Κώστας Βραχνός

Έκπληξη, εξοικείωση, αθαυμαστία

«Οι φιλόσοφοι προσπαθούν να “εξηγήσουν” τον κόσμο ούτως ώστε όλα να είναι ορατά και διάφανα, ώστε να μην υπάρχει στη ζωή τίποτα (ή να υπάρχει όσο πιο λίγο γίνεται) το προβληματικό και μυστηριώδες. Δεν θα έπρεπε, απεναντίας, να προσπαθήσουν να αποδείξουν ότι όλα όσα φαίνονται σαφή και κατανοητά στον άνθρωπο είναι εξαιρετικά αινιγματικά και μυστηριώδη;»
L. Shestov

Ό,τι ξυπνά τη συνείδηση, γεννά και τη μεταφυσική –όπως λέει ο Max Scheler: «η πηγή που τροφοδοτεί κάθε ενασχόληση με τη μεταφυσική είναι η κατάπληξη με το ότι υπάρχει γενικώς κάτι αντί για τίποτα». Το μεταφυσικό αισθητήριο τροφοδοτεί επίσης και η ισοδύναμη έκπληξη μπροστά στη μορφή που παίρνει αυτό το Κάτι, ο αλλόκοτος και θαυματόβρυτος κόσμος, εξίσου αναγκαίος και αυθαίρετος, ορατός και αόρατος, κατανοητός και ακατανόητος, ευχάριστος και δυσάρεστος, λογικός, παράλογος και υπέρλογος. Υφίσταται βαθιά σύνδεση ανάμεσα στο σοκ της ύπαρξης και το θάμβος του κόσμου. Ο Ortega y Gasset αναφέρεται, εν προκειμένω, στο «μεταφυσικό συναίσθημα, δηλαδή την ουσιαστική, οριστική, θεμελιώδη εντύπωση που έχουμε για το Σύμπαν. Πάνω σ’ αυτό το συναίσθημα στηρίζονται όλες οι υπόλοιπες δραστηριότητές μας, όποιες κι αν είναι. Κανένας δεν ζει χωρίς αυτό, αν και όλοι δεν το έχουμε μέσα μας υπογραμμισμένο με την ίδια σαφήνεια. Περικλείει την πρωταρχική και αποφασιστική στάση μας απέναντι στη συνολική πραγματικότητα, τη γεύση που έχουν για μας ο κόσμος και η ζωή. Όλες οι άλλες αισθήσεις, σκέψεις κι επιθυμίες μας κινούνται γύρω απ’ αυτή την πρωταρχική στάση, συγκροτούνται μέσα της και χρωματίζονται απ’ αυτήν». Οι άνθρωποι διαφέρουν απίστευτα σε ό,τι αφορά την ένταση αλλά και το περιεχόμενο της παραπάνω εντύπωσης. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι από μία άποψη διακρίνονται και αξιακώς με βάση τον πλούτο και τους καρπούς της αφετηριακής, έκτακτης ή παραμόνιμης έκπληξής τους (θαυμάζειν), αδιαμφισβήτητης αρχής του φιλοσοφείν.

Συμβαίνει, ωστόσο, η απόλυτη «αυθαιρεσία» της πραγματικότητας, ως Φύσης, Σύμπαντος κ.ά., ελλείψει οντολογικού μέτρου αναφοράς ή σύγκρισης, να εκλαμβάνεται ως μοναδική αναγκαιότητα, μοίρα ή νομοτέλεια, να ταυτίζεται δηλαδή ο βίος όπως τον βιώνουμε με την αποκλειστική εμπράγματη δυνατότητα του Είναι, με αποτέλεσμα η πηγή έκπληξης και κατάπληξης να χάνει σε ροή ή ακόμα και να στερεύει, καθώς λησμονείται ο απολύτως ενδεχομενικός του χαρακτήρας. Να ατροφεί και να αχρηστεύεται το σχετικό αντανακλαστικό απ’ την πλησμονή και τον καταιγισμό των ερεθισμάτων. Να συμβαίνει αυτό που ο μέγας Unamuno βλέπει να συμβαίνει στους επονομαζόμενους αγρίους και στα παιδιά, ότι δηλαδή «δεν θαυμάζουν τίποτε διότι γι’ αυτούς τα πάντα είναι αξιοθαύμαστα, δηλαδή:προϊόν θαύματος». Ή, το κυρίαρχο, να μπαίνει από νωρίς σε εφαρμογή η προϊούσα αντι-μεταφυσική ανατροφή και διαπαιδαγώγηση των ψυχών, σε κοινωνίες και καιρούς που έχουν βαλθεί να αποξηράνουν και να εκριζώσουν ό,τι πολυτιμότερο έχει μέσα του ο άνθρωπος: τη μεταφυσική ανάγκη, το μεταφυσικό ένστικτο, το μεταφυσικό αισθητήριο, τη μεταφυσική ευαισθησία, την ικανότητα αμηχανίας, σαστίσματος, εμβροντησίας, συντάραξης, δέους και, προπαντός, θαυμασμού. Η θυμικήαντίδραση και διάθεση,«το α-ιστορικό και θεμελιωδώς α-κοινωνικό αίσθημα της ανώτατης καθολικής αλλοκοτίας (…) αυτό το ασυνήθιστο αίσθημα, αυτή η έκπληξη χωρίς απάντηση και σχεδόν χωρίς ερώτημα»που λέει ο Ionesco, μπορεί να ποικίλλει ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία, τα βιώματα και την κοσμοθεωρία του καθενός. Πάντως, πρόκειται περί ικανότητας, έμφυτης, εξελίξιμης, καλλιεργήσιμης, επίκτητης. Κι όσο χαμηλότερη η αντίληψη, τόσο λιγότερο γριφώδες το Είναι, τόσο πιο αυτονόητα όλα, επισημαίνει αυστηρά ο Schopenhauer. «Εισερχόμαστε όλοι στον Κόσμο με τα μάτια της ψυχής κλειστά, και μόλις τ’ ανοίγουμε στη γνώση, ήδη το πώς είθισται να βλέπουμε τα πράγματα, όσο θαυμαστά κι αν είναι, δεν αφήνει χώρο για θαυμασμό», παρατηρεί ο αγαπημένος τού Γερμανού φιλοσόφου, Ιησουίτης B. Gracián. Κι έτσι φτάνουμε στον σημερινό μαζάνθρωπο της απομαγεμένης ύπαρξης, «τον αρηγμάτωτο άνθρωπο στον ασφαλή του δρόμο» (K. Barth), «τον άνθρωπο που δεν μπορεί να θαυμάσει, που δεν έχει τη συνήθεια να θαυμάζει» σύμφωνα με τον Carlyle.

Από την άλλη, ίσως να είναι απαραίτητη μια κάποια εξοικείωση προκειμένου να ζήσει ο άνθρωπος: «Η ζωή και ο κόσμος ή ό,τι αποκαλούμε αυτό που είμαστε, είναι εκπληκτικό. Η ομίχλη της εξοικείωσης μας κρύβει το θαύμα της ύπαρξής μας (…) τη ζωή, το μεγάλο θαύμα, δεν τη θαυμάζουμε επειδή είναι τόσο θαυμαστή. Ευτυχώς που έτσι η εξοικείωση με κάτι που είναι ταυτόχρονα τόσο συγκεκριμένο και τόσο σκοτεινό, μας προστατεύει από την έκπληξη που διαφορετικά θα απορροφούσε και θα κατέκλυζε με δέος τις λειτουργίες αυτού που είναι αντικείμενό της», θα γράψει P.B. Shelley. Πώς θα ήταν, άραγε, αν οι άνθρωποι δεν «ξεχνιόνταν» μες στα επιμέρους στοιχεία του μυστηρίου (ωσάν τα μέρη να μην είχαν την ίδια τιμή ακαταληψίας με το όλον); Η δυσαναλογία ανάμεσα στα δεδομένα (κόσμος/ζωή/Είναι) και το όργανο πρόσληψής τους (συνείδηση/νους) ή θα τους συνέτριβε ή θα τους εξουθένωνε ή θα τους αποτρέλαινε. Ταυτόχρονα, όμως, πώς θα ήταν αν «ξεχνιόνταν» ολότελα; Βασικά, θα αποθηριώνονταν. Στην ουσία, βρισκόμαστε καθ’ οδόν προς αυτό: διά του κοινού νου και των παντοδύναμων ορθολογιστικών συστημάτων, «ξεχνάμε ότι έχουμε ξεχάσει» (G.K. Chesterton). Και πότε «ξεχνιούνται» ολότελα; Όταν έχουμε τέλεια προσαρμογή στους όρους του παιχνιδιού, όταν η πραγματικότητα δεν παρουσιάζει την παραμικρή αντίσταση στη βούληση, όταν το ον δεν διχάζεται ούτε αντιφάσκει και ουδόλως ασφυκτιά αιχμάλωτο μέσα στα όριά του. Η απουσία εσωτερικής ρήξης ή διάστασης, η εξωτερικότητα προσιδιάζει στους λοιπούς μουσαφίρηδες του πλανήτη, τα ζώα, με τα οποία μοιραζόμαστε μεν το ίδιο αινιγματώδες Υπάρχειν, αλλά διακρινόμαστε απ’ αυτά (αλλά και μεταξύ μας, κατά την παύλεια διάκριση εν σαρκί όντες-εν πνεύματι όντες) χάρη στην κρίσιμη αποστασιοποίηση από τις υλικοσωματικές ανάγκες που οδηγεί βαθμηδόν στο «πνεύμα», διά του οποίου καθίσταται το αινιγματώδες Υπάρχειν συνειδητό και με το οποίο πασχίζουμε να επιλύσουμε ένα ανεπίλυτο πρόβλημα που οι ίδιοι διά αυτού ιδρύσαμε. Τα θηρία τρομάζουν, μα δεν καταπλήσσονται. Αγάλλονται, μα δεν μαγεύονται. Χρειάζεται κάποια αλησμοσύνη, κάποια εξατομικευμένη διαφοροποίηση, κάποια αμηχανία ή απορία. Ο Καρούζος κάνει λόγο για «κάποια στάση, κάποια στάθμευση, κάποια έκπληξη, όχι κείνη την έκπληξη-άλλοθι του κενού ρητορισμού της υπάρξεως, αλλά την έκπληξη την πραγματική, που θέτει σε κίνηση την πνευματικότητα». Από τον βαθμό, λοιπόν, και τον τρόπο της υπαρξιακής (μη) εξοικείωσης και (μη) συμμόρφωσης με «το αίνιγμα των αινιγμάτων» (W. Whitman), «το αριστούργημα των αριστουργημάτων» (V. Jankélévitch) εξαρτάται τόσο η επιβίωση όσο και η ποιότητα της διαβίωσης. Αν είναι αίνιγμα: κατάπληξη, αγωνία, αμφιβολία, εξέγερση ή σκανδαλισμός («ο βαθμός του σκανδάλου εξαρτάται από το πάθος με το οποίο νιώθουμε κατάπληξη» – S. Kierkegaard). Για τους μεγάλους πεσιμιστές, μέχρι και φρικίαση. Αν, πάλι, είναι αριστούργημα: έκπληξη, θαυμασμός κι απέραντη ευγνωμοσύνη, όπως μπροστά στο «μέγα θαῦμα τῆς σοφίας τοῦ κτίσαντος» (Μ. Βασίλειος). Το «αντικειμενικό» σύστοιχο του θαυμασμού είναι «το θαύμα του Είναι», που στην εκδήλωσή του θέτει το μέγιστο και πλέον απερινόητο αίνιγμα: τον εαυτό του (Hans Urs von Balthasar). Στο μεταξύ, οι άνθρωποι αναμένουμε ποικιλοτρόπως ένα θαύμα ή το θαύμα. Το οποίο, καταπώς φαίνεται, έχει ήδη συντελεστεί. Και βρισκόμαστε από πάντα στην καρδιά του λησμονώντας το.

«Πήγαινε να γεράσεις ρυθμικά.
Κάτι σκιές που όλο σου γνέφουν
φώτισέ τις»
Κύλιση στην κορυφή