α. Πώς μπήκατε στη ζωγραφική, ποιες ήταν οι αφορμές, οι δάσκαλοι, οι επιρροές, πώς θα χαρακτηρίζατε τη δουλειά σας από άποψη θεματικών/υλικών/τεχνικής;
Στην εφηβεία, με παρότρυνση της Θεσσαλονικιάς θείας μου, ήταν έξοχη ερασιτέχνις ζωγράφος. Mου μετέδωσε τη δημιουργική φλόγα και με εισήγαγε στις λαδομπογιές, το δυσκολότερο υλικό αυτής της τέχνης. Ζωγράφιζα σχεδόν καθημερινά, ήταν η μόνη διέξοδος σε μια ασφυκτικά συντηρητική κοινωνία –μιλάμε για την περίοδο της δικτατορίας, γύρω στο 1970. Και η μόνη πρόσβαση που είχαμε τότε στην Τέχνη ήταν από τις Εγκυκλοπαίδειες ή τα αφιερώματα ορισμένων περιοδικών. Από αυτές τις έγχρωμες αναπαραγωγές μαγεύτηκα: Ρέμπραντ, Σεζάν, Βαν Γκογκ, Ματίς διέπλασαν την ευαισθησία μου ενώ, ταυτόχρονα, τα μηνύματα του Μάη του ’68 και του Γούντστοκ εξισορροπούσαν εντός μου την έλλειψη ελευθερίας στη χώρα. Ζωγραφική και μουσική, λοιπόν, όνειρο και επανάσταση σημάδεψαν έκτοτε τη ζωή μου. Το 1974 πέρασα στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και ανακάλυψα τον Σεφέρη, τον Ελύτη και τον Τσαρούχη, που με καθόρισαν.
Θεματικά, δύο ενότητες με απασχόλησαν μέσα στον χρόνο: Η ανθρώπινη φιγούρα και η νεκρή φύση. Ασχολήθηκα με όλα τα υλικά, αλλά η διαφάνεια και όχι η πάστα του λαδιού χαρακτήρισε διαχρονικά τη δουλειά μου. Επίσης, τα μολύβια, το σινικό μελάνι και το κάρβουνο κυριαρχούν στα σχέδιά μου, που τα θεωρώ οντότητες ισότιμες με τη ζωγραφική του τελάρου.
β. Πώς βλέπετε τη σημερινή ζωγραφική στην Ελλάδα και στον κόσμο; Ποιες τάσεις διακρίνετε;
Ως δρων υποκείμενο γνωρίζω ότι για να αποτιμήσει κανείς τη ζωγραφική στη μακρά ιστορία της οφείλει να κρατάει αποστάσεις. Έπειτα από αλλεπάλληλες διαδοχές αισθητικών ρευμάτων, δεν μπορεί να διακρίνει κανείς από τους συγχρόνους μας τις ποιότητες στον παρόντα χρόνο. Πριν και μετά τη στροφή του αιώνα και τις νέες τεχνολογίες υπάρχει η εισαγωγή του «μεταμοντέρνου», μια νέα παράμετρος στην ερμηνεία της τέχνης που, παρ’ όλη την ασάφεια που περιέχει, χαρακτηρίζει ωστόσο τη μαζική κουλτούρα. Πέραν του ότι δεν υφίσταται κυρίαρχη τάση, έχουμε πληθώρα καλλιτεχνών και έλλειψη κυρίαρχου οράματος, έτσι ώστε δύσκολα διακρίνεται το αυθεντικό απ’ το κάλπικο. Μοιραία, η ζωγραφική στη χώρα μας, και παντού, αφορά πλέον μόνο τα Ιδρύματα, τα Μουσεία και τους συλλέκτες. Η παράμετρος «θεατής» εισήλθε στο περιθώριο, η φωτογραφία και το βίντεο κυριάρχησαν, το βλέμμα άλλαξε δραματικά.
γ. Υπάρχει εικαστική κριτική στη χώρα μας; Και ευρύτερα: διαπαιδαγωγείται ο νέος Έλληνας στην τέχνη, σ’ έναν τρόπο να αγαπάει το ωραίο ή να αναπτύσσει δικά του κριτήρια γι’ αυτό;
Η σοβαρή κριτική έχει ατροφήσει εκτός λίγων εξαιρέσεων. Ο καθένας πλέον μπορεί να έχει άποψη στα κοινωνικά δίκτυα χωρίς εργαλεία και μέθοδο.
Όχι, δεν διαπαιδαγωγείται ο νεοέλληνας. Το Ωραίο και το Υψηλό, με τα οποία πορεύτηκε επί αιώνες ο ελληνισμός, όριζαν εποχές ολωσδιόλου αντίθετες από τη δική μας, που εξιτάρεται πλέον με το ανεκδοτολογικό και το επουσιώδες.
δ. Πόσο επηρέασε την αγορά των έργων τέχνης αλλά και την προσωπική σας δουλειά η κρίση των τελευταίων χρόνων (οικονομική και υγειονομική);
Η ζωγραφική, ως πολιτισμικό αγαθό έχει διττό χαρακτήρα, υλικό και πνευματικό, επομένως είναι φυσικό η κρίση να την έχει επηρεάσει, ως προς το δεύτερο σκέλος. Προσωπικά, ανήκω στην παράδοση των ελαχίστων ζωγράφων, που ταυτόχρονα ασκούνται και στη γραφή. Ασχολήθηκα με την ποίηση και το δοκίμιο τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια οπότε η εικαστική μου πλευρά ατόνησε, αλλά η ύπαρξή μου δοκιμάστηκε σε περιοχές άγνωστες μέχρι πρότινος για μένα, περιοχές που έχουν να κάνουν με το ασυνείδητο και, εν τέλει, με την αυτογνωσία.
ε. Ποια είναι τα επόμενα σχέδιά σας;
Πρόκειται να εκθέσω το Φθινόπωρο μια σειρά επιλεγμένων σχεδίων, που έγιναν κατά τη διάρκεια της ενασχόλησής μου με τη γραφή. Παράλληλα, θα επανακυκλοφορήσει σε 3η, συμπληρωμένη έκδοση, η συλλογή δοκιμίων μου Κατάματα από τις εκδόσεις Αρμός.