Ζωγραφική: Θανάσης Μακρής

Καρολίνα Μέρμηγκα

Αυτός ο Τύπος σώζεται;

Την Πρωτομαγιά, εφημερίδες δεν βγήκαν. Ήταν η μέρα που στο κέντρο της Αθήνας και στο λιμάνι του Πειραιά προκαλούνταν αλλεπάλληλα ανευρύσματα κυκλοφορίας και διαθέσεων, στην Αμερική οι εξεγέρσεις στα πανεπιστήμια φούντωναν, στην Ουκρανία οι στρατιές επελαύναν, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ανέβαιναν λουλούδια, τοπία, μαγειρικές και αναπαραγωγή έντυπων άρθρων προηγούμενων ημερών, και στο διάστημα… δεν ξέρω τι γινόταν στο διάστημα. Ξέρω ότι κάτι έλειπε. Και δεν ήταν «τα νέα».

Όπως συμβαίνει με πολλά πράγματα, οι εφημερίδες θα μας λείψουν όταν δεν θα υπάρχουν. Και θα μας πάρει κάποιο καιρό να καταλάβουμε τι είναι αυτό που μας λείπει. Ίσως γιατί θα μας πάρει κάποιο καιρό να καταλάβουμε τι εννοούμε, τώρα πια, όταν λέμε «ενημέρωση-πληροφόρηση»: ειπωμένο λιγότερο βαρύγδουπα, τι σημαίνει «ξέρω τι γίνεται σ’ αυτόν τον κόσμο όπου βρέθηκα να ζω». Ίσως γιατί θα μας πάρει καιρό να θυμηθούμε και πάλι ότι το «ξέρω τι γίνεται σ’ αυτόν τον κόσμο όπου βρέθηκα να ζω» δεν είναι ένα χόμπι, ένα app, το μπλογκ ενός ινφλουένσερ, ένα νάζι, αλλά ζωτική ανάγκη. Όλων μας. Με επιπτώσεις, όταν η ανάγκη αυτή δεν καλύπτεται, αληθινές και άκρως τιμωρητικές.

Όσοι βέβαια ασχολούνται με την εκπαίδευση το ξέρουν ήδη καλά: οι περισσότεροι νέοι, μπουκωμένοι ως τα αφτιά από ριπές, νιφάδες, καταιγίδες, ανεμοστρόβιλους και τυφώνες «κοινοποιήσεων» έχουν χάσει (για πάντα;) την ικανότητα να μπορούν να σταθούν σε έναν χώρο σκέψης ιδιωτικό, μονωμένο, και να παρακολουθήσουν μια φωνή που τους απευθύνεται. Και τους καλεί να διαβάσουν αργά και συγκεντρωμένα και να ακολουθήσουν (όχι απαραίτητα να συμφωνήσουν) ένα νήμα επιχειρημάτων και συλλογισμών (όχι απαραίτητα συμπερασμάτων) που βασίζονται σε έρευνα, διασταύρωση κι επαλήθευση πληροφοριών και κάποιες βασικές γνώσεις. Να ακολουθήσουν την πορεία ενός εκπαιδευμένου μηχανισμού που δεν αναπαράγει τυφλά δελτία τύπου, non-papers και ανταποκρίσεις, δεν αλέθει μέσα από φίλτρα προσωπικών θεωριών, δεσμών και θυμικών «φάσεων», αλλά έχει την κατάλληλη κατάρτιση (και επαφές) ώστε να κατανοεί, να συνδυάζει και να αναλύει αντικειμενικά και μετά λόγου γνώσεως –όπως λέγαμε κάποτε. Φλυαρώ τώρα αντί να πω, πιο απλά, ότι οι περισσότεροι νέοι ίσως δεν μπορούν πια να κατανοήσουν τι σημαίνει σωστή δημοσιογραφία. Και δεν είναι σίγουρο ότι φταίνε οι νέοι γι’ αυτό, σίγουρο όμως είναι ότι το αποτέλεσμα θα αποδειχθεί ολέθριο.

Φυλλομετρώ την εφημερίδα μου. Τα περισσότερα «νέα» τα έχω ήδη μάθει από τις ενημερώσεις που έρχονται στο κινητό μου. Σταματάω στα κύρια άρθρα, τις «απόψεις», σταματάω δηλαδή σε εκείνο τον χώρο σκέψης όπου ο αρθρογράφος επικοινωνεί με εμένα, τον αναγνώστη, τον δικό του τρόπο με τον οποίο διύλισε κάτι που συμβαίνει. Διαβάζω. Συμφωνώ ή διαφωνώ ή αμφιβάλω ή προβληματίζομαι. Αλλά αισθάνομαι ευνοημένη: για τα λίγα ευρώ που ξόδεψα, μου δόθηκε το προνόμιο να επικοινωνήσω με τη σκέψη κάποιου που ξέρει κάτι καλύτερα από μένα. Ή, πρέπει να ξέρει.

Ό,τι έγινε μέχρι τώρα, είναι ιστορία. Η συγκίνηση που μας προκαλεί η εικόνα ενός ανθρώπου που διαβάζει την εφημερίδα του (εικόνα που όσο λίγες άλλες παραπέμπει στην πεμπτουσία ενός πεφωτισμένου πολιτισμού), είναι μόνο συγκίνηση. Σήμερα συζητάμε για μιαν άλλη πραγματικότητα. Οι εφημερίδες δεν είναι θεϊκοί αγγελιαφόροι, δεν υπήρξαν ποτέ, αλλά σήμερα ο χορός των συμφερόντων μοιάζει πιο εκκωφαντικός, πιο ξέφρενος. Κι έπειτα, οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι –τι γίνεται μ’ αυτούς; Όλη η αλυσίδα που ξεκινά από τις σπουδές και την εκπαίδευσή τους και καταλήγει σε μια δουλειά χωρίς ωράρια και πολύ έλκος, μοιάζει να έχει σκουριάσει. Ποιος νέος θα ξεκινήσει αυτήν την περιπέτεια με όλα μπροστά του αβέβαια; Ποιος γονιός θα ησυχάσει ότι ο νέος αυτός, που με φλογισμένο βλέμμα ολόφορτο από ιδεώδη δηλώνει ότι θέλει να γίνει δημοσιογράφος, θα μπορέσει να βγάλει έτσι το ψωμί του; Πόσοι αμείβονται αρκετά, δηλαδή επάξια και δίκαια; Είναι περίεργο, αλλά φαίνεται ότι έχει επικρατήσει η άποψη (βολική για τους επιχειρηματίες τουλάχιστον) πως η σωστή, έγκυρη, ενημερωμένη κι ανεξάρτητη δημοσιογραφία δεν χρειάζεται να κοστίζει και πολύ. Αλλά όχι, δεν είναι περίεργο: ο νόμος της αγοράς, ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης, ισχύει και εδώ. Και τα ποστ με τα άπειρα λάικ είναι τζάμπα.

Φυλλομετρώ την εφημερίδα μου. Σταματώ στα μικρά φωτεινά σημεία σκέψης, σαν μικρούς χώρους ανεφοδιασμού για να βγάλω τη μέρα μου με τον βασικό εξοπλισμό που χρειάζομαι. Δυστυχώς τα άρθρα κάποιων (πολλών) μπορώ να τα βρω και στο διαδίκτυο: πρόβλημα. Ξέρω ότι είναι υπαρκτό (και κατανοητό) το δέλεαρ της αμεσότητας μιας ανάρτησης, η ευχαρίστηση των επαινετικών σχολίων, και κυρίως η αίσθηση ότι αυτό που έγραψες δεν είναι μπουκάλα ριγμένη στο πέλαγος που τρέχα-γύρευε ποιος θα το διαβάσει. Αλλά οι σελίδες μιας εφημερίδας πρέπει όχι μόνο να παραμείνουν ξεχωριστές και απαραίτητες αλλά και να αναγνωριστούν ως είδος υπό εξαφάνιση: ένας χώρος ελεύθερης, έντιμης κι ενημερωμένης σκέψης που κερδήθηκε με σκληρούς αγώνες αιώνων αλλά τώρα χάνεται. Και για να μη χαθεί, αν δεν χαθεί, απαιτεί περιφρούρηση, περίφραξη, προστασία. Και εισιτήριο.   

Κύλιση στην κορυφή