Είναι αδύνατον να αναλογιστεί κανείς την έννοια της κριτικής χωρίς να του φανεί σαν ένα σύνθετο ηθικό διακύβευμα. Αναπολώ την τακτική παλιών λογοτεχνικών περιοδικών, που συχνά δημοσίευαν κείμενα κακά ή ελλιπή ακριβώς ώστε, συνοδεύοντάς τα με ένα επικριτικό σημείωμα, να ωθήσουν στην άσκηση ή να αποτρέψουν τους διάφορους επίδοξους. Εντούτοις οι τότε περιοδικάρχες δεν ήταν άμεμπτοι. Κάποια από αυτά τα φαινομενικά ωφέλιμα σημειώματα ενίοτε καρυκεύονταν από μια χυδαιότητα σαν του καιρού μας (ποιητής-μέντοράς μου μού είχε αναφέρει με σιχασιά κάτι για ένα τέτοιο σημείωμα, που γελοιοποιούσε μια ποιήτρια ως λογοτέχνιδα «κλιμακτηρίου»). Επιπροσθέτως, το γεγονός ότι οι περιοδικάρχες πρόσεχαν αυτά που δημοσίευαν δεν σημαίνει πως μόνος τους γνώμονας ήταν η διακονία της υψηλής λογοτεχνίας. Μπορεί να ήταν κάμποσοι οι σοβαροί που έβλεπαν τα περιοδικά τους ως γρανάζια πολιτισμού (όπως και σήμερα), υπήρχαν όμως και κάποιοι που στο βάθος νοιάζονταν περισσότερο για τις συστάσεις του επίδοξου παρά για τον επίδοξο (αν και όχι όσο κάποιοι σημερινοί, που νοιάζονται στο βάθος, στο ύψος και σ’ όλα τα γεωμετρικά ρέστα).
Εγώ πάντως δεν αναθεματίζω τον σύγχρονο τύπο. Το παρελθόν δεν είναι άμεμπτο. Μπορεί κάπου κάπου να διδάσκει αισθητική, αλλά την ηθική, που αποδεικνύεται περισσότερο δυναμική, δεν μπορεί να τη διδάξει κανένας. Σε παρελθόν και παρόν, θεωρώ υπεύθυνους τους επικεφαλής του τύπου μάλλον, παρά τους συνεργάτες. Είναι γεγονός πως σήμερα δεν γράφονται κριτικές, μόνο βιβλιοπαρουσιάσεις –οι καλύτερες ύστερα από μια κάποια αναγνωσούλα και όχι φυλλομέτρημα, κατά το δυνατόν τεκμηριωμένες και όχι ιδιαίτερα γενικόλογες (μια αρετή που για να εκδηλωθεί απαιτεί το ελάχιστο ενδιαφέρον του γράφοντα). Όπως και να ’χει, δεν μας λείπει λέγειν ούτε αναγνωστικός ζήλος. Άρα η μάστιγα των βιβλιοπαρουσιάσεων δεν οφείλεται –συντριπτικά– παρά στην πλειονότητα των εκδοτών (περιοδικών και εφημερίδων) που δέχονται αβασάνιστα οτιδήποτε φτάνει στα χέρια τους, αρκεί να πληροί προϋποθέσεις όπως το όριο λέξεων, ενίοτε και τη μη-αναφορά σε μη-φίλα προσκείμενους εκδοτικούς οίκους, πρόσωπα και καταστάσεις και λοιπά και λοιπά.
Το ερώτημα λοιπόν είναι: εάν ο τύπος δεχόταν μόνο σοβαρά κριτικά κείμενα, τότε μήπως θα μπορούσε να περιοριστεί η μάστιγα; Θα έλεγε κανείς πως μια τέτοια τακτική απαιτεί χρόνο και κόπο. Σύμφωνοι. Αλλά σάματις θα μας έβγαινε σε κακό να μαθευτεί πως η συντήρηση ενός σοβαρού τύπου απαιτεί κάτι παραπάνω από ένα φετίχ με τα λογοτεχνικά; Μα –θα συνέχιζε ο κανείς– υπάρχει και ο ακαδημαϊκός κίνδυνος, ήτοι να γίνει ο λογοτεχνικός τύπος σαν τον επιστημονικό, που δημοσιεύει μόνο κείμενα από διδάκτορες και βάλε, και μάλιστα με την έγκριση επιτροπής. Φευ, δεν θέλουμε τέτοιο λογοτεχνικό τύπο. Για να μιλήσουμε ειλικρινά όμως, ο λογοτεχνικός χώρος ήδη φαίνεται να ζηλεύει τα τελετουργικά του επιστημονικού, γι’ αυτό και έχει περί πολλού τα βιογραφικά. Έχουμε κάμποσους λογοτέχνες με διδακτορικό και σίγουρα δεν νοείται συγγραφέας δίχως μεταπτυχιακό. Ωστόσο για τους κριτικούς ισχύουν άλλα.
Οποιοσδήποτε μπορεί να γράψει μια «κριτική» κι ας μη γνωρίζει, για παράδειγμα, πώς να εντοπίζει επιρροές ή τι εξυπηρετούν όλες αυτές οι πικάντικες αοριστίες (σχεδόν όποια «κριτική» κι αν διαβάσουμε σήμερα, θα πετύχουμε κάπου μια λέξη από αισθ-: αισθητικός, αισθητιστικός, αισθαντικός, αισθηματικός, αισθηματολογικός, αισθητηριακός…). Αυτό δεν σημαίνει πως για να γραφτεί μια κριτική χρειάζεται μεταδιδακτορικό, μα δεν χρειάζεται ούτε και καλοχτισμένο όνομα ή μαστοριά στην επίδειξη εγκυκλοπαιδικών γνώσεων. Χρειάζεται μόνο ταλέντο, που ως έναν βαθμό είναι τόσο νομοτελειακό όσο το λογοτεχνικό, ενώ κατά τα άλλα διαμορφώνεται με την (κυρίως αναγνωστική) άσκηση. Συνεπώς, θέλουμε κριτικούς-λογοτέχνες; Φευ, δεν θέλουμε τέτοιους κριτικούς. Ας μην μπλέκουμε τις ιδιότητες. Είναι ήδη αρκετά μπλεγμένες.
Παρατηρώ πως όσο περνά ο καιρός ο λογοτεχνικός τύπος στρέφεται στο δοκίμιο. Το δοκίμιο έρχεται σαν μέση λύση: δεν είναι τίποτα, αλλά καλύπτει τα κενά των πάντων. Στις μέρες μας έχει γίνει ένα είδος-πασπαρτού, θεωρούμενο –κατά μία διαστροφική παρεξήγηση– όχι ως προσδιορισμένο είδος, αλλά ως μέσο για εύκολο και γρήγορο κύρος. Οι δικές μου κριτικές θεωρούνται δοκίμια, αλλά θα προτιμούσα να έγραφα κανονικές κριτικές. Αδυνατώ. Είμαι πολύ φιλόδοξη για μια κριτική στο πατρόν των σημερινών κριτικών και πολύ εγωμανής για να περιοριστώ στο βιβλίο που διαβάζω. Φταίει βέβαια κι ο συνειρμικός τρόπος σκέψης μου. Εν πάση περιπτώσει, το δοκίμιο δεν είναι κριτική, διότι πυρήνας του είναι η ερμηνεία, όχι το ζύγισμα. Όσο κι αν θέλω λοιπόν (που θέλω πολύ, απλούστατα διότι υπάρχουν και κακά βιβλία, που με διεγείρουν να μιλήσω γι’ αυτά ακριβώς όσο τα καλά, αρκεί το όποιο βιβλίο να πυροδοτεί τους συνειρμούς μου), ο τρόπος γραφής μου δεν επιτρέπει αρνητικά σημειώματα. Αν όμως διέθετα ταλέντο κριτικογράφου, θα έγραφα οπωσδήποτε αρνητικές κριτικές (έστω και όχι δίχως κάποιον μεσσιανισμό).
Στα σύγχρονα γράμματα, έχω διαβάσει μία και μοναδική σωστή αρνητική κριτική. Δεν ξέρω πού οφείλεται αυτή η έλλειψη. Ο Κοτζιούλας, στο 5ο τεύχος των θρυλικών Νεοελληνικών σημειωμάτων του Σκαρίμπα, αναρωτιόταν γιατί η κριτική έχει ταυτιστεί με την επίκριση. Σήμερα είναι ν’ αναρωτιέσαι γιατί η κριτική έχει ταυτιστεί με την απόκριση: Δεν κρίνουμε τα βιβλία που διαβάζουμε, παρά απαντάμε στο κάλεσμά τους για ανάγνωση, σαν ν’ ανοίγουμε έναν διάλογο, σαν να τ’ αναγνωρίζουμε ως «άλλους», ίσα για να επικυρώσουμε την ύπαρξή τους. Οι κριτικογράφοι σήμερα είναι κάτι σαν τα ΚΕΠ της λογοτεχνίας. Και εκδότες, συγγραφείς, μεταφραστές, περιοδικάρχες, εφημεριδάρχες είναι ικανοποιημένοι μ’ αυτό, ακριβώς διότι την επικύρωση αποζητούν (του γνησίου της υπογραφής των).
Αναλογιζόμενη τον Σολωμό, ξέρω πως ο Βάρναλης διαψεύστηκε και ο Ζαμπέλιος γελοιοποιήθηκε. Και σίγουρα διαβάζω περισσότερο Καρυωτάκη παρά Δημαρά, περισσότερο Καβάφη παρά Ψυχάρη. Εντούτοις, όποιος θέλει στ’ αλήθεια να διαβάσει τη Βίβλο δεν πρέπει να διαβάσει τη Βίβλο, αλλά πατερική θεολογία. Εδώ βρίσκει τη χαμένη του αξία το ερμηνευτικό δοκίμιο, που έρχεται να διασώσει ό,τι καταστρέφουν τα λιλιπούτεια σημειώματα, θετικά ή αρνητικά, κι ό,τι καταστρέφει το ίδιο το πρωτότυπο, που από μόνο του δεν εγγυάται για τίποτα. Δεν θεωρώ ότι μας λείπει κριτικογραφία, λοιπόν. Μας λείπουν αντικειμενικές επικρίσεις, αντικειμενικά δοκίμια και εύπεπτα σημειώματα μετονομασμένα σε –απολύτως θεμιτές– προσφορές γνωριμίας. Μας λείπει ισορροπία, ποσοτική και ποιοτική. Ένας λογοτεχνικός τύπος που να σέβεται τον εαυτό του. Εκδότες και συγγραφείς που να μην ενδιαφέρονται απλώς για μια λίστα αναφορών ανεξαρτήτως συντάκτη και περιεχομένου. Πρωτίστως μας λείπει η εμπιστοσύνη των απλών, εκτός χώρου αναγνωστών, που έχουν πάψει από καιρό να διαβάζουν αυτήν την κριτικογραφία της ιδιοκατανάλωσης που συντηρούμε για τη λογοτεχνία της ιδιοκατανάλωσης που ευαγγελιζόμαστε.
[Σημ.: Ο τίτλος αποτελεί παράφραση του «Απόκριση εις τον αφορεσμόν του Κλήρου της Κεφαλονιάς των 1856» του Ανδρέα Λασκαράτου.]