Γιώργης Βραχνός

«Είμαστε περισσότερο διεθνείς παρά γηγενείς»

α. Πώς μπήκατε στη ζωγραφική, ποιες ήταν οι αφορμές, οι δάσκαλοι, οι επιρροές, πώς θα χαρακτηρίζατε τη δουλειά σας από άποψη θεματικών/υλικών/τεχνικής; 

Δεν συμφωνώ πως η τέχνη είναι ένας χώρος στον οποίο μπορεί κανείς να «μπει», όπως μπαίνει σ’ ένα δωμάτιο. Δεν έχει είσοδο. Ούτε έξοδο, φυσικά. Νομίζω κακώς γίνεται διάκριση μεταξύ του συμβατικού κόσμου και του «κόσμου της τέχνης». Δεν πρόκειται για δυο παράλληλα σύμπαντα, αλλά για τη χαριστική δυνατότητα του ανθρώπου να βιώσει την ύπαρξή του διττά, ενισχυμένα: Ως ύλη και ως πνεύμα. Ως κυριολεξία και ως μεταφορά.

Η τέχνη είναι η διεύρυνση των αισθήσεων. Επιτρέπει στο άτομο να αισθάνεται τη σκέψη του και να αισθάνεται με τη σκέψη του. Και το πιο απίθανο, να την γνωστοποιεί μετουσιωμένη, απτή κι αισθητή. Ο καλλιτέχνης προσπαθεί να περιγράψει το αδιανόητο, επιτρέποντας να συμβεί ό,τι δεν έχει προγραμματιστεί να συμβεί φυσιολογικά. Όμως το τόλμημά του έχει ένα τίμημα. Για να υπάρξει τέχνη, πρέπει να θυσιάσει ό,τι πολυτιμότερο διαθέτει: τον εαυτό του. Πρέπει, στην τροχιά που διαγράφει, να πετύχει την απόλυτη ενσυναίσθηση. Να γίνει το όχημα της πράξης του, όχι ο οδηγός της.

Από την ποιοτική σύσταση του κάθε ατόμου απορρέει η πνευματική, αισθητική και ηθική του στάση απέναντι στον κόσμο. Ο ρόλος που είναι να διαδραματίσει μέσα σ’ αυτόν είναι, κατά το ήμισυ, προκαθορισμένος από τη φύση. Το υπόλοιπό του μισό εξαρτάται από το αν, ή σωστότερα, από το πώς θα επηρεαστεί. Εκεί οφείλει ν’ αφήσει το ένστικτό του ν’ αποφασίζει γι’ αυτόν. Κανείς άλλος δεν τον γνωρίζει καλύτερα.

Οι πηγές της επιρροής μου ποικίλλουν. Όταν καλούμαι ν’ αναφέρω συγκεκριμένα παραδείγματα από το πεδίο της ζωγραφικής ειδικά, δυσκολεύομαι. Είναι τόσοι αυτοί από των οποίων το έργο έχω εμπλουτιστεί που, ειλικρινά, δε ξέρω από πού ν’ αρχίσω. Από τον Ζωγράφο του Ανδοκίδη, τον Mu-ch´i, τον Μανουήλ Πανσέληνο, τον Jan van Eyck, τον Piero della Francesca, τον Lucas Cranach, τον Tiziano, τον Jean Clouet, τον Lucas van Leiden, τον Pieter Brueghel, τον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο, τον Georges de la Tour, τον Diego Velázquez, τον Aqa Reza, τον Frans Hals και τους εκατοντάδες άγνωστους γίγαντες της Χρυσής Εποχής της Ολλανδικής Ζωγραφικής Σχολής; Ή μήπως από τον Jean-Antoine Watteau, τον Ogata Korin, τον Francisco Goya, τον Jean-Auguste-Dominique Ingres, τον Paul Cézanne, τον Vincent van Gogh, τον Henri Matisse, τον Piet Mondrian, τον Pablo Picasso, Joan Miró, τον Γιώργο Μπουζιάνη, τον Arshile Gorky και τον Willem de Kooning; Θα γινόταν να μη μνημονεύσω τον μέντορά μου Knox Martin, απ’ τον οποίο έμαθα ν’ αγγίζομαι από την τέχνη για τους σωστούς λόγους, ή τον δάσκαλό μου George Cannata, που όταν μου μιλούσε για το σχέδιο δάκρυζε, ή να λησμονήσω τη γενναιοδωρία της καλλιτέχνιδος φίλης μου Miyuki Fuji, η οποία μου έδωσε με το παράδειγμά της να καταλάβω ποιο ακριβώς είναι το ύψιστο καθήκον του δημιουργού; Είναι τόσοι πολλοί αυτοί που ευγνωμονώ, επώνυμοι και ανώνυμοι, επιφανείς και άσημοι, γνώριμοι και άγνωστοι, που νιώθω ήδη άβολα έχοντας επιλέξει κάποιους ονομαστικά .

Όλοι τους διεκδίκησαν –με πολύ κόπο και ο καθένας με τη δική του μέθοδο– μερίδιο από την οπτική φαντασμαγορία που συγκροτεί το ατέρμονο φάσμα του ζωγραφικού πλουραλισμού, τον οποίο εμείς σήμερα απολαμβάνουμε άκοπα. Αυτό γιατί ο καλλιτέχνης είναι πρώτα θεατής και θαυμαστής, και αργότερα δημιουργός. Επειδή ακριβώς έχει συγκινηθεί, επιθυμεί να συγκινήσει. Η ευγνωμοσύνη τον ωθεί να εμπλακεί, να ενεργήσει, να δημιουργήσει, να ανταποδώσει. Από όσους θαυμάζει, αντλεί το κουράγιο που χρειάζεται για να συνεχίζει.

Ο χαρακτήρας της εργασίας μου απορρέει εμμέσως από την κοσμική μου διάθεση. Δεν παρακινούμαι ποτέ από την πρόθεση να εξηγήσω ή να αποδείξω τίποτα. Ούτε αγωνιώ να στοιχειοθετήσω ένα συγκεκριμένο, αναγνωρίσιμο ύφος.

Ζωγραφίζω ελεύθερα, με την έννοια πως δεν αισθάνομαι κανενός είδους δέσμευση ή υποχρέωση να κάνω κάτι μόνο και μόνο για να δικαιολογήσω όσα έχω κάνει ή για να υπερασπιστώ την εικόνα που θέλω να έχω. Αυτό που πρωτεύει είναι να υπάρχει συνέπεια απέναντι στο εκάστοτε εσωτερικό κάλεσμα και εναρμόνιση με τις απαιτήσεις της δημιουργικής συγκυρίας. Μου είναι πολύ δύσκολο να διανοηθώ πως μπορεί κάποιος να κάνει ένα μόνο πράγμα και να το δέχεται ως εκπρόσωπο και αντιπρόσωπο του εαυτού του. Μου φαίνεται αδύνατον να είσαι ένα πράγμα, να έχεις ένα ύφος. Προϋποθέτει συνειδητή και οργανωμένη προσπάθεια κάτι τέτοιο, αναμφίβολα. Η τέχνη όμως δεν εκβιάζεται, δεν δημιουργείται κατά βούληση ή κατά παραγγελία. Μπορεί κάποιος ν’ αποφασίσει για το πώς θα είναι στο μέλλον, χωρίς να ξέρει τι δύναται και δικαιούται να είναι; Ο δημιουργικός άνθρωπος πρέπει να είναι ανοιχτός, έτοιμος και πρόθυμος να εμπιστευτεί δυνάμεις που δεν γνωρίζει.

Τα υλικά που χρησιμοποιώ είναι τα απλά υλικά των ζωγράφων: το χρώμα και το πινέλο. Μ’ ενδιαφέρει εξίσου να αναπαριστώ και να υπονοώ όσα επιθυμώ να επικοινωνήσω, να χρησιμοποιώ απτές αναφορές και να επινοώ φανταστικές. Η ζωγραφική, παρ’ ότι μοιραία κι αναπόφευκτα ανθρωποπαγής, είναι μία. Παραστατική ή μη παραστατική, δεν έχει διαφορά στην ουσία της. Υπακούει παντού στους ίδιους κανόνες, προσφέροντας ισάξια συγκίνηση σε οποιαδήποτε εκδοχή της.

β. Πώς βλέπετε τη σημερινή ζωγραφική στην Ελλάδα και στον κόσμο; Ποιες τάσεις διακρίνετε;

Η ζωγραφική στην Ελλάδα σήμερα είναι σχεδόν όπως η ζωγραφική οπουδήποτε αλλού στον κόσμο. Πάνω της διαφαίνονται τα συμπτώματα της παγκοσμιοποιημένης σύγχρονης εποχής. Σε μια ατμόσφαιρα μόνιμης πολιτικής αστάθειας και μεταλλασσόμενης οικονομικής κρίσης, το πνεύμα του καλλιτέχνη υπόκειται σε πρωτόγνωρες, δυσβάστακτες πιέσεις, οι οποίες τον αποσπούν συνεχώς από τα ιερά του καθήκοντα και τον αποκαρδιώνουν. Ούτε αυτός, ούτε τίποτα δεν μπορεί ν’ αντισταθεί στην αμείλικτη ορμή μιας ιστορικής αναγκαιότητας. Όλα, αργά ή γρήγορα, υποκύπτουν σε κάτι ισχυρότερο. Το θέμα, φυσικά, είναι πώς υποκύπτει κανείς. Αν του επιτρέψεις να συμβεί χωρίς να διαπραγματευτείς το πάθος σου για αυτό που κάνεις, τότε παραμένεις εσαεί ανυπότακτος. Απ’ αυτό ξεκινούν όλα.

Επειδή η πολιτική μοίρα της χώρας μας είναι τέτοια που δεν της επιτρέπει να λειτουργεί αυτεξούσια, οι εξελίξεις εδώ γίνονται αισθητές πάντα με καθυστέρηση. Οι καλλιτέχνες μας δεν προλαβαίνουν να συμμετέχουν εγκαίρως και να έχουν λόγο στο παγκόσμιο καλλιτεχνικό γίγνεσθαι. Αυτή η ατυχία τους καταδικάζει (να υποχρεώνονται) να μιμούνται τις νέες τάσεις, έτσι ώστε να μπορούν να αισθάνονται κοινωνοί της νεωτερικότητας. Όμως ο Νεοέλληνας καλλιτέχνης δεν έχει λόγο ν’ ανησυχεί για την Ελληνικότητά της τέχνης του. Αυτό είναι το τελευταίο που θα έπρεπε να τον προβληματίζει. Καλό είναι να σκέφτεται και να ζει εκτός γεωγραφικών, εθνικών, ιστορικών ή ακόμη κι αισθητικών, στεγανών. Να δημιουργεί άφοβα, απενοχοποιημένα, χωρίς αυταπάτες. Όπως δεν πρέπει να είναι κάποιος καλός με το ζόρι, έτσι κι ο Έλληνας καλλιτέχνης δεν χρειάζεται να νιώθει ότι πρέπει να επαληθεύει την (υποτιθέμενη) υψηλή καταγωγή του. Το παράδοξο είναι πως ενώ όλοι γνωρίζουν ότι η συγγένεια με το παρελθόν είναι πολύ μακρινή, εξακολουθεί να καλλιεργείται η ψευδαίσθηση ότι αποτελούμε ζωντανή συνέχειά του. Αρνούμαστε να δεχτούμε ότι ο ομφάλιος λώρος που μας συνδέει μαζί του έχει κοπεί προ πολλού.

Είτε το θέλουμε είτε όχι, ως πολίτες του σήμερα, είμαστε περισσότερο διεθνείς παρά γηγενείς.

Στην εικαστική παραγωγή της χώρας μας επικρατούν διάφορες τάσεις. Συναντά κανείς τα πάντα. Κάποιοι θεωρούν εαυτούς δικαιωματικούς κληρονόμους της αρχαιοελληνικής και βυζαντινής παράδοσης. Όμως για να ικανοποιήσουν την αρχαιολαγνεία τους καπηλεύονται μεταμοντέρνα μέσα. Εκκοσμικεύοντας τη Βυζαντινή αγιογραφία, για παράδειγμα, πιστεύουν πως την επικαιροποιούν. Ξεχνούν ότι η υψηλή τέχνη είναι, ούτως ή άλλως, επίκαιρη, σύγχρονη, οικουμενική κι αιώνια. Το γεγονός ότι το επιχειρούν, από μόνο του, δείχνει ότι έχουν ελλιπή αντίληψη και ανεπαρκή γνώση. Ότι είναι, συνάμα, απελπισμένοι και ματαιόδοξοι. Ανεξαρτήτως αν διαθέτουν χειρωνακτική ευχέρεια –που οι περισσότεροι συνήθως διαθέτουν, μιας και οι εκκολαπτόμενοι Έλληνες καλλιτέχνες υποχρεούνται να υπόκεινται στο καψόνι της ανηλεούς, μακροχρόνιας ακαδημαϊκής εκπαίδευση, προκειμένου να αποδείξουν πως θα είναι ικανοί να ανταπεξέλθουν στις απαιτήσεις του μέλλοντος. Τελικά, η έμφαση σε αυτού του είδους την εκπαίδευση, αντί να τους εμπλουτίζει και θωρακίζει, τους αποδυναμώνει και τους εκθέτει. Διότι ο ακαδημαϊσμός, από τη φύση του, αντίκειται στις πραγματικές αξίες της ελεύθερης δημιουργίας. Το μόνο που προάγει είναι η δεξιοτεχνία.

Άλλοι πάλι αισθάνονται «συνεχιστές» ορισμένων ζωγραφικών σχολών, όπως αυτής της Γενιάς του ’30 ή του ’60. Σφετεριζόμενοι τα στιλιστικά κεκτημένα προηγούμενων εποχών και αποβλέποντας στην πιστή απομίμηση του αισθητικού αποτελέσματος και μόνο, προσφέρουν στο κοινό αναμασημένη τροφή, χωρίς διατροφική αξία.

Υπάρχουν επίσης οι «κυνηγοί της καινοτομίας» και οι «καλά ενημερωμένοι», οι οποίοι σπεύδουν να εντοπίσουν και να «εισαγάγουν» πρώτοι ό,τι πιο καινούργιο και «προχωρημένο» συμβαίνει στο εξωτερικό και να το παρουσιάσουν, πότε ατόφιο και πότε ελαφρώς παραλλαγμένο, ως δικό τους.

Τέλος, υπάρχουν και αυτοί που με τόλμη, πείσμα και ευγένεια, ποντάρουν τον μόχθο τους σε καθαρά προσωπικές περιέργειες. Που δεν αποφεύγουν να επηρεαστούν, δεν φιλοδοξούν να πρωτοπορήσουν, ούτε πασχίζουν να διαφέρουν από τους υπολοίπους. Είναι αυτοί που αυτοσχεδιάζουν θαρραλέα, που δανείζονται με φειδώ για να δανείσουν, με τη σειρά τους, γενναιόδωρα, που χαίρονται και τιμούν την τέχνη που υπηρετούν, ασκώντας την με αμείωτο ζήλο, ρομαντισμό και σεμνότητα. Αλλά αυτοί οι ζωγράφοι, δυστυχώς, είναι ελάχιστοι. Αποτελούν είδος προς εξαφάνιση.

γ. Υπάρχει εικαστική κριτική στη χώρα μας; Και ευρύτερα: διαπαιδαγωγείται ο νέος Έλληνας στην τέχνη, σ’ έναν τρόπο να αγαπάει το ωραίο ή να αναπτύσσει δικά του κριτήρια γι’ αυτό;

Εικαστική κριτική υπάρχει όσο υπάρχει εικαστική δημιουργία. Στην ουσία, όσο υψηλότερο είναι το καλλιτεχνικό επίπεδο, τόσο αναγκάζεται να ανεβαίνει το επίπεδο άσκησης της κριτικής. Το ένα επηρεάζει και επηρεάζεται από το άλλο, σε σημείο που να δημιουργείται, σε κάποιες ακραίες περιπτώσεις, ένας άτυπος συναγωνισμός μεταξύ τους. Και αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό, όταν συμβαίνει. Για να καταλάβει κανείς τι συμβαίνει γενικότερα, αρκεί να εστιάσει σε οποιοδήποτε από τα δυο.

Ο νέος άνθρωπος πρέπει να αναζητά τον δικό του τρόπο εκμάθησης και τη δική του μέθοδο αυτο-διαπαιδαγώγησης. Να εξασκεί διαρκώς τη μνήμη και να δοκιμάζει τη φαντασία του. Να μάθει από μόνος του να συνδέει και να συσχετίζει πληροφορίες, εκτιμώντας τες πάντα με προσοχή, αντικειμενικότητα και δικαιοσύνη. Τέλος, ίσως το πιο δύσκολο, να προσπαθεί να «διακτινίζεται» στο εκάστοτε χωρο-χρονικό περιβάλλον που μελετά, και να προσπαθεί να συναισθάνεται τις συνθήκες που προκάλεσαν το αντικείμενο της μελέτης του. Ειδικά στην εποχή της υπερ-πληροφόρησης και της εννοιολογικής ασυδοσίας που διανύουμε, καλό είναι ο νέος να αναζητά μέσα του τις αντιστάσεις και τα αντισώματα εκείνα που θα του επιτρέπουν να επιβιώνει με αξιοπρέπεια. Θα πρέπει να μελετήσει το φυσικό του σύστημα διαχείρισης δεδομένων και ερεθισμάτων και να το εξελίξει. Έτσι, αναλαμβάνοντας την ευθύνη, θα μπορέσει να γίνει κύριος και άξιος της μοίρας του. Ταλέντο είναι η αυτογνωσία.

Ως Έλληνες έχουμε το πλεονέκτημα το άφθονο πολιτισμικό υλικό που διαθέτει η χώρα μας να προσφέρεται ως άριστη πλατφόρμα διαπαιδαγώγησης και αυτο-βελτίωσης. Η κάθε τέχνη, στην υψηλότερή της έκφραση, εξυψώνει και καλλιεργεί το πνεύμα, επιτελώντας εξισορροπητικό ρόλο, εκτός από παρηγορητικό.

δ. Πόσο επηρέασε την αγορά των έργων τέχνης αλλά και την προσωπική σας δουλειά η κρίση των τελευταίων χρόνων (οικονομική και υγειονομική); 

Η αγορά ενός έργου τέχνης πότε δικαιώνει την αξία ενός καλλιτέχνη και πότε εξυπηρετεί την κενοδοξία του συλλέκτη, πιστοποιώντας την ασχετοσύνη του. Στη πρώτη περίπτωση, που έχει και περισσότερο ενδιαφέρον, ο καλλιτέχνης, αποχωριζόμενος τη δημιουργία του, δέχεται ως αντίτιμο –μαζί με την επιβεβαίωση– μια φιάλη οξυγόνου. Οφείλει να γνωρίζει σωστά τις δοσολογίες των ποσοτήτων που χρειάζεται ο οργανισμός του. Να μην τσιγκουνεύεται, όταν ανοίγει τη στρόφιγγα, γιατί δεν θα αισθανθεί διαφορά, αλλά ούτε να είναι άπληστος, καθώς ελλοχεύει ο κίνδυνος της υπεροξυγόνωσης. Στο τέλος ξέρει πως κάποια στιγμή το σωτήριο στοιχείο θα φτουρήσει και πως, αργά ή γρήγορα, θα χρειαστεί να επιστρέψει στην αποπνικτικότητα της πραγματικότητας. Τους όρους αυτής της συνθήκης πρέπει να τους αποδέχεται χωρίς μεμψιμοιρία. Να μη χάνει το κουράγιο του βλέποντας τις παράλογες απαιτήσεις της σύγχρονης εποχής να του δυσχεραίνουν το αναπνευστικό. Ιδιαίτερα υπό ειδικές, ασφυκτικές περιστάσεις όπως η τρέχουσα, οφείλει να δίνει το παράδειγμα. Αν έχει εξασκήσει καλά τα πνευμόνια του ή έχει νοιαστεί προηγουμένως να δημιουργήσει ένα μικρό απόθεμα από φιάλες, μπορεί και να τη γλιτώσει. Η πλειοψηφία των υπολοίπων θα δοκιμαστεί σκληρά και θα κριθεί για την ανθεκτικότητά της, όπως δοκιμάζεται καθημερινά η υπομονή του καλλιτέχνη, είτε ισχύουν έκτακτες συνθήκες είτε όχι.

ε. Ποια είναι τα επόμενα σχέδιά σας;

Τα επόμενα σχέδιά μου εξαρτώνται από το κατά πόσο δεν θα έχουν υλοποιηθεί τα προηγούμενα. Ωστόσο, ο τρέχων απολογισμός δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα.

Η προσπάθεια διευθέτησης «εκκρεμούντων» λογαριασμών και η δημιουργία πολλαπλών, νέων, παραλλήλων μετώπων, συνιστούν το στρατηγικό πλαίσιο μέσα στο οποίο συνηθίζω να κινούμαι. Απλώνω όλα μου τα παιχνίδια στο πάτωμα και τα εξετάζω. Ενστικτωδώς επιλέγω με τι απ’ όλα θα καταπιαστώ. Αν ένα υλικό ή μια πρακτική που ήδη χρησιμοποιώ νιώθω ότι εξακολουθεί να με τρέφει, τότε συνεχίζω μέχρι να κορεστώ. Δεν προλαβαίνω ποτέ να εξαντληθώ, να σιχαθώ ή να βαρεθώ, γιατί έχω μάθει να αλλάζω κατεύθυνση όταν και εκεί που πρέπει. Η ενασχόλησή μου με ένα αντικείμενο μπορεί να κρατήσει από λίγη ώρα μέχρι αρκετά χρόνια. Το μέλημά μου είναι να συντηρώ τον εαυτό μου σε διαρκή εγρήγορση και να του προσφέρω τη δυνατότητα να επαναπροσδιορίζεται. Μ’ ενδιαφέρει να παρατηρώ και να δοκιμάζω τα όρια τόσο των ικανοτήτων όσο και των αδυναμιών μου. Επειδή γοητεύομαι εξίσου από την όψη του υλικού κόσμου και τη μαγεία των εννοιών που τον διέπουν, αισθάνομαι διπλά εκτεθειμένος. Συνεχίζω να εργάζομαι σε δυο ή τρείς διαστάσεις με τον ίδιο ενθουσιασμό.

Όπως και να’ χει, είτε δουλεύοντας παραστατικά είτε μη παραστατικά, στοχεύω στο ίδιο αποτέλεσμα: πρώτα να εντοπίσω και να εκμαιεύσω την εγκλωβισμένη φόρτιση των φαινομένων που συνθέτουν τη βιωματική μου εμπειρία, και κατόπιν, να τη μετασχηματίσω σε οπτική πραγματικότητα, δίνοντάς της έτσι τη δυνατότητα να εκτονωθεί και να κοινοποιηθεί.

Επαγγελματικά και συγκεκριμένα, αυτήν την περίοδο συνεργάζομαι με έναν ποιητή στη δημιουργία της επανέκδοσης ενός βιβλίου, ενώ ταυτόχρονα ετοιμάζω την πρότασή μου για την παρουσίαση μιας ενότητας γλυπτών μου στο εξωτερικό.

Παράλληλα, γυμνάζω τα χέρια και τα μάτια μου καθημερινά, διατηρώντας τα εργαλεία μου σε καλή κατάσταση και ετοιμότητα.

«Φεύγουμε συντριμμένοι, απαρηγόρητοι
για να ξαναφτιάξουμε τη γενιά μας στον ουρανό…»
Κύλιση στην κορυφή