Ζούσε σ’ ένα πλούσιο χωριό, κάπου στην Αφρική, ένας καλός αρχηγός. Είχε πολλές γυναίκες, νέες κι όμορφες, που δούλευαν στα χωράφια, κατέβαιναν στο ποτάμι για νερό, πηγαίνανε στο δάσος για ξύλα, κοπανούσαν το καλαμπόκι και τη μανιόκα σε μεγάλα πέτρινα γουδιά για να το κάνουν αλεύρι, γεννούσαν και μεγάλωναν τα μωρά τους.
Η αυλή του, με τις καλύβες γύρω-γύρω, μια καλύβα για κάθε γυναίκα και τα παιδιά της, βούιζε από ζωή και χαρά. Παίζανε μικρά και μεγάλα κοριτσάκια, τρέχανε και χοροπηδούσαν, ζεσταίνανε νερό στη φωτιά και πλένανε ρούχα, ακολουθούσαν τις μανάδες που μαγειρεύανε πάνω από φαρδιές κατσαρόλες, ακουμπισμένες σε σιδερένια τρίποδα. Σκαρφαλώνανε στα δέντρα της γειτονιάς με γρήγορες, επιδέξιες κινήσεις. Λεπτά πόδια, λεπτά χεράκια. Κατεβάζανε γρήγορα τους καρπούς: μάνγκο και παπάγια, αβοκάντο και μπανάνες, κι εκείνο το περίεργο φρούτο, κόκκινο και ζουμερό, που το λένε «σπλάχνα της λεοπάρδαλης». Μόνο κορίτσια είχε όμως η αυλή. Οι γυναίκες του αρχηγού, όλες οι γυναίκες του, γεννούσαν μόνο και πάντα κορίτσια.
⸙⸙⸙
Μια μέρα στην αυλή γεννήθηκε ένα παράξενο μωρό. Δεν ήτανε κορίτσι, δεν ήταν ούτε αγόρι. Γεννήθηκε ένα μεγάλο αυγό, σαν αυγό από στρουθοκάμηλο. Ο αρχηγός κι η γυναίκα του, η μητέρα του αυγού, το κοιτάξανε καλά, αναστέναξαν, κι έπειτα το πήρανε προσεχτικά και το ακουμπήσανε σε μια καλή ψάθα από ράφια, βελούδο ράφιας πολύτιμο ήτανε, φυλαγμένο στο πίσω μέρος της καλύβας τους. Περάσανε χρόνια.
Κάποτε οι κάτοικοι του διπλανού χωριού καλέσανε τον αρχηγό σε γιορτή με τραγούδια και χορούς. Παίζανε τύμπανα, παίζανε ξυλόφωνα, τραγουδούσαν οι νέοι και τα κορίτσια, τραγουδούσαν οι γυναίκες. Ένα βαρύ μεγάλο τύμπανο άλλαζε τους ρυθμούς των χορών κι όλοι χτυπούσανε το χώμα με γυμνά πόδια ακολουθώντας.
Στους χορούς είδε ο αρχηγός μια λαμπρή κοπελίτσα. «Αυτήν θέλω για νύφη μου», σκέφτηκε. Έστειλε είδηση στον πατέρα της, τον αρχηγό εκείνου του χωριού. «Θέλω την κόρη σου γυναίκα για τον γιο μου». Κουβεντιάσανε την προίκα που θά ʼστελνε ο γαμπρός: βόδια και κατσίκια, βελούδα ράφια και ψάθες, χάλκινα νομίσματα και δέρματα λεοπάρδαλης, κι ακόμα ένα μεγάλο σακί γεμάτο με κοχύλια θαλασσινά κι άλλο ένα με λεπτοδουλεμένες γυάλινες χάντρες. Μετά από τρεις μέρες έφτασε η προίκα στο χωριό της κοπέλας κι εκείνοι δώσανε τη νύφη. Ήρθε στη μεγάλη αυλή με τις καλύβες και κοίταξε τριγύρω για τον άντρα της. Δεν τον είδε πουθενά, αλλά δίστασε να ρωτήσει.
Μπήκε στη δική της καλύβα. Την είχε χτίσει ο πεθερός πριν ακόμα φτάσει η νύφη. Γερή και στρογγυλή, είχε γυαλιστερή στέγη από φύλλα φοινικιάς και κίτρινο χωμάτινο πάτωμα, καλά ισιωμένο.
⸙⸙⸙
Περνούσαν οι μήνες κι η μικρή νύφη δεν έβλεπε τον άντρα της. Πήγαινε όμως με τις αδερφές του στα χωράφια, σκάλιζε και φύτευε, κατέβαινε στο ποτάμι και έμπαινε στο δάσος, φρόντιζε τις κότες και τα κατσίκια. Μια μέρα όλη η οικογένεια του αρχηγού φύτευε καινούργια χωράφια στη σαβάνα. Τα είχαν ανοίξει με κόπο πολύ, δουλεύοντας καιρό το σκληρό χώμα. Απλώνονταν πέρα μακριά τα χωράφια. Όμως ο σπόρος δεν έφτασε. Μια από τις κόρες του αρχηγού γύρισε στο χωριό, να πάρει κι άλλο σπόρο. Βρήκε στην αυλή το αυγό να κυλάει γύρω-γύρω στο χώμα. Έβγαζε μια ψιλή φωνούλα κι έλεγε «Με πάντρεψε ο πατέρας, μού πήρε γυναίκα.» Τρόμαξε το κορίτσι, πήρε προσεχτικά το αυγό και το έβαλε στη θέση του, στην καλύβα των γονέων. Κι εκείνο σώπασε.
Την άλλη μέρα το ίδιο. Οι αδερφές του αυγού ψιθύριζαν ανάμεσά τους … «Κόβει κύκλους στην αυλή και μιλάει»… «κόβει κύκλους στην αυλή και μιλάει»…
Την τρίτη μέρα η νύφη είπε «Θα πάω εγώ σήμερα να φέρω τον σπόρο απ’ το χωριό».
⸙⸙⸙
Στην αυλή βρήκε το αυγό να φέρνει κύκλους και να λέει με ψιλή φωνίτσα «Με πάντρεψε ο πατέρας, μού πήρε γυναίκα».
Προσεκτικά το σήκωσε και τό ʼφερε στη δική της καλύβα. Το ακούμπησε στην πιο καλή της ψάθα, για να είναι φυλαγμένο, και το σκέπασε μ’ ένα από ρούχα της. Κόκκινο ύφασμα με άσπρα σχέδια. Έπειτα έτρεξε με τον σπόρο στο χωράφι.
Το βράδυ, μόλις όλοι τελειώσανε το φαΐ, η μικρή νύφη πήγε γρήγορα στην καλύβα της κι έκλεισε την πόρτα. Κοίταξε καλά το αυγό, απ’ όλες τις μεριές. Εκείνο όμως δε μιλούσε ούτε κουνιότανε.
Έσφιξε τότε το ύφασμα του ρούχου γύρω από τη μέση της, μάζεψε ψηλά τα κοτσιδάκια της και ξεκίνησε μέσα στο σκοτάδι να πάει στο δικό της χωριό. Έφτασε κι ήταν νύχτα βαθιά. Πήγε στον πατέρα της. «Πατέρα, δε μού ʼδωσες άντρα» του είπε, «με πάντρεψες με αυγό». Και του μίλησε για τη ζωή της.
Σκέφτηκε λίγη ώρα ο πατέρας. Συλλογισμένος ακόμα πήγε αργά στο πίσω μέρος της καλύβας κι ακούμπησε με τα δάχτυλα τις κολοκύθες που ήταν κρεμασμένες στη σειρά από τη σκεπή. Τις ακουμπούσε μία μία, τις κοίταζε και σκεφτόταν. «Μη φοβάσαι κόρη μου, θα σε βοηθήσω», της απάντησε.
Κι ο αρχηγός έδωσε στην κοπέλα ένα μαγικό βοτάνι. Σιγά-σιγά και μυστικά τής εξήγησε τι έπρεπε να κάνει. Τραγούδησε και το ξόρκι, με φωνή που δύσκολα ακουγότανε. Στο τέλος είπε: «Πρόσεχε, μη χάσεις τα τσόφλια του αυγού, με τίποτα να μην τα χάσεις».
Ήτανε νύχτα ακόμα όταν γύρισε πίσω η νύφη στην καλύβα της. Το πρωί έφυγε με τα κορίτσια, όπως κάθε μέρα, για τις δουλειές της οικογένειας. Νερό απ’ το ποτάμι, ξύλα απ’ το δάσος, καρπούς από τα δέντρα, ψάρια απ’ τη λιμνούλα, μερμήγκια απ’ τη μερμηγκοφωλιά.
Το βράδυ στην καλύβα της σήκωσε προσεκτικά το αυγό και το ακούμπησε στην ψάθα όπου κοιμότανε κάθε βράδυ. Άπλωσε το βοτάνι, τραγούδησε το ξόρκι και περίμενε.
Ψιλή φωνίτσα ακούστηκε πρώτα: «Αχ, αχ, μού φυτρώνει ένα πόδι»… Κι έπειτα πιο δυνατή φωνή: «Αχ, αχ, μού φυτρώνουν χέρια»… Και τέλος δυνατή αντρική φωνή: «Α… μου φυτρώνει κεφάλι».
Απ’ το αυγό βρήκε ένας ωραίος και δυνατός άντρας, ο πιο ωραίος απ’ όσους είχε δει ως τότε η κοπέλα. Την κοίταξε χαμογελαστός. Αυτός ήταν ο άντρας της. Τεντώθηκε καλά και γέλασε χαρούμενος, ανάσανε βαθιά και της μίλησε. Η νύφη όμως μάζεψε ήσυχα και προσεκτικά τα σπασμένα τσόφλια του αυγού, τα τύλιξε σ’ ένα κομμάτι καθαρό πανί και τα έκλεισε στη μεγάλη κολοκύθα.
⸙⸙⸙
Το πρωί ο νέος άντρας κάθισε στον θρόνο του αρχηγού, στη μέση της αυλής. Τον κοίταξαν παραξενεμένοι οι δούλοι, τον κοίταξαν οι γυναίκες και τα κορίτσια. «Ποιος είν’ αυτός που τολμάει να κάτσει στον θρόνο του αρχηγού;» σκεφτόντουσαν, δε λέγανε όμως τίποτα. Βγήκε από την καλύβα του ο αρχηγός και τον κοίταξε διαπεραστικά. «Ποιος είσαι σύ;» τον ρώτησε. «Ο γιος σου, το Αυγό», αποκρίθηκε ο νέος άντρας.
Τότε ο αρχηγός ετοίμασε μεγάλη γιορτή με πλούσια φαγητά: κοτόπουλα και ψάρια, ρύζι και μανιόκα, μπίντια και τηγανιτές μπανάνες. Είχανε και μπύρα από καλαμπόκι, είχανε και βουνά από λουκουμάδες. Μουσικές παίζανε και χοροί απλώνονταν σε όλο το χωριό. Φωτιές ανάψανε στις καλυβούλες των προγόνων, με προσφορές για τους νεκρούς. Τραγούδια ακούγονταν παντού. Γιόρτασαν όλοι τον γιο του αρχηγού. Κι εκείνος τον έβαλε στη θέση του, στον θρόνο, ν’ αποφασίζει για όσα έπρεπε να γίνουν στον μεγάλο εκείνο τόπο.
Πέρασε καιρός. Το Αυγό αποφάσιζε φρόνιμα, συλλογιζότανε καλά και φρόντιζε τους ανθρώπους, τα ζώα και τη γη. Ήταν καλός κυνηγός. Όταν οδηγούσε τους άντρες στο κυνήγι, όλοι γύριζαν με κρέας για την οικογένεια.
⸙⸙⸙
Μια μέρα το Αυγό πήρε δεύτερη γυναίκα. Τη διάλεξε και την έφερε στην αυλή, έχτισε γι’ αυτήν καινούργια καλύβα και κλείστηκε μαζί της μέρες και μέρες, χωρίς να βλέπει ούτε τους δικούς του ανθρώπους. Δε φρόντιζε πια για τη σπορά στα χωράφια ούτε για τους καρπούς, ούτε για το ρύζι στο ποτάμι, ούτε για το κυνήγι. Δε φώναζε τους κυνηγούς να πάνε όλοι μαζί στο δάσος.
Άφησε νηστική την πρώτη του γυναίκα. Εκείνος έτρωγε κι έπινε με τη δεύτερη, χωρίς να νοιάζεται για κανέναν.
Ένα βράδυ η πρώτη γυναίκα ήρθε κλαίγοντας στην πόρτα της καλύβας του. «Πεινάω», του είπε, «δεν έχω τίποτα πια. Δώσε μου λίγο ρύζι, δώσε μου λίγη μανιόκα, δώσε μου λίγο καλαμπόκι».
Στην πόρτα της καλύβας βγήκε τότε η δεύτερη γυναίκα. «Τι θέλεις πια;» είπε. «Γιατί κλαψουρίζεις όλη την ώρα; Άσε μας ήσυχους. Πάρ’ το απόφαση και κάνε ό,τι θες. Φύγε από δω. Να πας πίσω στο χωριό σου. Δε σε θέλουμε».
Κλαίγοντας γύρισε στην καλύβα της η πρώτη γυναίκα. Κάθισε στην ψάθα της για λίγο και σκέφτηκε. Κι έπειτα ήσυχα πλησίασε στο βάθος της καλύβας, άνοιξε την κολοκύθα, όπου σφιγμένα στο πανάκι βρήκε τα τσόφλια του αυγού. Τα κοίταξε λυπημένη. Έπειτα τα άπλωσε στη σειρά πάνω στην ψάθα, πολύτιμο βελούδο ράφιας, έριξε πάνω τους το μαγικό βοτάνι και τραγούδησε μαλακά το παλιό ξόρκι.
Στην καλύβα της δεύτερης γυναίκας ακούστηκε μια ψιλή φωνίτσα: «Χάνω το χέρι μου, χάνω το χέρι μου, χάνω το χέρι μου…». «Χάθηκε το πόδι μου, χάθηκε το πόδι μου, χάθηκε το πόδι μου…». Κι έπειτα ένας λεπτός στεναγμός «Χάνω το κεφάλι μου, χάνω το κεφάλι μου, χάνω το κεφάλι μου…».
Κι έπειτα πφ, πφ, πφ, το αυγό ήτανε πάλι σιωπηλό στο καβούκι του.
Μόλις χάραξε, η πρώτη νύφη έφυγε για το χωριό του πατέρα της.
[Διασκευή από αφρικανικό παραμύθι.]