Ζωγραφική: Γιάννης Αδαμάκος

Παναγιώτης Αγγελόπουλος

Από την «Ιστορία των ρευμάτων»

Το σπίτι βρισκόταν στους πρόποδες της Ακρόπολης, ένας νεοκλασικός κύβος με εντοιχισμένα μάρμαρα στην πρόσοψη, ερυθρά με τεφρές φλέβες ή λευκά με ριγωτά, ρόδινα νερά, και λιτά αετώματα στα παράθυρα των μπαλκονιών. Στον κήπο, που τον θυμάμαι σαν μια αλληλουχία σκιασμένων γωνιών και φωτεινών ραβδώσεων, έθαλλαν αγιοκλήματα, φλόγες, άκανθοι κι ένας φοίνικας, τα φύλλα του οποίου δάνειζαν το σχήμα τους στα ακροκέραμα. Η ησυχία διανθιζόταν μονάχα απ’ το κελάηδημα των πουλιών. Διασχίζοντας την αυλή φτάσαμε στην εξώπορτα και ύστερα στο αυτοκίνητο. Μόλις εκείνη κάθισε δίπλα μου άναψα την μηχανή και ξεκίνησα να οδηγώ δίχως προορισμό. Η πορεία διήρκησε ώρες, και οι ώρες έμοιαζαν να κυλούν στις μέρες· συλλαμβάναμε αμυδρά τη ροή του χρόνου απ’ την εναλλαγή του φωτός και του σκοταδιού. Ο αστικός ιστός, αρχικά πυκνός, γινόταν ολοένα και ισχνότερος, ώσπου κανένα κτίσμα δεν εισχωρούσε στο οπτικό μας πεδίο. Ο φιδωτός δρόμος στεφάνωνε τώρα τη ράχη ενός γκρεμού καλώντας με να επιβραδύνω, ενώ χαμηλά ξετυλιγόταν η θάλασσα· γλιστρούσαμε στη μεθόριο της ηπειρωτικής χώρας. Το έδαφος ήταν στεγνό, η βλάστηση αραιή, ενώ πορφυρές, χάλκινες ή μαύρες ανταύγειες διέτρεχαν το χώμα ανάλογα με τη θέση του ήλιου στο στερέωμα. Δεν είχαμε ανταλλάξει λέξη μέχρι τη στιγμή που εκείνη είπε, πόσο ωραία είναι. Δεν της απάντησα, δεν χρειαζόταν να της απαντήσω· οποιαδήποτε απόκριση θα διατάρασσε την εύθραυστη συνθήκη. Η φράση που είχε ψελλίσει φώτισε στιγμιαία τη νάρκη μας, χάραξε το περίγραμμά της, αλλά οι λέξεις αδυνατούσαν να περικλείσουν ό,τι μας περιέβαλλε και μας έλουζε. Αισθανόμασταν ότι βλέπαμε πρώτη φορά τον ουρανό, τη θάλασσα, τις πέτρες, τη γη· όλα, είτε καιόμενα, είτε φασκιωμένα απ’ το φως του δειλινού, είχαν αποσυντεθεί στα πιο απλά, στοιχειώδη τους χαρακτηριστικά. Έβλεπα έναν κέδρο και σκεφτόμουν δέντρο, αλλά δεν ήθελα να πω τίποτα· οι έννοιες υπήρχαν δίχως να παρεισφρέουν στη λεκτική επικράτεια. Το αυτοκίνητο έμοιαζε να κινείται από μόνο του, ο αέρας φύσαγε απ’ τα ανοιχτά παράθυρα, δρόσιζε τα πρόσωπά μας και ξεχτένιζε τα μαλλιά της, το τοπίο καθρεφτιζόταν στο μπλε των ματιών της και μάς απορροφούσε υποδουλώνοντας τις αισθήσεις· βυθιζόμασταν στην ομορφιά σαν σε λήθαργο. Ο δρόμος κατέληγε σ’ έναν όρμο, μια στενή παραλία όπου αντηχούσε ο παφλασμός των κυμάτων. Βγαίνοντας απ’ το αυτοκίνητο κατηφορίσαμε ενστικτωδώς προς την ακτή. Στο λυκόφως οι μορφές των πραγμάτων γίνονταν αχνότερες κι έπειτα εξατμίστηκαν, χωνεμένες απ’ τη νύχτα. Ο θώρακάς μου παλλόταν, είχα βουρκώσει, το ίδιο κι εκείνη· έκλαιγε σιγανά, θα έλεγες πως έκλαιγε από συγκίνηση, απ’ το έγκαυμα στα μάτια. Μία βάρκα απομακρύνθηκε απ’ την ακτή και πλοηγήθηκε νωχελικά προς το πέλαγος. Το φεγγάρι, που εκείνη τη νύχτα έλαμπε, καταύγαζε τον ουρανό και τη θάλασσα, όπου έσβηνε η ρεστία και τα ίχνη του ανέμου χάνονταν. Η επιφάνεια του νερού ήταν απαλή σαν τύψη.

Κύλιση στην κορυφή