ΕΝΣΥΝΕΙΔΗΤΩΣ
σκιαγμένοι φούρα-φούρα είτε ψιθυρίζοντες
περνούν’ εμπρός από το σπίτι του εδωνά
σκυφτοί όταν τι εγγύς που ο φόβος θαν μαγκώνει
θ’ αρρωστημένα σφάζει αδρές ψυχές ‒ αλλά
εξαπολύοντας κάποτες με υψωμένην τήν
γροθιά σε οπόσα «ανάθεμα» κακουργηματικά
θ’ απολεπίστηκαν και οι τοίχοι «μ’ αμφιβολία δεν χω-
ράει τρελός για τα καλά το κρύβουν’ επί χρόνια
οι πιο δικοί λίγοι τον επισκέφθηκαν δεκαετίες τ-
ώρα σσσουτ βρε να μην χαμπεριαστεί φαντάζει
πια επικίνδυνος τρελός σού λέει, ρισκάρεις;» (ενώ η
βλάστησις πάλιν ωχριά φωτός· ο ερειπιών πλάι, γράφω)
❧
Ο ΤΑ ΚΡΥΦΑ ΦΟΡΤΙΖΩΝ
άπλετα φωτισμένη η λεωφόρος έσφυζεν
κι από ζωήν φρρστ φρρστ πλήθος πλέον
τα οχήματα προχωρημένον βράδυ τού
χειμώνος χωμένοι ώς τον γιακά οπόσοι οι
μοναχικοί συνάνθρωποι στις διαβάσεις δες
σκυφτοί θα προσπερνούσαν πάλιν άλλους
εν δυνάμει ανθρώπους το «συν» στροφής θα
αχρήστευεν η σιωπή καθώς το γεγονός προ
των πυλών δε εκάστου ενός παρέμεινεν καν
δεν δίκην εδώ δειγματισμού κ’ η «καλησπέρα»
ακούστηκ’ έστω νεύματι ούτ’ εύθραυστο έστω «γεια»·
κάπου κοντά εκεί ο ασβός θα σπίρτωνα τσιγάρα ‒
τόσα μού καίτε ποιήματα πάρτ’ επιπλέον στάχτην

