Robert Frank
© Robert Frank

Ηλίας Κεφάλας

Από τις παρυφές στην καρδιά της γενιάς του ’70

Ο τίτλος του κειμένου μου είναι ενδεικτικός. Τόσο πριν όσο και μετά την πολιτογράφησή μου στο δυναμικό της γενιάς του ’70, αισθανόμουν ως ένας ξένος που περιέτρεχε τα όριά της. Αυτή η αίσθηση μου είχε δημιουργηθεί από την περίοδο ακόμα που είχα συνειδητοποιήσει την ποιητική μου διάθεση κι έβλεπα τους συνομηλίκους μου ή τους λίγο μεγαλύτερους της γενιάς μου να αποδίδουν μια ποίηση εντελώς ξένη προς τον συναισθηματικό μου κόσμο.

Δεν μπορούσα να φανταστώ τον εαυτό μου ενταγμένο μέσα σ’ αυτό το κίνημα της γλωσσικής και κοινωνικής αμφισβήτησης, καθώς αυτά που θα ήθελα να αμφισβητήσω ανήκαν στη σφαίρα μόνο της πολιτικής δράσης και όχι της αισθητικής. Σκεφτόμουν ότι θα ήθελα πολύ να είχα γεννηθεί στην περίοδο του ρομαντισμού ή του συμβολισμού. Και πιο πολύ ακόμα στην περίοδο του ελληνικού μεσοπολεμικού spleen.

Αυτοί οι δισταγμοί, αλλά και η αβεβαιότητα γύρω από την ποιότητα της ποίησής μου, με έκαναν να καθυστερήσω πολύ την εμφάνισή μου στο ποιητικό προσκήνιο. Κι ενώ ήμουν αθέατος συγγραφικά, έβλεπα με θλίψη και αγωνία ότι πολλοί άλλοι ποιητές της γενιάς είχαν προηγηθεί επιτυχώς, όπως για παράδειγμα ο Κώστας Γ. Παπαγεωργίου το 1966, ο Γιώργος Μαρκόπουλος το 1968, ο Βασίλης Στεριάδης το 1970, ο Γιάννης Βαρβέρης το 1975 κ.λπ. Αλλά και πάλι δίσταζα να κάνω το εκδοτικό βήμα μου και κάποιες φυσικές ατολμίες και ανασφάλειες με κρατούσαν μέσα σε μια κατάσταση διαρκούς επιφύλαξης.

Συνοδοιπόρος στις αγωνίες μου αυτές ήταν και ο ομόρριζος ποιητής Χρήστος Μπράβος, ο οποίος μου φώναζε από τα υψίπεδα της Δεσκάτης: «Ηλία, μη βιάζεσαι, δεν πρόκειται να χαθούμε!»

Την πρώτη ώθηση για να εκδώσω το δικό μου πρώτο βιβλίο και να βγω επιτέλους από την αφάνεια, μου την έδωσε ο Μιχάλης Γκανάς, όταν πρόσεξα ότι κι αυτός εξέδωσε αρκετά καθυστερημένα το πρώτο του βιβλίο στο έτος 1978 και, μάλιστα, προβάλλοντας μια ποίηση εντελώς διαφορετική από αυτήν που είχε διαμορφώσει ο κύριος κορμός της γενιάς του ’70.

Είδα σ’ αυτόν τον ποιητή εικόνες και μηνύματα πολύ κοντά σ’ αυτά που ήθελα κι εγώ να διατυπώσω. Να, είπα, ένα ποιητής, που πολύ θέλω να βαδίσω πλάι του, να συγχρωτιστώ μαζί του.

Μια δεύτερη ώθηση μου την έδωσε ο Γιώργος Μαρκόπουλος, με τον οποίο, κατά μία ευτυχή συγκυρία, εργαστήκαμε μαζί για κάποια χρόνια στο λογιστικό γραφείο μιας βιομηχανικής εταιρείας και είχαμε την ευκαιρία, βγαίνοντας για εξωτερικές δουλειές σε τράπεζες και καταστήματα, να αναπτύξουμε μια στενή φιλία κι έτσι, σιγά σιγά, να μαθαίνει ο ένας μας για το ποιος είναι ο άλλος.

Θυμάμαι μια φορά, βγάζοντας από την τσάντα μου το περιοδικό Διαβάζω, ο Γιώργος με κοίταξε έκπληκτος και μου εκδήλωσε την ικανοποίησή του που διάβαζα τέτοιου είδους περιοδικά. «Όχι μόνο διαβάζω», του είπα, «αλλά παρακολουθώ κι έναν συνονόματό σου που γράφει κάτι πολύ ωραίες κριτικές για ποιητικά βιβλία». Τότε εκείνος έσκυψε στο αυτί μου και μου είπε ότι αυτός είναι που γράφει τις κριτικές, αλλά δεν χρειάζεται να το μάθουν οι άλλοι στο γραφείο μας. Ταυτόχρονα έβγαλε κι αυτός από τη δική του τσάντα και μου χάρισε την ποιητική του συλλογή Η θλίψις του προαστίου. «Ώστε και ποιητής»; Αναφώνησα. Κι αμέσως συμπλήρωσα: «Κι εγώ γράφω Γιώργο, αλλά δεν έχω εκδώσει». «Να μου τα δείξεις», με παρότρυνε εγκαρδιωτικά.

Από τότε η συντροφιά μας έγινε πιο πυκνή, συναντιόμασταν και τα απογεύματα ή τα βράδια στο σπίτι του ή στο σπίτι μου, βγαίναμε στα μπαρ, όπου μου γνώρισε τον Γιάννη Βαρβέρη, τον βιβλιοπώλη Νικολάκη, τον Γιώργο Καραβασίλη, τον Μανόλη Πρατικάκη, τον ζωγράφο Πανουτσόπουλο και πολλούς άλλους ανώνυμους πολίτες, αλλά τόσο φανατικούς αναγνώστες της ποίησης. Ο Γιώργος μου επέλεξε καμιά τριανταριά ποιήματα και με προέτρεψε να τα εκδώσω. Όμως πού; Δεν γνώριζα κανέναν. Με πήγε στον αγαπημένο ποιητή Δημήτρη Δούκαρη, τότε που έβγαζε τις Τομές, και η συγκίνησή μου ήταν μεγάλη γι’ αυτήν την ανέλπιστη γνωριμία.

Εκεί, στις Τομές της οδού Πανεπιστημίου, γνώρισα τον Χρίστο Ρουμελιωτάκη και μείναμε στενότατοι φίλοι μέχρι το τέλος της ζωής του.

Ο Δούκαρης με ενθάρρυνε να δημοσιεύσω ποιήματα στο περιοδικό του, που ήταν το φυτώριο όλης της γενιάς του ’70 και να εκδώσω το πρώτο βιβλίο μου κάτω από τη στέγη του περιοδικού Τομές. Έτσι βγήκε το πρώτο μου βιβλίο, τα Μαστίγια, το 1980, ενώ παράλληλα ο Δούκαρης σχεδόν με εξανάγκασε να γράψω και κριτική βιβλίου.

Η ενασχόληση αυτή με έκανε πιο γνωστό στους περισσότερους ζώντες λογοτέχνες όλων των γενιών και άρχισαν να μου έρχονται σωρηδόν τα βιβλία τους στο σπίτι και να πλέω σε πελάγη ευτυχίας, επειδή έτσι πλούτιζα τη βιβλιοθήκη μου ανέξοδα.

Εκτός από τις Τομές είχα συχνή παρουσία στο περιοδικό Διαβάζω κατά την εποχή του Γιώργου Σαρηγιάννη και, αργότερα, του Γιώργου Γαλάντη. Επίσης για αρκετό καιρό είχα την κριτική βιβλίου στην Οδό Πανός του Γιώργου Χρονά μέχρι να γνωριστώ με τον Κώστα Τσιρόπουλο και να γίνω τακτικός συνεργάτης του περιοδικού Ευθύνη. Συνεργασίες ακόμα είχα με τα περιοδικά Το Δέντρο του Κώστα Μαυρουδή, Εντευκτήριο του Γιώργου Κορδομενίδη και πιο αραιές με τις εφημερίδες Αυγή και Καθημερινή.

Όλα αυτά βέβαια συνέβησαν προοδευτικά μέσα στις δεκαετίες του ’80 και του ’90. Από τη χρονιά που κυκλοφόρησε η πρώτη συλλογή μου δυο πράγματα μου έμειναν για να διηγούμαι στους φίλους και να γελάμε. Το ένα ήταν όταν όλος ντροπή και φόβο πήγα στη «Δωδώνη» για να γνωρίσω τον Μιχάλη Γκανά. Η γνωριμία έγινε μέσα σε φιλική ατμόσφαιρα, καθώς και οι δύο είχαμε κάτι να πούμε για τις μακρινές επαρχιακές πατρίδες μας. Κι έτσι με ζεστή καρδιά τον ρώτησα αν μπορώ να του φέρω κανένα αντίτυπο από τη συλλογή μου για να τη βάλει πάνω στον πάγκο με τα προς πώληση βιβλία. «Το ρωτάς»; Ήταν η απάντηση του Μιχάλη, «φέρε, φέρε κι όχι ένα δύο, φέρε καμιά δεκαριά για να έχουμε μπούγιο εδώ πάνω». Του πήγα δέκα, όπως μου είπε, αλλά στη συνέχεια ποτέ δεν τόλμησα να ρωτήσω αν πουλήθηκε κανένα ή αν πήγαν όλα μαζί στην πολτοποίηση.

Το άλλο που θυμάμαι είναι μια επιστολή του Κώστα Ταχτσή, ύστερα από 3-4 μήνες που του είχα στείλει το βιβλίο μου. Μου έγραφε χαρακτηριστικά: «Κύριε Κεφάλα είστε πολύ καλός ποιητής. Τα ποιήματά σας μου άρεσαν πολύ και σας διάβασα κατά τύχη. Είχα το βιβλίο σας πεταμένο εδώ σε μια άκρη του τραπεζιού μου για πολύ καιρό και σήμερα, που κάθισα να φάω, το άνοιξα μηχανικά και το διάβασα τρώγοντας και τι να σας πω, μου άρεσε πολύ και το πήγα ως το τέλος».

Θαύμασα επίσης τη λακωνική απάντηση του Νίκου Εγγονόπουλου που ήταν τρεις λέξεις: «Ευχαριστώ και συγχαίρω».

Στον αντίποδα ήταν ο Σταύρος Βαβούρης, τον οποίο είχα ήδη γνωρίσει κι επισκεφτεί στο σπίτι του πολλές φορές, ο οποίος μέσα σε μια τετρασέλιδη επιστολή του με έβριζε ποικιλοτρόπως, επειδή είχα το θάρρος να βγάλω κι εγώ βιβλίο και, κυρίως, να του το στείλω. Όταν του ζήτησα εξηγήσεις μου είπε ότι το έκανε για το καλό μου και ότι αν σκεφτόμουν λίγο λογικά θα αποσυρόμουν από την ποίηση εγκαίρως. Δεν έδωσα συνέχεια, αλλά πολύ γρήγορα, μετανιωμένος, μου τηλεφωνούσε τα μεσάνυχτα για να πάω στο σπίτι μου και να ακούσουμε μουσική ή να μου διαβάσει τα νέα του ποιήματα.

Στο σπίτι του Βαβούρη είχα πρωτοπάει με τον Γιώργο Μαρκόπουλο κι εκεί γνωρίστηκα με τον Χριστόφορο Λιοντάκη και τον Γιάννη Βαρβέρη. Μέσα σε μια κατανυκτική ατμόσφαιρα, με τη βραδινή βροχή να λυσσομανάει στο παράθυρο, ο οικοδεσπότης μάς διάβασε το ποίημά του «Στον αστερισμό των χρόνων και των εγκλίσεων του ρήματος έρχομαι», που μόλις είχε ολοκληρώσει. Με τον Λιοντάκη λίγο αργότερα πικραθήκαμε. Είχα υποβάλει τη δεύτερη συλλογή μου Μεταλλαγή στο απροσδόκητο στη «Γνώση» και περίμενα την έγκριση της έκδοσης. Ο Μάνος Ελευθερίου, που ήταν τότε υπεύθυνος για τα νέα βιβλία, με κάλεσε και τον συνάντησα σε ένα ζαχαροπλαστείο δίπλα στη «Δωδώνη». Μου είπε ότι του άρεσε η συλλογή, αλλά θα μου έκανε κάποιες διορθώσεις στη γλώσσα, όπως κάποια τελικά «ν» κ.λπ. Μετά από δύο ημέρες μου τηλεφώνησε για να μου πει ότι η έκδοση ακυρώνεται. «Μα γιατί, Μάνο;». «Επειδή κάποιος τρίτος επενέβη κι έπεισε τον εκδότη να μην εκδοθεί, ότι τάχα οι σοβαροί ποιητές θα του φύγουν, αν εκδώσει έναν άγνωστο». Επέμεινα πολύ να μάθω ποιος ήταν, αλλά πέρασαν κάπου 5-6 μήνες, όταν ήδη είχα εκδώσει τη συλλογή, για να μου πει ο Μάνος ότι αυτός ήταν ο Λιοντάκης. Σε κάποια από τις πολλές συναντήσεις που είχα στη συνέχεια με τον Χριστόφορο και μετά από πολλούς δισταγμούς τον ρώτησα για τον λόγο που ενήργησε έτσι. Κι εκείνος: «Συγγνώμη, Ηλία, δεν σε ήξερα, τώρα που σε ξέρω και σε εκτιμώ, σε παρακαλώ να το ξεχάσεις». Και το ξέχασα.

Άλλο ένα περιστατικό για τη χαρακτηριστική ατολμία μου εκείνων των καιρών ήταν το προσκάλεσμα μια μέρα από τον Δημήτρη Δούκαρη για να πάω να τον βρω στο γραφείο του, επειδή θα ερχόταν εκεί και ο Ζήσης Σκάρος, πρόεδρος τότε της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, που ήθελε να με γνωρίσει. Πήγα με χίλιες συστολές, επειδή φοβόμουν τη φυσική αδυναμία μου του να μη μπορώ εύκολα να ανοίγω το στόμα μου και να μιλώ. Όταν έφτασα, όμως, και άνοιξα την πόρτα του γραφείου, ο Σκάρος, κατατοπισμένος από τον Δούκαρη, μου φώναξε εγκάρδια και σε άπταιστη θεσσαλική διάλεκτο: «Έλα εδώ ρε σκιαγμένε, είμαστε πατριώτες, εσύ από τα Τρίκαλα κι εγώ από την Καρδίτσα». Αμέσως έσπασε ο πάγος και φυσικά ασχολήθηκα σε λίγο με τις Ρίζες του ποταμού του.

Σιγά σιγά περνούσε ο καιρός και μαζί του αυξάνονταν και οι εκδόσεις των νέων βιβλίων μου. Συνεπακόλουθα είχαν αρχίσει οι παρουσιάσεις βιβλίων και οι απαγγελίες ποιημάτων μου σε δημόσιους χώρους μαζί με άλλους ποιητές. Θυμάμαι, χωρίς να μπορώ τώρα να προσδιορίσω το πότε ακριβώς, ότι στην πρώτη ανάγνωση ποιημάτων μου στο ΕΑΤ-ΕΣΑ μαζί με Μαρκόπουλο, Βαρβέρη, Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ κ.ά., ο Βαρβέρης με πλησίασε και μου είπε εμπιστευτικά: «Αν αγαπάς την ποίησή σου μην ξαναδιαβάσεις ποτέ, τη σκοτώνεις. Ανάθεσέ το σε άλλους». Είχε δίκιο. Δοκίμαζα να βγάλω τη φωνή μου και δεν μπορούσα. Στεκόμουνα απελπισμένος μπροστά στον καθρέφτη και προσπαθούσα να βρω τι φταίει. Όμως όλα περνούν, όλα καλυτερεύουν. Η αυτοπεποίθηση μαζί και μ’ ένα υποφερτό καθάρισμα της φωνής μού επέτρεψαν σύντομα να συνομαδώνομαι και να μην ντρέπομαι τόσο εύκολα μπροστά στο κοινό.

Έτσι σε μια άλλη ομαδική ποιητική ανάγνωση στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων, μαζί με τον Πάνο Κυπαρίσση και τον Μιχάλη Γκανά, ίσως και τον Ηλία Γκρη, δεν είμαι σίγουρος πια, πηγαίνοντας μετά το πέρας της εκδήλωσης σε κοντινό ταβερνείο, ο Μιχάλης μου εμπιστεύθηκε την εντύπωσή του για την ποίησή μου: «Αγαπητέ μου, ακούγοντας τα ποιήματά σου, ένιωσα έναν μικρό κι ανεπαίσθητο αέρα να περνάει αθόρυβα μέσα στα χορταράκια και να τα κουνάει». Πόσο δίκιο είχε. Αυτός ο μυστικός άνεμος είναι που κυβερνάει εμένα και τα ποιήματά μου όλον τον καιρό. Είμαι τόσο δέσμιος της αγχέμαχης αφής του. Παράλληλα και ο Πάνος αποφάνθηκε ότι η ποίησή μου είναι ένα μουσικό εγχειρίδιο φυσικής ιστορίας. Πόσο τους ευχαριστώ και τους δύο.

Πρέπει να μνημονεύσω επιπροσθέτως τον Κώστα Τσιρόπουλο και την Ευθύνη του, εκεί στο βιβλιοπωλείο των «Εκδόσεων των Φίλων» της οδού Πανεπιστημίου, όπου γνώρισα ευγενέστατους ανθρώπους, λογοτέχνες και μη. Το εντευκτήριο του Σαββάτου ήταν ένα ανοιχτό σχολείο, ένα φροντιστήριο λογοτεχνίας κι ένας διαρκής οδηγός καλής συμπεριφοράς για τους νεοεισερχομένους. Θυμάμαι το χαρακτηριστικό χαμόγελο του οικοδεσπότη και τα επιφωνήματά του χαράς σε κάθε νέα άφιξη. Κάποτε μια κυρία τον επαίνεσε γι’ αυτή του τη δυνατότητα να χαμογελάει συνεχώς και να μην είναι ποτέ κατσούφης. Ο Τσιρόπουλος μου εξήγησε κάποια στιγμή κατ’ ιδίαν ότι ο κόσμος παρεξηγεί εύκολα αυτή του τη στάση να χαμογελά, νομίζοντας ότι είναι διαρκώς χαρούμενος. Δεν καταλαβαίνουν, μου είχε πει πικρά, ότι το χαμόγελο είναι περισσότερο θέμα αγωγής και όχι τόσο ψυχικής διάθεσης.

Όμως ο χρόνος τρέχει και μας αφήνει πίσω του ανυπεράσπιστους. Τους ποιητές της γενιάς μου, από τους νεότερους μέχρι τους πρεσβύτερους, ήδη τους κατέλαβε το γήρας. Μερικούς και ο θάνατος. Τελικά ούτε και η ποίηση μας σώζει, ενώ της είμαστε τόσο πιστοί.

«Φεύγουμε συντριμμένοι, απαρηγόρητοι
για να ξαναφτιάξουμε τη γενιά μας στον ουρανό…»
Κύλιση στην κορυφή