Μετάφραση: Δημήτρης Αγγελής
Είμαι λίγος, είμαι σχεδόν
αυτές οι γαλάζιες μέρες
αυτή η λεγεώνα του κανενός
και αυτός ο ήλιος της παιδικής ηλικίας,
απομεινάρι καταστροφής.
Υπάρχουν καμπάνες που σπάνε τη σιωπή
των κοπαδιών. Είναι η Κόρινθος.
Περπατάμε στην πόλη, κηρύττουμε
την αδύναμη ελπίδα, το ανεμολόγιο.
Είμαστε μόνοι. Σβήνουμε
στην κρυφή μνήμη των πραγμάτων.
Χωρίς προορισμό, μόνο τα σκυλιά μας ζυγώνουν.
Τι σημασία έχει αν η Ντανιέλα κι όλα τ’ άλλα χαθούν.
Πέφτει η νύχτα στην Έφεσο.
Δεν έγραψε ο απόστολος από εκεί
πως θα ήταν ήπια η αγωνία
και φευγαλέα; Διαβάζω
σε ό,τι με περιβάλλει
τα σημάδια της κατάρρευσης.
Ψάχνω στις τσέπες μου. Τίποτα:
τραύματα, χτυπήματα, ανοιχτές πληγές,
λέξεις ασυνάρτητες, πράγματα
αποσυνδεδεμένα για πάντα απ’ τα ονόματά τους.
Δεν υπάρχει τίποτα, υπάρχει μια υποψία
φώτων στο βάθος του κόλπου,
σημάδια μόλις διακριτά
που σβήνουν, που σκοτεινιάζουν, που μαρτυρούν
μιαν άλλη πιθανή πραγματικότητα
όχι πια ζωντανή, ανυποψίαστη, απρόσιτη
μόλις τώρα που περνάει ένας ουρανός
και κάτω από τη σκοτεινή κίχλη
απ’ το ύψος της αδιαφορίας τους μας κοιτούν
των αγίων οι εικόνες.