς οριοθετήσεις και κριτήρια, όπου όλα υπάρχουν αυτομάτως με νέες μορφές αρκεί αλλιώς να ονομαστούν, γιατί η γλώσσα της κριτικής και η ματιά της να ανα-γνωρίζονται δεχόμενα τα πρόσημα του παρελθόντος; Τι σημαίνει «αρνητική» κριτική, τι σημαίνει θετική: Μου αρέσει; Θα σας αρέσει; Αξίζει να αγοραστεί ένα βιβλίο, για να υπάρχει στη βιβλιοθήκη σας; Αξίζει να διαβαστεί ένα βιβλίο; Είναι σημαντικό; Ποιος διαμορφώνει τον Νέο Κανόνα; Μπορούν να υπάρξουν Νέοι Κανόνες; Ζούμε σε μια εποχή που οι αντιστροφές έχουν χάσει τη στοχαστική τους δραστικότητα γιατί η νέα κανονικότητα είναι μια συνεχής αντιστροφή. Επομένως, ενώ τίθενται συνεχώς τα «σωστά ερωτήματα» δεν βρίσκουμε τις απαντήσεις είτε γιατί δεν θέλουμε είτε γιατί δεν μπορούμε.
Ενσυν-αισθάνομαι την ανασφάλεια του μικρού παιδιού που οφείλει να βεβαιώνει τις συντεταγμένες του ευκλείδειου χώρου όπου καλείται να ζήσει, ενώ γύρω του βλέπει να βασιλεύει μια ανερμήνευτη κβαντομηχανική «λογική».
Γι’ αυτό και θα ανακουφιστώ αν μπορέσω να δω μια νέα βεβαιότητα πειστικά διατυπωμένη –την οποία μέχρι στιγμής αδυνατώ να βρω ή να επινοήσω.