«Μονάχα ο κοινός θαυμασμός μπροστά
στο μυστήριο της ύπαρξης και της ζωής θα
μπορέσει να συμφιλιώσει επιστήμες και
θρησκείες, των οποίων η άλογη σύγκρουση
αποτελεί την ουσιώδη αιτία της σύγχρονης
παρακμής, συνέπεια του γενικευμένου
αποπροσανατολισμού»
– Paul Diel
Υπάρχει αναμφισβήτητα μια θεώρηση, μια διάθεση «επιεικής» και «συγχωρητική» που καταδικάζει το δρων υποκείμενο σε ισόβια αθωότητα. Που μέσα στην απειρόμορφη μηχανική της ζωής το απαλλάσσει από το βάρος της απόφασης, καθιστώντας το απλό θύμα ή θριαμβευτή των συνθηκών. Όσο, όμως, κι αν αυτή γαλιφίζει τη συνείδηση, ποτέ δεν καταφέρνει μαζί με την ενοχή να την ανακουφίσει κι από την εκλογή, που στον άνθρωπο συναρτάται πάντοτε με κάποιο υπαρξιακό πάθος. Πράγματι, ολόκληρη η δυτική παράδοση, σε κάθε της βουλησιαρχική ή νοησιαρχική εκδήλωση, τόσο σε κοσμικό όσο και σε θεολογικό πλάνο, πληρώνει σε άγχος, τύψη, ανία και μανία, το βαρύ τίμημα της υποκειμενικότητας. Ό,τι ονομάζουμε «κρίση» της νεωτερικότητας (αλλά και όχι μόνο αυτής) σχετίζεται αιτιακώς με την υπερτίμηση του υποκειμένου. Όπως λέει η παροιμία: «το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται».
Αλλά και σύσσωμη η (άπω) Ανατολή, παρά την αξιωματική απάρνηση του Εγώ, θεμελιώνει τα συστήματά της πάνω στην απόλυτη ευθύνη του όποιου όντος για το πεπρωμένο του. Ένα πεπρωμένο με απείρως εφιαλτικές δυνατότητες, όπου, σε αντίθεση με το δικό μας φαντασιακό κοσμοείδωλο, ο αφανισμός αποτελεί πολυπόθητο ιδεώδες και η συνέχεια δυσβάσταχτη νομοτέλεια. Μην ξεχνάμε, παρεμπιπτόντως, ότι «αυτό που κατάφερε να ανακαλύψει προοδευτικά και να συλλάβει ενορατικά ο Ινδός στη διάρκεια της ιστορίας του δεν ήταν η αθανασία αλλά ο θάνατος. Το βάρος της απόδειξης εδώ ήταν το αντίστροφο απ’ ό,τι στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με την “προφάνεια” της μετά θάνατον ζωής και της αποδημίας, ένιωθαν πάντα την ακατανίκητη επιθυμία ενός τέλους…» (Max Scheler). Μα, όσον αφορά την ινδογενή αντίληψη, η άγνοια λαού, κλήρου και διανόησης είναι τόσο καταπληκτική και η στρέβλωση των επαγγελματιών οριενταλιστών της χαλάρωσης και της αυτοβοήθειας τόσο βάναυση, ώστε εκλείπει ολότελα η πιθανότητα να παρακαμφθούν οι αφελείς πολιτισμικές προκαταλήψεις και να διαφανεί μέσα στο στερεότυπο της απαθούς μοιρολατρίας ο ρόλος της ενεργητικής και τρόπον τινά «εναγώνιας», προσωπικής στάσης. Τα μάτια της εποχής –και όχι μόνο της περιοχής– δεν μπορούν να δουν την κινητικότητα έξω από την κίνηση ούτε τη δραστηριότητα μακριά απ’ τη δράση.
Η ευφυής Δύση αδυνατεί να υποψιαστεί πόσο θα ωφελούνταν εάν παραδειγματιζόταν απ’ τη σοφή Ανατολή. Το βασικότερο ίσως μάθημα θα το έπαιρνε τη στιγμή που θα διαπίστωνε σε τι βαθμό ο καθένας είναι υπόλογος για την ύπαρξή του και, ταυτόχρονα, ασήμαντος για το σύμπαν. Ο συνδυασμός των δύο αυτών διαπιστώσεων, σε πείσμα των «προοδευτικο/επαναστατικο/ουτοπικών» μυθολογιών και των ναρκισσιστικών, αθεολόγητων ψυχοθεραπευτικών παραποιήσεων, προσφέρει ένα εξαίσιο μοντέλο εξήγησης και συμπεριφοράς, αντίδοτο στις κύριες παθογένειες της εξωστρεφούς και ανυπόμονης, τελειομανούς και κυνικής Εσπερίας. Αντίδοτο στην αλόγιστη έχθρα προς την παράδοση, τον θηριώδη οικονομισμό του δημόσιου και ιδιωτικού βίου, τον τερατώδη «οντολογικό παρεμβατισμό» της τεχνολογίας, συνελόντι ειπείν, στον εξορθολογισμό και την αποϊεροποίηση της ριζικά ανορθολογικής και ιερής ζωής, που στοιχειοθετούν την οικουμενική παράνοια του σύγχρονου κόσμου. Δεν χρειάζεται να σπεύσουμε να μάθουμε σανσκριτικά, αν και τη σήμερον ημέραν ένα τέτοιο ενδιαφέρον για τις μεγάλες «νεκρές» γλώσσες και τις αρχαίες πνευματικές παρακαταθήκες, ειδικά σαν της μεγαλειώδους Ινδίας, ενδεχομένως να σηματοδοτούσε μια ελπιδοφόρα αλλαγή παραδείγματος. Ο υγιώς εννοημένος χριστιανισμός, ο υπερ-ομολογιακός και «ανθολογικός», ο πιστός στις σαρκωμένες καταστατικές του αρχές, κινείται σχετικά κοντά στην παραπάνω έποψη. Ο χριστιανισμός, σημειωτέον, ως εκείνο το θαυμάσιο ερμηνευτικό, νοηματοδοτικό, παραμυθητικό και σωτηριολογικό σύστημα, που έχουμε την τύχη να κληρονομήσουμε και που μας διέπει κυτταρικώς ως προνομιακούς δικαιούχους προτού το καταλάβουμε και ασχέτως αν, πώς και πόσο το αξιοποιούμε. Και που το αξιοποιούμε από ελάχιστα έως καθόλου, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τις τρεις απ’ τις παραπάνω τέσσερις αξονικές λειτουργίες του συστήματος, αφού για την τελευταία (σωτηριολογική) κανείς δεν επιτρέπεται ν’ αποφαίνεται, αρχής γενομένης από τους ιερείς, τους θεολόγους κι όλους τους θρησκευόμενους…
Οι μύθοι, τα σύμβολα –και αντιστοίχως τα είδωλα– εξελίσσονται ανά τους αιώνες, μεταμφιέζονται, μεταστοιχειώνονται, η ιερότητά τους καταφρονείται, τα περιεχόμενά τους φθίνουν, αδυνατούν να χωρέσουν, να βαστάξουν και να εκφράσουν τα πάγια κρίσιμα νοήματα της ανθρωπότητας. Το χειρότερο: χάνουν τη βιωματική τους ισχύ, αφήνοντας τον άνθρωπο δίχως στήριγμα, κέντρο, αναφορά και πρότυπο απέναντι (στην καρδιά) του ακατανόητου. Προηγουμένως, ο άνθρωπος, αποφασισμένος για το καθήκον του και ανυποψίαστος για την αντίφασή του, αποκηρύσσει με οργή εν ονόματι της χειραφέτησης και της αλήθειας την επίσημη ειδωλολατρία των καθιερωμένων συμβόλων, για να γίνει τάχαμου ο ίδιος ο δημιουργός των αρχών του ή για να εισχωρήσει για τα καλά στις τάξεις σταυροφορικών ορδών που, ουρλιάζοντας ανόητες ιαχές, ερειπώνουν ό,τι βρεθεί μπροστά τους. Όσο πιο βαθιά απελπίζεται, τόσο πιο πεισματικά αποστρέφεται τα καθοσιωμένα «είδωλα», και όσο πιο πεισματικά αποστρέφεται αυτά τα «είδωλα», τόσο βαθύτερα βυθίζεται στην απελπισία, αφού τα καινοφανή φετίχ στερούνται της απαραίτητης συνάρτησής τους με το υπερβατικό και το μυστήριο, απ’ όπου αντλείται κάθε ουσιαστική σημασία ή αξία. Τα βάζει κανείς με το ελεεινό παπαδαριό, φερ’ ειπείν, νομίζοντας πως ξεμπερδεύει με το ιστορικό ψέμα. Δεν βλέπει όμως ότι στο ελεεινό παπαδαριό υπάρχει πολύ περισσότερη αλήθεια απ’ ό,τι στις θεότητες της ιδεολογικοπολιτικής θρησκευτικότητας. Τα βάζει με το θλιβερό χριστεπώνυμο πλήρωμα, νομίζοντας πως ξεμπερδεύει με την κοινωνική οπισθοδρόμηση. Δεν βλέπει όμως ότι στο θλιβερό χριστεπώνυμο πλήρωμα υπάρχει πολύ περισσότερη σοβαρότητα απ’ ό,τι στο βρένθος της ψευδεπίγραφης προόδου. Διότι, ασχέτως ποιότητας του βιώματος, υπάρχει πάντοτε ένα ελάχιστο συναναστροφής (π.χ. μέσω της γλώσσας, των ηθών, των θεσμών ή των εθίμων) με μια συμβολική, που εκπολιτίζει κι αναβαθμίζει από κάθε άποψη κάθε συναναστρεφόμενο. Με άλλα λόγια, και μόνο που το πνεύμα τίθεται διά της αγάπης στην υπηρεσία της ψυχής, αυτό από μόνο του συνιστά όχι πρόοδο, αλλά επανάσταση.Και μόνο που γίνεται λόγος για επέκεινα, άλλο κόσμο, καινούργιο άνθρωπο ή που υπενθυμίζεται παντού η «ἡμετέρα οὐδενία» (Γρ. Νύσσης) ενισχύονται οι βάσεις της υπεύθυνης συμβίωσης.
Στη μεταφυσική δεν νοείται «πρόοδος». Τα μεγάλα υπαρξιακά και μεταφυσικά ερωτήματα παραμένουν από την αρχαιότητα ίδια και αναπάντητα. Το πολύ-πολύ με την πάροδο του χρόνου να προστεθούν και μερικές ιδιότυπες παραλλαγές τους, τίποτε άλλο. Το έργο της διαχείρισης του μυστηρίου τού Είναι με σκοπό την ομαλή προσαρμογή σε αυτό εγκαινιάζουν οι πρώιμες, «πρωτόγονες» αλλά αιωνίως αρχετυπικές, δηλαδή ενδιάθετες και ενεργείς, μορφές λόγου. Λίγοι μελέτησαν αυτή τη θεματική εμβριθέστερα απ’ ό,τι ο Mircea Eliade, ο οποίος αναφέρθηκε μεν εκτενώς στον «υποβιβασμό των μύθων και των συμβόλων» και τη «συσκότιση της αρχικής καθαρότητας», παράλληλα όμως υπογράμμισε ότι τα πρότυπα που μεταβιβάστηκαν από το πιο μακρινό παρελθόν δεν εξαλείφονται, δεν χάνουν τη δύναμη ανάπλασής τους, ότι τα αρχέτυπα εξακολουθούν να είναι δημιουργικά έστω και αν έχουν «υποβιβαστεί» σε ολοένα και χαμηλότερα επίπεδα.
Το ζήτημα είναι πως η παραπάνω αλλοίωση δεν συντελέστηκε δίχως κρίσιμες ανθρωπολογικές συνέπειες. Τη μέρα που εγκαινιάστηκε η διαδικασία αποϊεροποίησης, ξεκίνησε και η μακρά και βασανιστική πορεία του σύγχρονου ανθρώπου προς την αυτοχειρία. Σύμφωνα με τον Ρουμάνο θρησκειολόγο, όταν μιλάμε για «σύγχρονο άνθρωπο», μιλάμε για τον άνθρωπο που –στην περίπτωσή μας– δεν διατηρεί καμία ζωντανή σχέση με τον ιουδαιοχριστιανισμό, που απορρίπτει το υπερβατικό, δέχεται τη σχετικότητα της πραγματικότητας και αμφισβητεί το νόημα της ύπαρξης, που θεωρεί εαυτόν δημιουργό και αυτοδημιούργητο, που εξαρτά, μάλιστα, την αυτοεπιβεβαίωσή του από τον βαθμό κατά τον οποίο αποϊεροποιείται και αποϊεροποιεί τον κόσμο, δεδομένου ότι το ιερό συνιστά γι’ αυτόν το κατεξοχήν εμπόδιο της ελευθερίας του. Ωστόσο, ο σύγχρονος, άθρησκος άνθρωπος, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως, είτε το θέλει είτε όχι, κατάγεται από τον homo religiosus, καθώς διαμορφώθηκε κατ’ αντιπαράσταση προς εκείνον και δεν δύναται να απαλλαγεί απ’ το παρελθόν του. Εξού και κάθε υπαρξιακή κρίση είναι, συνολικά, «θρησκευτική», επειδή στα αρχαϊκά στάδια του πολιτισμού το Είναι ταυτίζεται ή συγχέεται με το ιερό, και ως τέτοια θέτει υπό ερώτηση τόσο την πραγματικότητα του κόσμου όσο και την παρουσία του ανθρώπου σ’ αυτόν, αφού η ιεροφάνεια έχει την ιδιότητα να τοποθετεί τον άνθρωπο στο κέντρο του κόσμου, στην ίδια την καρδιά της πραγματικότητας. Η δε βαθμιαία εκκοσμίκευση, ως εκ τούτου, ισοδυναμεί με τη βαθμιαία «αποκέντρωσή» του.
Μαζί, όμως, με την πίστη του στους πατροπαράδοτους θεούς απώλεσε κάτι ακόμα σημαντικότερο, την πίστη του στην επιτακτικότητα διάσωσης και συντήρησης του νοήματος, το οποίο σε τελική ανάλυση έρχεται να θεμελιώσει η εκάστοτε προσωποποίηση του Είναι. Εξού και το μη Ον απειλεί την πνευματική αυτοκατάφαση του ανθρώπου από άποψη απόλυτη με τη μορφή της έλλειψης νοήματος, επισήμανε καίρια ο P. Tillich. Και «η απειλή κατά της πνευματικής του ύπαρξης είναι απειλή εναντίον της συνολικής του ύπαρξης»,καθώς εν προκειμένω οντική και πνευματική αυτοκατάφαση συμπίπτουν. Δεν θέλει πολύ η ριζική αμφιβολία να παύσει να είναι μεθοδολογική ερωτηματοθεσία και να μετατραπεί σε υπαρξιακή αγωνία. «Η αγωνία της έλλειψης νοήματος είναι αγωνία για την απώλεια της έσχατης μέριμνας, ενός νοήματος που παρέχει νόημα σε όλα τα νοήματα. Τούτη η αγωνία προκύπτει από την απώλεια ενός πνευματικού κέντρου, μιας απάντησης, όσο συμβολική και έμμεση να είναι, στο ερώτημα της υπάρξεως της ζωής». Πίσω από κάθε ερώτημα, κρίση ή αγωνία (πόνο) αλλά και τρόπο, μέσο ή μέθοδο διευθέτησής τους βρίσκεται το φαινόμενο του θανάτου. Όπως παρατηρεί ο Eliade στο δοκίμιό του «Θρησκευτικός συμβολισμός και αξιολόγηση της αγωνίας» (1953): «Κάτω απ’ το πάθος του δυτικού πολιτισμού για την ιστορικότητα υποφώσκει η αγωνία για τη θνητότητα. Για τον σύγχρονο κόσμο ο θάνατος είναι άδειος από τη θρησκευτική του σημασία και γι’ αυτό εξομοιώνεται με το τίποτα, και μπροστά στο τίποτα ο σύγχρονος άνθρωπος παραλύει (…) Η Ινδία ουδέποτε ενδιαφέρθηκε φιλοσοφικώς για την ιστορία (…) Ένας Ινδός φιλόσοφος θα έλεγε ότι η ιστορικότητα και ο υπαρξισμός εισάγουν την Ευρώπη στη διαλεκτική της maya (…) Ο Ινδός φιλόσοφος θα πει ότι η ευρωπαϊκή σκέψη έχει συμπεριλάβει το εφήμερο και το παράδοξο του ανθρώπου, ο οποίος συνειδητοποιεί τη χρονικότητά του. Η αγωνία προκύπτει απ’ αυτή την τραγική ανακάλυψη ότι ο άνθρωπος είναι ένα ον προορισμένο να πεθάνει, βγαλμένο απ’ το τίποτα και κατευθυνόμενο προς το τίποτα (…) ότι είμαστε όχι μόνο θνητοί αλλά και θνήσκοντες. Κι ενώ ο Ινδός προσπαθεί να ελευθερωθεί απ’ αυτή την ψευδαίσθηση, κάποιοι Ευρωπαίοι μοιάζουν ευχαριστημένοι με την ανακάλυψή τους και εγκαθίστανται σε μια μηδενιστική και απαισιόδοξη οπτική της ύπαρξης και του κόσμου. Για τον Ινδό η ανακάλυψη της κοσμικής πλάνης δεν έχει νόημα εάν δεν ακολουθείται από την αναζήτηση του απόλυτου Όντος». Εδώ στην Ευρώπη, ο σκεπτικισμός ουδέποτε υπήρξε συνεπής, διότι ουδέποτε απουσιάζει η πίστη ως ελάχιστη ομολογία γνωσιακής αυτονομιμοποίησης, γι’ αυτό και οι αντινομίες αργά ή γρήγορα οδηγούν σε σχιζοφρένεια. Εκείνο που χάνεται όλο και περισσότερο είναι η παραδοχή της έξωθεν αυθεντίας και το δέος απέναντι στο Απόλυτο. Είναι το αίσθημα κοσμικής ευγνωμοσύνης, που αφυπνίζει και βελτιώνει τον ευεργετηθέντα.
Μέρος της ανθρώπινης αλαζονείας είναι και η βεβαιότητα ότι ο άνθρωπος, πρώτον, θα βγει απ’ το σκοτάδι και, δεύτερον, ότι θα το πετύχει με τις δικές του δυνάμεις. Κανείς δεν εγγυάται ούτε το μεν ούτε –ακόμα λιγότερο– το δε. Το κακό, οντολογική σταθερά, εισηγμένη ανέκαθεν μέσω της ελευθερίας και ενσαρκωμένη από τους ανθρώπους, δεν μπορεί ούτε να εξαλειφθεί απ’ τον κόσμο ούτε να καταλογιστεί σε αφαιρέσεις ή σε δαίμονες. Μπορεί μονάχα να αναγνωριστεί, να αναληφθεί και στο μέτρο αυτής της ανάληψης να μετριασθεί. Λέει ο προφήτης Berdyaev: «η τραγική κατάσταση του ανθρώπου μέσα στην ιστορία μένει πάντοτε η ίδια, και δεν υπάρχει τρόπος να ξεπεραστεί όσο ο άνθρωπος κινείται μέσα στην ιστορία (…) Η αναγνώριση της αποτυχίας της ιστορίας δεν σημαίνει πως είναι κενή από οποιοδήποτε νόημα και πως ο άνθρωπος πρέπει να την αποκηρύξει, ή ότι μπορεί να της διαφύγει. Πρέπει να ζήσει το πεπρωμένο του στην ιστορία· και κάνοντας έτσι, εισκομίζει υπερβατικό νόημα και φως στην ιστορία (…) η αντινομία ανάμεσα στον άνθρωπο και την ιστορία, η σύγκρουση μεταξύ αυτού που πρέπει να είναι κι αυτού που είναι, λύνεται μόνο αν τούτη ιδωθεί από μιαν εσχατολογική προοπτική. Το νόημα της ιστορίας εν σχέσει με τον φαινομενικό αντικειμενισμένο κόσμο είναι υπερβατικό (…) αδύνατο να επιλύσουμε τις τραγικές αντινομίες της ζωής διά κοινωνικών μέσων, οι οποίες βασίζονται στο γεγονός ότι ο άνθρωπος ως πνευματικό ον, μολονότι αιχμάλωτος των όρων και των ορίων του κόσμου και του κόσμου του, τείνει προς το αιώνιο και το άπειρο (…) το δε κακό είναι εσωτερικής, μεταφυσικής φύσεως και όχι εξωτερικής, κοινωνικής φύσεως, και, σε τελική ανάλυση, συνδεδεμένο με την προσωπικότητα», κάτι που κατανόησε πριν και καλύτερα απ’ όλους ο Dostoyevski, στον οποίον «αποκαλύπτονται οι ανθρώπινες σκέψεις και τα ανθρώπινα πάθη, τα οποία αποτελούν πλέον όχι την ψυχολογία αλλά την οντολογία της ανθρώπινης φύσης». Και «μόνον υπό το φως της οντολογικής κατανόησης της ανθρώπινης φύσης μπορεί το υλικό που μας παρέχει η ψυχολογία και η κοινωνιολογία να οργανωθεί σε συνεπή και συστηματική θεωρία της αγωνίας» (P. Tillich).
Υπό αυτή την έννοια, μία μείζων στρέβλωση της εποχής έγκειται στην παράβλεψη ότι η ψυχή συνιστά μεταφυσική και όχι επιστημονική έννοια (Σημ.: χρησιμοποιούμε τους όρους με τη συμβατική τους σημασία, παραβλέποντας την καταγωγική τους συγγένεια), ανεξαρτήτως αν οι μεταφυσικοί ισχυρισμοί έχουν «εξω-ψυχική» υπόσταση, αν ο «Θεός» μπορεί ή όχι να υπάρξει έξω από τον άνθρωπο, για να θυμηθούμε την ιστορική διχογνωμία ανάμεσα στον C.G. Jung και τον M. Buber. Δικαιοδοσία της ψυχολογίας επί της ψυχής θα έπρεπε ν’ αποδεχτούμε μονάχα υπό την προϋπόθεση ότι η επιστήμη διεκδικεί να μεταφράσει και να δωρίσει προς αξιοποίηση ένα μέρος ή μία όψη του αινίγματος της πραγματικότητας. Στην αγωνιώδη προσπάθεια να δικαιώσει την παρουσία της, η ψυχολογία καταχράσθηκε την επιστήμη, παίρνοντας απ’ αυτήν σχεδόν αποκλειστικά τον αέρα και τους καρπούς της αυτοπεποίθησής της, λησμονώντας, ωστόσο, τον τρομώδη μεταφυσικό της πυρήνα, η επαφή με τον οποίο κατά παράδοξο τρόπο τη συνδέει παντοτινά με την ίδια (της) την επιστημονικότητα. Στην ίδια γραμμή, ο E. Fromm, επισημαίνει στο έργο του Ψυχανάλυση και θρησκεία: «Η ακαδημαϊκή ψυχολογία, στην προσπάθειά της να μιμηθεί τις φυσικές επιστήμες και τις εργαστηριακές μεθόδους με τις μετρήσεις και τους υπολογισμούς, ασχολήθηκε με οτιδήποτε άλλο εκτός από την ψυχή. Προσπάθησε να κατανοήσει εκείνες τις επόψεις του ανθρώπου που μπορούσαν να εξεταστούν στο εργαστήριο και αποφάνθηκε ότι η συνείδηση, η αξιολογική κρίση, η γνώση του καλού και του κακού είναι μεταφυσικές έννοιες και έξω από τα προβλήματα της ψυχολογίας». Κι έτσι, πριμοδοτούμενη από τη βιασύνη των καιρών, απέκτησε τις δυσανάλογες εξουσίες που όλοι βλέπουμε. Σε λίγο, αν δεν αλλάξει κάτι, οι ψυχοθεραπευτές θα είναι περισσότεροι απ’ τους ψυχοθεραπευομένους, και θα ανακηρυχτούμε άπαντες ομοθυμαδόν ψυχασθενείς και θα κλειστούμε στο τρελάδικο, όπως στη νουβέλα του Machado de Assis. Δεν θα πρόκειται για λάθος διάγνωση. Από κάποια ασθένεια στην ψυχή πάσχουμε οντολογικώς όλοι. Οι απανταχού κοσμογονικές αφηγήσεις της πτώσης τούτο εκφράζουν μέσα απ’ την ποικιλία τους. Σάμπως, με διαφορετική ανάγνωση, για χυδαίους υλιστές και ορκωτούς μηδενιστές η ίδια η ψυχή δεν είναι παρά μια ασθένεια της ύλης; Αλλά και γενικότερα: υπάρχει τίποτα πιο εξωφρενικό από την ύπαρξη;
Κανείς, άλλωστε, δεν μας είπε πως ήρθαμε σ’ αυτόν τον κόσμο σώνει και καλά για να ευτυχήσουμε ή να δικαιώσουμε την έλευσή μας. Ο βαθμός και το είδος προσαρμογής στο θαύμα της Ύπαρξης εναπόκειται στο εκάστοτε πρόσωπο, στις καταβολές, τις προσλαμβάνουσες, τις αρετές και τις προσδοκίες του. Σ’ αυτό εναπόκειται να αναλάβει την ύπαρξή του σαν ένα επιπλέον μυστήριο εντός του Μυστηρίου, να αυτοσχεδιάσει με βάση τις κείμενες δυνατότητες, και ο Θεός βοηθός. Σε κάθε περίπτωση, «η υπαρξιακή ματαίωση δεν είναι από μόνη της μήτε παθολογική μήτε παθογενής. Η μέριμνα ενός ανθρώπου, ακόμη και η απόγνωσή του, σχετικά με το άξιο λόγου της ζωής είναι μια υπαρξιακή αγωνία αλλά δεν σημαίνει ότι είναι και ψυχική ασθένεια», όπως βεβαιώνει οV.E. Frankl. Απεναντίας, ιδωμένη πέρα απ’ τις νευρωσικές της εκδηλώσεις, θα μπορούσε κιόλας η εν λόγω ανησυχία να εκληφθεί ως ένδειξη «τέλειας» ψυχικής υγείας, όσο «τέλεια» μπορεί να θεωρηθεί η υγεία ενός ατελούς και φιλάσθενου όντος, κι άμα λάβουμε υπόψη την προβληματικότητα και την οριακότητα που σημαίνει για την ψυχή και το πνεύμα η παρουσία στον κόσμο. Το μόνο σίγουρο είναι ότι η προσωρινή ή οριστική (αναλόγως αν πρόκειται για παρηγορία ή λύτρωση) νοηματοδότηση του πόνου και του θανάτου, απ’ την οποία αποκτά η ζωή το όποιο θέλγητρό της και η ψυχή την όποια στοιχειώδη υγιεινή της, καταπώς αποδεικνύεται πανηγυρικά, επιτυγχάνεται αρτιότερα –αν όχι κατ’ αποκλειστικότητα– με την έστω και μερική προσχώρηση σε κάποιο ευρύ, παλαιό, πλούσιο και δοκιμασμένο θρησκευτικό οικοδόμημα σκέψης και δράσης, παρά με την ολική κατεδάφιση και των εσχάτων προμαχώνων της θεσμοθετημένης πνευματικότητας στο όνομα μιας αρνησιομανίας ανίκανης ν’ ανιχνεύσει, να προβάλει ή να εφεύρει κάπου το πνεύμα. Φυσικά, προς αποφυγή παρεξηγήσεων, επειδή τα φαινόμενα αρέσκονται ν’ απατούν, το κυριότερο μέρος της «αποστολής» για την καλλιέργεια της απολύτως αναγκαίας ευγνωμοσύνης για τη γέννηση, τη γόνιμη διοχέτευση της μεταφυσικής ανάγκης του ανθρώπου, την ανάσχεση της περαιτέρω αποξένωσης απ’ το ιερό και κατά προέκταση την αποκατάσταση μιας υποτυπώδους προσωπικής, διαπροσωπικής και κοινωνικής ισορροπίας, το επωμίζονται οι «προσχωρήσαντες» με το ζωντανό παράδειγμά τους. Σημειωτέον, παράδειγμα που εμπεριέχει οργανικά και την αγωνία ή την απογοήτευση. «Όλοι ξέρουν πως τη θεραπεία μπορεί να την κομίσει μόνον η θρησκευτική ανανέωση, είτε εντός του πλαισίου των ιστορικών εκκλησιών είτε εκτός αυτού», όπως ορθά παρατηρεί στις Πολιτικές θρησκείες ο Eric Voegelin, ένας απ’ τους σπουδαιότερους στοχαστές του αιώνα, που το διανοητικό, ακαδημαϊκό κι εκδοτικό κατεστημένο στη χώρα μας αγνοεί ή διατηρεί στην αφάνεια.

