Ι.
Tο αλωνάκι
…είμεθα εις κάτι ίσκιους…
…όταν εν τιμωρία ένας λαός πενθούντων ξαφνικά
σαν από κάποιο όνειρο εξεγερμένο βρεθεί ολόσωμος σε μυστικά
μονοπάτια και υποπτευθεί ότι το όνειρο τον υπερασπίζεται
ως μια μακρινή κοντινή πραγματικότητα τότε αναγνωρίζει
πως εκείνο ήτανε το Μεσολόγγι – τούτο το αλωνάκι
Και διότι ενίοτε εν μέσω επαναστάσεων ξεσηκώνεται η ψυχή
ως σώμα απελευθερώνεται κλαίουσα η εξεγερμένη λύπη από τα
δεσμά μιας σκλαβιάς σε καταφρόνια και τότε αποκτά κάτι φτερά
που δεν τα είχε έως τότε γνωρίσει Γιατί η σιωπή και διέκοπτε
τα λόγια της και δεν της μιλούσε
…………………………………………………………………………………..
Γι’ αυτό ανέκαθεν οι επαναστάσεις είναι κρεμασμένες σε
αόρατους κλώνους εκτινάξεων ζωής
έτσι που από κλώνο σε κλώνο η ελευθερία να μετακινείται
σε ολόκληρο τον αγρό των αλυσοδεμένων ανθρώπων
όπου εν τρόμω ο έρωτας παραμιλάει τον εαυτό του
Και ο θάνατος παρασυρόμενος και αυτός ως έρως ντυμένος στα μαύρα του
βελούδα, παρηγορεί τον εαυτό του για εκείνες τις αμέτρητες
κατακόμβες των νεκρών πολεμιστών χιλιετίες πριν και
χιλιετίες μετά –
μέχρι πότε; Παραληρούσε
το ανέφικτο μαδώντας μια μαργαρίτα
γυρισμένη ανάστροφα στην παλάμη του
ΙΙ.
Μακροχθόνιος μόχθος
Μακροχθόνιος μόχθος ο ψιθυρισμός
μιας εκ βαθέων συγγνώμης για το ενύπνιο εν βλασφημία –
πώς να επανασυγκολληθεί το εξαρθρωμένο
στα υπόγεια γεφύρια των στίχων.
Και επειδή άλλωστε στο περιστύλιο της ειρωνείας
έπαιζε μονόχειρας πιανίστας
λησμονώντας ότι το περίλυπο είναι
ένα σαρκώδες πλατύφυλλο άνθος
αμετακίνητα βυθισμένο στην καρδιά του.
Γι’ αυτό και ο Μπωντλαίρ και ο Søren
στο τέλος μέναν άναυδοι στη θέα ενός αθέατου
μοναδικού αναγνώστη ωσάν αμήχανο άλμα
βυθομετρώντας την οδύνη, ήξεραν πως η φύση της είναι
ένα αδιερεύνητο προπατορικό
αμάρτημα κλάμα