Θεωρώ πως όχι μόνο διαθέτουμε κριτική στα καθ’ ημάς, αλλά η κριτική αυτή είναι και ιδιαιτέρως σοβαρή. Ωστόσο, όλα αυτά που βρίσκουμε να επιγράφονται ως κριτικές βιβλίου μάλλον φεύγουν από τη σκιά της όντως κριτικής και κινούνται στην παρασκιά, σε αυτό που ονομάζουμε βιβλιοσύσταση. Θεωρώ, χωρίς να διεκδικώ κάποια άνωθεν γνώση, πως οι δύο όροι διαφέρουν και μάλιστα πολύ. Η κριτική, για μένα, εμβαθύνει, συνομιλεί με το κείμενο σε πολλαπλά επίπεδα, το εντάσσει σε γενικότερα σχήματα, το ταξινομεί, το αφήνει να συνομιλήσει με άλλα κείμενα. Για τον λόγο αυτό προϋποθέτει όχι μόνο μια καλή τριβή με τα ίδια τα κείμενα αλλά και με τη θεωρία της λογοτεχνίας (αν περιοριστούμε μόνο στη λογοτεχνία). Βέβαια, δεν γεννιούνται τα δύο αυτά είδη υπό τις ίδιες συνθήκες⸱ η κριτική, όταν δεν εξασκείται από επαγγελματίες του είδους, οι οποίοι, ανήκοντας σε μια τελείως διαφορετική κατηγορία, μένουν εκτός της συζήτησής μας, προκύπτει κατόπιν αιτήματος λ.χ. ενός περιοδικού. Ο εκδότης του περιοδικού ζητά από κάποιον ειδικό να κρίνει ένα έργο που εντάσσεται στον χώρο των ενδιαφερόντων του⸱ τότε, θα έλεγα, πως ναι, μπορεί και οφείλει να υπάρξει και αρνητική κριτική, δια στόματος, όμως, του ειδικού. Στη λογοτεχνία, με τα ρευστά όριά της, τα πράγματα σίγουρα δυσκολεύουν. Ποιος είναι ο ειδικός; Πώς μπορούμε και ταυτόχρονα χρειάζεται να αποκλείσουμε την αισθητική; Αν σε εμένα, π.χ., δεν αρέσει ο νεοφορμαλισμός, θα γράψω κάτι αρνητικό, υπακούοντας στα αισθητικά μου πρότυπα;
Προσωπικά, θεωρώ ότι όσα κείμενα έχω καταθέσει είναι βιβλιοσυστάσεις. Εκκινούν όλα από προσωπικό ενδιαφέρον και αποτελούν προσπάθεια να συστήσω σε ένα κοινό κάποιο βιβλίο που μου άρεσε, επειδή εντάσσεται τόσο στα ενδιαφέροντά μου (αναγνωστικά και ερευνητικά) όσο και στα αισθητικά μου πρότυπα. Προσπαθώ να παρακολουθώ τη σύγχρονη κριτική διαβάζοντας περιοδικά λογοτεχνίας και κριτικές βιβλίου σε εφημερίδες και ψηφιακά μέσα. Αφήνω τα ονόματα των επαγγελματιών κριτικών, οι οποίοι επιμένουν να προασπίζονται έναν χώρο που κινδυνεύει, αυτόν του βιβλίου, και θέλω να αναφερθώ σε έναν έκκεντρο κριτικό, του οποίου θεωρώ τα κείμενα υποδειγματικά. Είχα την τύχη, ως φοιτητής, να παρακολουθήσω κάποια από τα μαθήματα του Γιώργου Κεχαγιόγλου, νυν ομότιμου καθηγητή Νεοελληνικής Φιλολογίας του ΑΠΘ⸱ όταν διάβασα πως ο Κεχαγιόγλου έγραφε και κριτικές, έσπευσα να τις βρω. Θυμάμαι πως εκείνες στο περιοδικό της ΕΜΣ [Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών] Ελληνικά ήταν πραγματικά μαθήματα. Όπως συνηθίζουμε να λέμε με έναν καλό φίλο, ο Κεχαγιόγλου για να σου μιλήσει για την ποίηση του Χ και το βιβλίο του που βγήκε φέτος, σε πιάνει από τον Πλάτωνα και σε φέρνει μέχρι σήμερα. Μαθήματα. Στην κατηγορία αυτή της ακαδημαϊκής κριτικής είναι και η επίσης καθηγήτριά μας στο ΑΠΘ, Λίζυ Τσιριμώκου, η Μαρία Αθανασοπούλου και η Μαρία Ιατρού από το ΑΠΘ, ο Θανάσης Αγάθος από το ΕΚΠΑ κ.ά., μεταξύ των οποίων, ας μου επιτραπεί, να συγκαταλέξω και τον Τραϊνό Μάνο, ο οποίος γράφει μεν σπάνια, αλλά γράφει κριτικές.
Όπως είπα, θεωρώ πως έχω γράψει περισσότερο βιβλιοσυστάσεις παρά κριτικές. Πιστεύω, όμως, ότι με βοήθησε πολύ η τριβή με κριτικούς όπως ο Λίνος Πολίτης, ο Βάσος Βαρίκας κ.λπ. Εδώ κάνω μια παρένθεση: στο Τμήμα Φιλολογίας ΑΠΘ, του οποίου είμαι τρόφιμος τα τελευταία δέκα σχεδόν χρόνια, λίγες ήταν οι φορές που άκουσα για την κριτική και με παρέπεμψαν σε σχετική βιβλιογραφία. Οφείλω να πω πως ο μεν Λάμπρος Βαρελάς μάς μίλησε συστηματικά για την παλιότερη κριτική, του 19ου αι., ενώ καθηγήτριες όπως η Σωτηρία Σταυρακοπούλου και η Μαρία Ιατρού καταπιάστηκαν με τη μεταπολεμική. Παρένθεση μέσα στην παρένθεση: τρεις πολύ καλές φίλες και συναδέλφισσες, η Εύα Γανίδου, η Ελένη Κατσαβέλη και η Χρύσα Θεολόγου, ασχολούνται με τον χώρο της κριτικής στις διατριβές τους.
Επιστρέφω. Μίλησα για βιβλία που με ενδιέφεραν, επειδή κάπως σχετίζονταν με τα ερευνητικά μου ενδιαφέροντα: βιβλία αμιγώς θεολογικά, βιβλία που συνδύαζαν Θεολογία και Λογοτεχνία (λογοτεχνικά και δοκίμια) και βιβλία που σχετίζονταν με τις Μνημονικές Σπουδές. Μου είναι πολύ δύσκολο να γράψω για πράγματα που αγνοώ. Επίσης, μου είναι πολύ δύσκολο να γράψω κατά παραγγελία⸱ κακά τα ψέματα, όλοι μας ξέρουμε πως δεν είναι όλες οι αποστολές βιβλίων ευγενικές χειρονομίες. Πρόσφατα, ένας πολύ ευγενικός μεταφραστής μού δήλωσε πως εξεπλάγη όταν διάβασε πως έγραψα κάτι για μια μετάφρασή του χωρίς να μου το ζητήσει. Χωρίς να είναι κακό να θέλει κάποιος να προωθήσει το έργο του (κι εγώ βασάνισα αρκετό κόσμο με τις Ισχνές αγελάδες μου και άλλον τόσο με τον Τσιτσελίκη), η κατά παραγγελία κριτική είναι πιο πιθανό να χωλαίνει.
Το ερώτημά μου είναι γιατί γράφεται μια κριτική. Για να γεμίσω εγώ ως συγγραφέας το βιογραφικό μου και να κοιτάζω στη βάση της biblionet πόσα σκρολαρίσματα θέλει η σελίδα του βιβλίου μου για να κατέβει; Για το κοινό; Και ποιο κοινό; Όταν η κριτική ξεχνά την απεύθυνσή της, γίνεται ακκισμός και περισσότερο συσκοτίζει παρά φωτίζει. Της ακαδημαϊκής συμπεριλαμβανομένης. Μπορεί να διαβάζουμε μία και δύο παραγράφους που, αν ζητούσαμε από τον γράφοντα να τις συνοψίσει, θα του αρκούσαν δύο προτάσεις. Γιατί να μην ξεκινήσει, τότε, με τις δύο αυτές προτάσεις; Αλλιώς θα μιλήσουμε με φίλους που όχι μόνο εξασκούν την τέχνη αυτή και μάλιστα έχουν και ένα φιλολογικό υπόβαθρο κι αλλιώς θα γράψω για ένα περιοδικό που δεν απευθύνεται μόνο στους θεράποντες των Μουσών της Εθνικής Αμύνης. Οι επαγγελματίες κριτικοί ή Σούπερ Βιβλιοκριτικοί για τον Eliot (Ελισάβετ Κοτζιά, Νίκος Βατόπουλος, Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, κ.ά.) έχουν αυτό το καλό, ότι γνωρίζουν πώς να εξηγήσουν σε ένα ευρύ κοινό περί τίνος πρόκειται ένα βιβλίο, χωρίς να θολώσουν τα νερά.
Έχοντας μικρή εμπειρία από διδασκαλία σε μαθητές Λυκείου και Γυμνασίου, πιστεύω πως ο κόσμος του βιβλίου, έντυπος ή ψηφιακός, διέρχεται όντως μια διαρκώς εντεινόμενη κρίση. Δεν έχουμε μάθει να διαβάζουμε και ίσως να μη μάθουμε συγκεντρωτικά. Όταν, όμως, μπορούμε να βοηθήσουμε κάποιον να διαβάσει ένα βιβλίο που αρχικά άρεσε σ’ εμάς, γιατί να μην το κάνουμε όσο πιο απλά μπορούμε και νιώθουμε την ανάγκη να δείξουμε κάτι που, πολλές φορές, δεν είμαστε;
Νιώθω ότι περισσότερα είναι τα ερωτηματικά παρά οι τελείες στο κείμενο αυτό. Θεωρώ, και κλείνω μ’ αυτό, ότι το να γράψει κανείς μια βιβλιοσύσταση, πόσο μάλλον μια όντως κριτική, είναι αρκετά δύσκολο. Ωστόσο, ότε και αν το πικρόν ποτήριον φτάσει στο στόμα μας, είναι καλό να ξέρουμε πώς μπορούμε να το πιούμε καλύτερα.