Η μυρωδιά ερχόταν απ’ έξω. Η Δώρα πλησίασε το παραθυράκι της τουαλέτας κι έριξε μια ματιά. Το κουζινάκι της γειτόνισσας στο αντικρινό χαμηλό μπαλκόνι ήταν πήχτρα στον καπνό και η πόρτα μισάνοιχτη.
«Τι κάνει πάλι αυτός;» αναρωτήθηκε και βγήκε ανήσυχη έξω.
«Βρε Γιώργο», φώναξε από το μπαλκόνι της, «τι κάνεις εκεί; Θα καείς, βρε παιδί μου. Μόνος σου είσαι;»
Ο Γιώργος φάνηκε στην πόρτα τρεκλίζοντας και, πριν προλάβει να της απαντήσει, εμφανίστηκε πίσω του η Άρτεμη. Ήταν η ώρα που σχολούσε από την απογευματινή της βάρδια.
«Τι έκανες, τι έκανες;» του πάτησε μια τσιρίδα.
«Τι έκανα, μωρέ, γιατί φωνάζεις;» Και γυρνώντας προς τη Δώρα.
«Τηγανίτες ήθελα να κάνω…» είπε απολογητικά.
Μ’ έναν μορφασμό δυσαρέσκειας, η Άρτεμη άνοιξε διάπλατα την πόρτα της κουζίνας, να φύγει η καπνίλα. Κουνούσε το κεφάλι της, ζητώντας πλάγια με το βλέμμα της την κατανόηση της φίλης της.
Η Δώρα αντάλλαξε μερικές βιαστικές κουβέντες μαζί της και ξαναμπήκε στο σαλόνι, όπου ο άντρας της έβλεπε τηλεόραση.
«Τον λυπάμαι», του είπε, «κι άλλη μια φορά κόντεψε να καεί… Τις τηγανίτες, λέει, τις έφτιαξε για να ευχαριστήσει τη γυναίκα του, που σκοτώνεται όλη μέρα στη δουλειά…»
«Ναι, αλλά κι εκείνος, αν δεν μαζευτεί λιγάκι, όχι μονάχα στον εαυτό του, αλλά και στους άλλους θα κάνει ζημιά. Χτες, για παράδειγμα, παραλίγο να με πατήσει με τ’ αμάξι του… Αφού είναι μισότυφλος πια, γιατί επιμένει να οδηγεί; Περνάει ξυστά δίπλα μου στο στενάκι, με χτυπάει –ελαφρά, ευτυχώς‒ στο χέρι με τον καθρέφτη του, ζητάει συγγνώμη αλλά τι να την κάνω; Πολύ το ρισκάρει ο τύπος…»
«Ναι και στην αιμοκάθαρση πάει με τ’ αμάξι του, ενώ τον πληρώνουν ταξί γι’ αυτή τη δουλειά. Υποψιάζομαι πως τα ’χει βρει με τον ξάδελφό του τον ταξιτζή για να μοιράζονται το επίδομα… Πάντα έτσι ήταν ο Γιώργος, τον ξέρω από μικρό παιδί, που παίζαμε σ’ αυτή τη γειτονιά. Δεν μπαίνει σε καλούπια. Φτωχοδιάβολος, κατεργαράκος, ριψοκίνδυνος… και παραπονιάρης. Αλλά έχει χρυσή καρδιά!
⸙⸙⸙
Η Ακριβούλα δεν άντεχε ν’ ακούει τα παράπονά του. Καμιά φορά μάλιστα, φουρκισμένη, τον αποκαλούσε «γκρινιαρόγατο»… Από τότε που θυμόταν τον εαυτό της, ο πατέρας της την έπρηζε μιλώντας για παντρειές, δημιουργία οικογένειας, γυναικεία χουσμέτια και καθήκοντα… Στον αδελφό της δεν έλεγε τέτοια, λες και δεν τον άγγιζαν. Όμως σ’ εκείνη γινόταν προσβλητικός και δεν το καταλάβαινε. Παραφερόταν και τη σύγχυζε, επιμένοντας πως το έκανε για το καλό της. Είχε πολλά αγκάθια αυτή η υπέρμετρη φροντίδα που της έδειχνε και την πλήγωνε, την έπνιγε.
Για την πρόοδό της στο σχολείο δεν ενδιαφερόταν πολύ. Αυτή όμως τα κατάφερε, σπούδασε γραφιστική, ενώ παράλληλα δούλευε σερβιτόρα σ’ ένα μαγαζί∙ είχε καταλάβει πως μόνο οι σπουδές θα τη βοηθούσαν να σταθεί στα πόδια της και να απαλλαγεί από τον ασφυκτικό κλοιό γύρω της. Κανείς δεν είχε το δικαίωμα να παρεμβαίνει στη ζωή της… Μετά από μερικές επιπόλαιες νεανικές μικροπεριπέτειες, τα έφτιαξε μ’ έναν συνάδελφό της, πιάσανε ένα σπίτι στην άλλη άκρη της πόλης και τώρα δούλευαν μαζί, μέσω ίντερνετ, τηλεργασία.
Εκείνο το απόγευμα της Μεγάλης Τρίτης, είχε ραντεβού με τον γιατρό της και δεν το ’χε πει σε κανέναν. Είχε μάθει να κρατάει μυστικά απ’ τους δικούς της. Άλλωστε τώρα πίστευε πως είχε βρει το ταίρι της –ο Χρήστος ήταν ο άνθρωπος που εμπιστευόταν και μοιραζόταν τη ζωή της μαζί του– και ο πατέρας της καλά θα έκανε να το χωνέψει μια ώρα αρχύτερα. Ήξερε ασφαλώς πως δεν ήταν αυτό που εκείνος θα ήθελε, ήταν όμως κάτι που επέβαλλαν οι τωρινές συνθήκες.
Ένα ζευγάρι έφευγε, όταν φτάσανε. Για να μην υπάρχει συνωστισμός, τους πληροφόρησε ο γιατρός, είχαν αραιώσει τα ραντεβού, ακόμα και η γραμματέας του έλειπε απ’ το πόστο της∙ και την επόμενη φορά, στην κρισιμότερη εξέταση, πρόσθεσε, δεν θα επέτρεπε την είσοδο ούτε στον σύντροφό της, που τώρα στεκόταν δίπλα της και της κρατούσε το χέρι.
«Άριστη εικόνα εμβρύου!» τους είπε μετά μ’ ένα χαμόγελο. Έκλεινε τη δέκατη όγδοη εβδομάδα της και το υπολόγισε γύρω στα τριακόσια γραμμάρια. Τους εξήγησε ότι, καθώς είχε μεγαλώσει, μπορούσαν πια να το βλέπουν στο μηχάνημα τμηματικά: κεφάλι, κοιλιά, πόδια. «Μπορεί μέχρι τώρα να το ένιωθες σαν φτερούγισμα και να τ’ άκουγες σαν ένα γουργουρητό στην κοιλιά σου, αλλά από ʼδώ και πέρα θα σε χτυπάει και θα το καταλαβαίνεις… Ετοιμάσου να φας κλωτσιές και μπουνιές!…» αστειεύτηκε.
Ξαφνικά η Ακριβούλα τον ρώτησε:
«Σίγουρα είναι αγόρι, γιατρέ;»
Εκείνη τη στιγμή το έμβρυο έκανε μια περιστροφή στην οθόνη, γύρισε ανάσκελα, άνοιξε τα πόδια του και ο γιατρός της είπε:
«Ορίστε, δες το και μόνη σου, σου έδωσε την απάντηση…».
Και τότε η Ακριβούλα έβγαλε το κινητό της και το φωτογράφισε.
⸙⸙⸙
Συνήθως έσκυβε από το μπαλκόνι της να τον ρωτήσει για τα παιδιά του. Για τον Άκη της έλεγε πως ήτανε ζωηρός και κομμάτι «αχαΐρευτος» σαν κι ελόγου του, αλλά για το κορίτσι μόνο καλά λόγια είχε να της πει. Ήξερε πως της είχε αδυναμία. Πριν λίγο καιρό, που εμφανίστηκε το κακό, του είχε στείλει επείγον μήνυμα να κλειστεί στο σπίτι και να προσέχει, να πειθαρχεί στις οδηγίες των ειδικών και να μην κάνει του κεφαλιού του, κι ο Γιώργος το ’λεγε και το ξανάλεγε με καμάρι. Ήταν μια φανερή απόδειξη πως τον νοιαζόταν. Η κουβέντα τους, βέβαια, κατέληγε πάντα στην ίδια επωδό: Ναι, όπως φαινόταν το παλικάρι της την αγαπούσε, ζούσανε καλά οι …τρεις τους (μετρούσε ειρωνικά και το σκυλάκι τους), άλλος όμως ήταν ο δικός του καημός:
«Αχ, βρε Δώρα, ένα εγγόνι να δω κι ας πεθάνω!» αναστέναζε με παράπονο.
Πριν δέκα χρόνια που τον χτύπησε ο καρκίνος, ο Γιώργος ήταν πενήντα χρονών και νοίκιαζε το μαγαζάκι στη γωνιά του δρόμου. Τα κουτσοπόρευε με διάφορες ηλεκτρολογικές μικροδουλειές. Όταν η αρρώστια έφερε τις επιπλοκές κι αναγκάστηκε να μπει και στην αιμοκάθαρση, τα παράτησε όλα και αρκέστηκε στο επίδομα. Παρ’ όλα αυτά δεν το έβαζε κάτω, πήγαινε μόνος του στο νοσοκομείο, βοηθούσε τη γυναίκα του στα ψώνια, μερικές φορές την πηγαινόφερνε κιόλας στο Κέντρο Αποκατάστασης που εργαζόταν ως καθαρίστρια.
Κυριακή βράδυ η Δώρα τον είδε να ψάχνει κάτι μες στο σκοτάδι μ’ έναν φακό, ανοίγοντας τη μεταλλική ντουλάπα, δίπλα στη μπαλκονόπορτα. Είπε να του μιλήσει αλλά κρατήθηκε.
«Μάλλον έψαχνε για το αλεύρι…» της είπε η Άρτεμη το απόγευμα που έγινε το συμβάν. «Γιατί έφτιαξε πάλι κουλουράκια… χωρίς να κάνει ζημιά αυτή τη φορά». Ήθελε να κεράσει τους νεφροπαθείς φίλους του –την «αγαπημένη συντροφιά» του στο νοσοκομείο, όπως της έλεγε– τη μέρα της γιορτής του που πλησίαζε.
Ήταν Μεγάλη Τρίτη και μόλις γύρισε η Άρτεμη πτώμα στην κούραση από τη δουλειά τον άκουσε να λέει πως δεν ένιωθε καθόλου καλά και θα έπρεπε να καλέσουν το ασθενοφόρο. Από προχθές που τον είχε δει κι η Δώρα να ψάχνει στο μπαλκόνι, ένιωθε μια αδιαθεσία, η πίεσή του, ιδίως σήμερα που είχε και λίγο πυρετό, ήταν πεσμένη –οχτώ η μεγάλη, τέσσερα η μικρή (με τις ελιές και το αλάτι δεν μπόρεσε να την ανεβάσει αυτή τη φορά).
Η Δώρα άκουσε τον θόρυβο και μετά είδε το ασθενοφόρο που ήρθε να τον παραλάβει. Δυο άντρες με μάσκες και ειδικές στολές τον βγάλανε από το ισόγειο βαστώντας τον από τις μασχάλες. Ο Γιώργος δυσκολευόταν ν’ ανέβει στο βανάκι κι εκείνοι τον έσπρωξαν μαλακά από πίσω.
Στην Άρτεμη δεν επέτρεψαν να πάει μαζί τους. «Όχι κυρία μου, δεν είναι όπως παλιά… Δεν μπορείτε να τον συνοδέψετε», της είπαν κοφτά.
Έτρεξε τότε να φέρει το κινητό του, ώστε να μπορούν να συνεννοηθούν, να μάθει πού θα ’ναι, πού τον πήγαν. Δεν το έπαιρνε, κάτι γύρισε και της είπε κι εκείνη πλησίασε αποφασιστικά και το έριξε με το ζόρι στην τσέπη του.
Βγήκε μετά αναστατωμένη και μιλούσε από το μπαλκόνι με τη Δώρα.
«Αχ Θεέ μου, τι θα κάνω τώρα;» είπε κι έδειχνε σα να τα ’χε χαμένα. Ήταν μόνη, ο Άκης είχε χτυπήσει με το μηχανάκι πριν δέκα μέρες, δεν το είχανε μαρτυρήσει στον Γιώργο, για να μη στεναχωρηθεί, και ανάρρωνε στο σπίτι μιας θειας της, στο χωριό. Υπήρχε και η απαγόρευση κυκλοφορίας. «Ας ήτανε εδώ ο Γιώργος μου, κι ας έκανε όσες ζημιές ήθελε…» πρόσθεσε, καθώς αναφέρανε για το αλεύρι και τα κουλουράκια…
«Τι σου είπε, φεύγοντας;» ρώτησε με περιέργεια η Δώρα.
«Μου είπε “εμένα μη με περιμένεις, δε θα ξαναγυρίσω εδώ…”» ψέλλισε η Άρτεμη, σκουπίζοντας ένα δάκρυ που κυλούσε στο μάγουλό της.
⸙⸙⸙
Μόλις επέστρεψε στο σπίτι από την επίσκεψή της στον γιατρό, η Ακριβούλα τού έστειλε τη φωτογραφία με το κινητό της. Στη σκέψη και μόνο της ευχάριστης έκπληξης που θα δοκίμαζε, χαμογελούσε προκαταβολικά. Ένιωθε πως η έλευση του μωρού την μεταμόρφωνε, μαλάκωνε τη στάση της απέναντί του κι εξομάλυνε τις διαφορές τους. Ονειρευόταν μάλιστα τη στιγμή που θα καλούσε τους γονείς της στο δωμάτιό του, που τώρα το βάφανε με τον σύντροφό της, περνώντας ένα απαλό γαλάζιο στους τοίχους και ζωγραφίζοντας, κατά διαστήματα, χρωματιστά αερόστατα και γελαστά συννεφάκια.
Ο Γιώργος είχε μεταφερθεί με το χειροκίνητο καρότσι σ’ έναν θάλαμο του νοσοκομείου, που έμοιαζε με μονόκλινο δωμάτιο. Σαστισμένος είδε το μήνυμα της κόρης του και ξέσπασε σε λυγμούς. Το σώμα του ταραζόταν ανεξέλεγκτα, καθώς ατένιζε για μερικά δευτερόλεπτα από το παράθυρο τις ανοιξιάτικες φυλλωσιές των δέντρων που σάλευαν ανάλαφρα απέναντι, στο παρκάκι.
Σχεδόν την ίδια στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο που κρατούσε στα χέρια του. Ήταν η Άρτεμη και ρωτούσε πού ακριβώς βρισκόταν και αν ένιωθε καλά.
Για να την ηρεμήσει, της είπε πως ένιωθε καλύτερα. «Αλλά κλείσε τώρα, σε παρακαλώ, γιατί ήρθαν οι γιατροί να μου πάρουνε δείγμα… Τα λέμε αργότερα», πρόσθεσε βιαστικά.
Δεν θα ’χαν περάσει ούτε είκοσι λεπτά, όταν την ειδοποίησαν πως δεν τα κατάφερε, η καρδιά του δεν άντεξε…
Η ίδια φωνή την πληροφόρησε πως θα τηρηθούν όλες οι προβλεπόμενες για τα ύποπτα κρούσματα διαδικασίες∙ είχε ληφθεί ρινοφαρυγγικό επίχρισμα και θα έπρεπε να περιμένουν τα αποτελέσματα, για να ξέρουν σίγουρα τι θα γίνει με την κηδεία αλλά και με την ιχνηλάτηση των στενών επαφών του, σε περίπτωση που θα είχε προκύψει θέμα. Έτσι κι αλλιώς, λόγω και του Πάσχα, έβλεπαν να γίνεται την επόμενη εβδομάδα και μέχρι τότε η σορός θα έμπαινε στο ψυγείο.
⸙⸙⸙
Η Ακριβούλα –που τα μάτια της είχαν στερέψει πια από τα δάκρυα– καθόταν με τον Χρήστο μπροστά στην τηλεόραση και περίμεναν ν’ ακούσουν την καθημερινή ενημέρωση για την εξέλιξη της πανδημίας.
Σ’ ένα άλλο κανάλι μιλούσαν για τον ερχομό του Πάσχα, που φέτος θα ήταν από κάθε άποψη «μοναχικό», το νόημα της Ανάστασης που συμβόλιζε τη νίκη της ζωής επί του θανάτου και διάφορα τέτοια.
Τα νέα, όπως αναφέρθηκε εξαρχής, ήταν ενθαρρυντικά. Λιγοστά τα κρούσματα σε σχέση με τις άλλες χώρες. Ανακοινώθηκαν όμως και οι τρέχουσες απώλειες: μιας γυναίκας κι ενός άντρα «με υποκείμενα νοσήματα», στην ηλικία του πατέρα της, που είχε βρεθεί μετά το θάνατό του θετικός στον ιό…
Η Ακριβούλα, είχε ακόμα μέσα στο κεφάλι της τις σπαραχτικές κραυγές της μάνας της, μετά το τελευταίο τηλεφώνημά της∙ την είχαν καλέσει στο νοσοκομείο –λόγω κι ενός λάθους που έγινε στο επώνυμο– κι έπαθε σοκ όταν είδε τη σορό του στο ψυγείο φασκιωμένη ερμητικά σε δυο σάκους… Έκλεισε τα μάτια κι έγειρε το κορμί της προς τη μεριά του συντρόφου της, που της έσφιγγε το χέρι. Δεν μπορούσε να το χωνέψει, πώς ήταν δυνατόν να είναι τα πράγματα καλά και αισιόδοξα, όταν η ίδια και η οικογένειά της βίωναν αυτή τη συμφορά; Όταν θα έπρεπε να το πάρουν απόφαση πως πια δεν θα είχαν ποτέ την ευκαιρία να τον ξαναδούν, να τον αγγίξουν, να τον αποχαιρετίσουν έστω μ’ ένα φιλί… Ένας μικρός μονοψήφιος αριθμός, όπως τόνιζαν, είχε προστεθεί στο συγκριτικά χαμηλό συνολικό άθροισμα όσων είχαν αποβιώσει. Ακολουθούσε η επιστημονική ανάλυση κάποιων δεδομένων που δεν καταλάβαινε κι ούτε ήθελε να καταλάβει… Γι’ αυτήν ο χαμός του πατέρα της, όπως και η σχέση που είχε μαζί του, δεν ήταν δυνατόν να αποτιμηθούν με μαθηματικά μοντέλα και στατιστικές.
Κούρνιασε στην αγκαλιά του, σαν πληγωμένο πουλί.
Μετά από λίγο ωστόσο ακούστηκε η φωνή της, αργή και τρεμουλιαστή. Του ψιθύριζε κάτι που το είχαν συζητήσει και πιο παλιά –τον δικό του πατέρα τον λέγανε Μάνο…
«Θα το πούμε… Γιώργο, έτσι;» τον ρώτησε, χαϊδεύοντας την κοιλιά της, που μόλις είχε αρχίσει να διαγράφεται.
«Μην ανησυχείς, αυτό θα γίνει!..» της απάντησε με σιγουριά εκείνος και, σκύβοντας, την φίλησε τρυφερά στο μέτωπο.
Απρίλιος του 2020