Κολάζ: Michael Augustin

Αλέξης Ζήρας

Ελληνική Λογοτεχνική Κριτική Ε.Π.Ε.

Δεν με εκπλήσσει καθόλου το ότι, εδώ και αρκετά χρόνια, κατά διαστήματα, τίθεται και ξανατίθεται το ίδιο αυτό ερώτημα ως δημόσιο ζητούμενο της μικρής μας κοινότητας των γραμμάτων, χωρίς δηλαδή ουσιαστικά να ενδιαφέρει και πολλούς: αν όντως υπάρχει παρ’ ημίν λογοτεχνική κριτική και αν αυτή, κατά δεύτερο, ταυτίζεται με την κάθε αυτοσχέδια απόπειρα που επιβάλλει η αγορά του βιβλίου για να δείξει όσο γίνεται ταχύτερα την πραμάτεια της! Δεν ξέρω όμως (και έχει σημασία αυτό) σε ποια μορφή και τύπο κριτικής αντιπαρατάσσει το ερώτημα αυτό την ασκούμενη. Στου παρελθόντος; Σε κάποια άλλη, μη εδώδιμη; Πάντως, για να τίθεται και να ξανατίθεται το ερώτημα σημαίνει ότι δεν είμαστε και πολύ βέβαιοι αν η κριτική είναι χρειαζούμενη, αν εξυπηρετεί κάτι, ή μήπως ό,τι εμφανίζεται ως κριτική της λογοτεχνίας είναι περισσότερο η φαντασίωση μιας έννοιας ψευδαισθητικής (κάτι σαν την πρόσοψη ενός κτηρίου σε φιλμ του φαρ-ουέστ), καθώς είναι γνωστό πως το μεγαλύτερο μέρος όσων την ασκούν (δεν φτάνω στο σημείο να πω: τη διαβάζουν!) δεν συμφωνούν μεταξύ τους, ούτε καν για την ίδια τη φύση της! Άλλο εννοούν οι φιλόλογοι, άλλο οι των πανεπιστημίων που αλλάζουν θεωρίες σαν τα πουκάμισα και που θεωρούν τη λογοτεχνική κριτική λίγο ως πολύ περιττή. Και άλλο βέβαια οι ποιητές και οι πεζογράφοι που βλέπουν κυρίως σ’ αυτήν ένα συγκαταβατικό (ή και φιλικό) χέρι που έχει ως πάγια εντολή του να ξεσκονίζει το διάβα τους. Όποια περίπτωση κι αν επιλέξουμε, το σίγουρο είναι ότι η έννοια και ο ρόλος της λογοτεχνικής κριτικής δεν αντικατοπτρίζονται ως αυτονόητο δρώμενο στο γίγνεσθαι των νεότερων γραμμάτων μας. Είναι περιθωριακά σημεία στον γραμματειακό μας χάρτη, και, βέβαια, δεν υποστασιοποιούνται. Δεν «παίζουν». Γιατί αν συνέβαινε το αντίθετο θα υπήρχε, μετά από διακόσια χρόνια (έστω και αμφισβητούμενης) εθνικής ανεξαρτησίας και μετά από τουλάχιστον σαράντα ιστορίες της νεοελληνικής λογοτεχνίας, μια, έστω μια, ιστορία της λογοτεχνικής κριτικής μας! Ένας οδηγός των σταθμών και των βασικών σταθμίσεών της. Διότι με αυτήν τη διαχρονικά ευλαβικώς τηρούμενη αποφυγή της γραμματολογικής της παρουσίας, όπως και των μετρημένων στα δάχτυλα ουσιαστικών εκπροσώπων της, καταλήγει να μην είναι υπαρκτή, όπως θα έλεγε ένας φαινομενολόγος, μαθητής του Ζαν-Πωλ Σαρτρ, αλλά δυνάμει υπάρχουσα.

Και τούτο έχοντας κατά νου ότι στις όχι και τόσο μακρινές «παλιές καλές εποχές» της προηγούμενης τριακονταπενταετίας, όταν όλα έμοιαζαν σταθερά και η διαφαινόμενη φουσκοθαλασσιά των κρίσεων προμήνυε μόνο για τους πιο οξύνοες των οιωνοσκόπων το μακρινό ενδεχόμενο της διαδοχικής σαρωτικής τους επέλασης. Με λίγα λόγια, όταν δηλαδή τα πράγματα ήταν πιο ξεκάθαρα και δεν είχαμε περιπέσει παντού, εκόντες άκοντες, στη μεταμοντέρνα αποσάρθρωση και στους ατελείωτους υβριδισμούς, η λογοτεχνική κριτική ήταν λίγο ως πολύ ό,τι υπονοεί το ερώτημα. Μια δραστηριότητα επ’ αμφιβόλω, αγόμενη και φερόμενη. Όχι ίσως για τους ρομαντικούς που εξυψώνουν πάντοτε το παρελθόν και έβλεπαν νοσταλγικά τη λογιοσύνη του ʼ50, του ʼ60 και του ʼ70 να εξευρωπαΐζεται. Αυτό που μπορώ να πω είναι ότι ακόμα και αργότερα, προς το τέλος της εκατονταετίας, επί «εκσυγχρονισμού», όταν πολλαπλασιάζονταν τα αριθμητικά τραβήγματα της πεζογραφίας, η λογοτεχνική κριτική ήταν κάτι σαν «αναγκαίο παρακολούθημα», έτσι ώστε με τη δική της θετική συμβολή και υποστήριξη να υποδαυλίζεται η κίνηση της μικρής αγοράς μας που (σημειωτέον) άρχιζε να αισθάνεται ασφυξία με την καλπάζουσα αλγορυθμική αναντιστοιχία παραγωγής και αναγνωστών. Εννοώ ότι η τότε άνθιση των ειδικών ενθέτων στις εφημερίδες, που ορισμένοι τα εκλάμβαναν ως δωρήματα προς μια σχηματισμένη ήδη στρατιά γνωσιακά υποψιασμένων, δεν αντικατοπτριζόταν παρά στην αυτοματική ανάγκη της αγοράς να επιζήσει, αυξάνοντας θεωρητικά τη ζήτηση των παντοειδών εκδόσεων!

Η ίδια η κριτική ή το μέρος της που είχε ως θέμα του τη λογοτεχνία, παρέμενε υποτιμημένη, όσο κι αν νομίζουμε το αντίθετο, ποδηγετημένη σ’ έναν ρόλο εργαλειακής συνήθως σημασίας που εν τούτοις τον είχε δεχτεί μέσα στον ενθουσιασμό της, χωρίς να καταλαβαίνει καλά καλά ότι η αποδοχή αυτή προοιωνιζόταν τη μετάπτωσή της σε κάτι άλλο, σε μια άλλη κατάσταση εν πολλοίς ανελεύθερη ή περιτετμημένη! Ότι γινόταν μέρος μιας πολιτικής για το βιβλίο, πράγμα που είχε μαζί με τη φωτεινή και μια σκοτεινή όψη. Όλα αυτά, εκτός από ορισμένες εξαιρέσεις εκείνων των κριτικών που έγραφαν και γράφουν αδιαφορώντας για τη δαμόκλεια σπάθη η οποία κρέμεται πάνω από τους μοιραίους «σκαφτιάδες» των ποιημάτων και των πεζών, πάνω δηλαδή από όσους χάνουν τη ζωή τους γράφοντας για τη λογοτεχνία των άλλων, ενώ τρέφουν μέσα τους την αυταπάτη ότι μ’ αυτή τη σχέση υποτέλειας καταφέρνουν και κλέβουν ένα μέρος της δόξας ή της αναμενόμενης δόξας τους! Στην ουσία όμως αυτό ακριβώς που τους λείπει είναι η αυθυπαρξία, η αυτονομία τους, το να μην ακολουθούν ρητές ή υπόρρητες εντολές, όπως το να εστιάζονται υποχρεωτικά στη δομή και στο γράμμα του κειμένου που διαβάζουν, το να μην ξεφεύγουν αντλώντας επιχειρήματα από περικειμενικές πηγές, το να αποδίδουν εύσημα και να βρίσκουν «αριστουργήματα» και να εξαίρουν καταναγκαστικά τα βιβλία που επιβάλλονται από τους διάφορους κανόνες, το να μην αποκλίνουν από τις εύνοιες της αγοράς, το να συμπλέουν με την καθεστηκυία πολιτική ηθική και ιδεολογία. Αλλά έτσι, αποδεχόμενη τους περιορισμούς, η λογοτεχνική κριτική είναι μια δραστηριότητα που η προϋπόθεσή της είναι να έχει «δεμένα» τα χέρια της. Μια δραστηριότητα δούλη! Μια ancilla literaria, όπως θα την έλεγε ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος!

Δεν υπερασπίζομαι εδώ παρά μόνο τη γενετική αξία της άρνησης στη λογοτεχνική κριτική. Της άρνησης ως στάσης που δεν αντιτίθεται, σώνει και καλά, σε ποιητικά ή σε πεζά κείμενα, αλλά αντιτίθεται στον ενδεχόμενο κανόνα που τα διέπει. Η άρνηση υπήρξε ανέκαθεν η φωλιά κάθε ελευθερίας. Ασφαλώς και δεν προτρέπω, όπως ο Κάτων, preterea censeo Carthago delenda est, αλλά για να μπορέσει η λογοτεχνική κριτική να δει με τα δικά της μάτια και όχι με τα μάτια του κάθε κειμένου που το έχει ως πρόσχημα, για να αναδείξει τις πολλαπλές σημασίες ενός σημείου που τράβηξε την προσοχή της, χρειάζεται να χαράξει τα δικά της όρια, τις δικές της αρνήσεις. Εν ολίγοις η λογοτεχνική κριτική με τα ιδεωδώς ανοιχτά πανιά (που μας απασχολεί εδώ), αν δεν επιζητήσει να αποδεσμευτεί από τις συζυγικές, στενές σχέσεις ερμηνείας, δημιουργώντας τη δική της λογοτεχνικότητα, το δικό της ύφος, δεν πρόκειται να ξεφύγει από αυτό που την τρέφει, την απομυζά και κυρίως την εμποδίζει να σταθεί στα πόδια της: το πεδίκλωμα της αντικειμενικότητας και του ορθώς φρονείν!Παίρνοντας τις αποστάσεις της και εφ’ όσον στο γλωσσικό της κράμα συνυπάρχουν το διανοητικό, το γνωσιακό και το υποκειμενικό, στην ουσία ακολουθεί, με κάποιες αναλογίες βέβαια, αυτό που ο μακρινός μας Ευγένιος Γ. Ζαλοκώστας (1855-1919) υποστήριζε κλείνοντας την ομιλία του με θέμα «Ποίησις και Κριτική» [1]Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως, 12 Νοεμβρίου 1891.:

Ηθέλησα ν’ αναμνησθώμεν ομού των στιγμών, καθ’ ας εφυλλομετρήσαμεν τα αριστουργήματα της ποιητικής παραγωγής, και συγκεντρούμενοι εις εαυτούς εζητούμεν να πεισθώμεν ότι όσα μας έλεγεν η ποίησις είχον αληθώς εν ημίν την απήχησίν των. Ποσάκις εδυσφορήσαμεν ότι ο ποιητής εξέφρασε διανόημα, το οποίον πολλάκις μας κατέλαβε και εν τούτοις δεν ηδυνήθημεν, ως αυτός, να εξωτερικεύσωμεν; Ποσάκις εν αυτώ ανεγνωρίσαμεν πλήρη και τελείαν την ημετέραν εικόνα; Ιδού η πρώτη εμφάνισις της κριτικής, πριν η διατυπωθή υπό μορφήν επιστημονικωτέραν εις τα συγγράματα των εξ επαγγέλματος τεχνοκριτών. [2]Βλ. Παρνασσός, τόμ. 14, αρ. 4 (1891), σσ. 201-212.

Υποσημειώσεις[+]

Κύλιση στην κορυφή