– Ξύπνα Μαρία! Έχεις σχολειό!
Έτσι ηχούσε κάθε πρωί η φωνή της μάνας της, κελαηδιστά στην αρχή, για να σκαρφαλώσει έπειτα, με κάθε επανάληψη, όλη την κλίμακα του εκνευρισμού, με τη Μαρία να κουκουλώνεται σε κάθε κάλεσμα όλο και πιο σφιχτά με τα σκεπάσματά της και να κρύβει το κεφαλάκι της κάτω απ’ το μαξιλάρι, ώσπου το χέρι της μητέρας της να την ταρακουνήσει άγρια απ’ τον ώμο.
– Σήκω μωρή γαϊδούρα! Μην κάνεις πως δεν ακούς!
Έτσι σηκώθηκε κι εκείνο το πρωινό, με μάτια που μόλις και μισάνοιγαν, φόρεσε όπως όπως το φουστανάκι της και κατευθύνθηκε προς το τραπέζι.
– Πλύσου πρώτα! Πόσες φορές θα σ’ το πω; έγρουξε η μητέρα, κι εκείνη βγήκε ξυπόλητη ως τη γούρνα της αυλής, σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών για ν’ ανοίξει τη βρύση κι απλώνοντας τα χέρια έβρεξε ίσα ίσα τις άκρες των δαχτύλων της, για να τα σύρει έπειτα πάνω απ’ τα τσίνορά της, επιτρέποντας στα βλέφαρα ν’ ανοίξουν, δίχως να τ’ απαλλάξει ωστόσο απ’ το διάδημα των τσιμπλών. Στον καθρέπτη δεν έφτανε να κοιταχτεί, κι έτσι έκανε πως ισιώνει με το χέρι τα πάντα μπερδεμένα, ατσούμπαλα μαλλιά που βλέπανε χτένα και σαπούνι μόνο κατά το Σαββατιάτικο μπάνιο.
Η Μαρία ξαναγύρισε στο τραπέζι και σκαρφάλωσε στην καρέκλα· το ποτήρι με το κατσικίσιο γάλα την περίμενε ξέχειλο σχεδόν, αναδίδοντας μιαν αηδιαστική οσμή που μαζί με τη βιαιότητα του ξυπνήματος σημάδευε όλα τα παιδικά πρωινά της.
– Δε μ’ αρέσει το γάλα κατσίκας! Γκρίνιαξε.
– Κατσίκες έχουμε, κατσικίσιο γάλα θα πιείς! Δεν το ʼξερα να αγοράσω αγελάδα μόνο για την αφεντιά σου!
Ξινίζοντας τα μούτρα άδειασε το ποτήρι της γουλιά γουλιά, με την έκφραση αηδίας να απλώνεται σε ολόκληρο το μουτράκι της, κι έπειτα σκούπισε το στόμα με την ανάστροφη της παλάμης, φόρεσε τα ξεχαρβαλωμένα πέδιλά της, πήρε την χιλιοτρυπημένη σάκα της, έστρεψε το μάγουλο για το καθιερωμένο φιλί της μαμάς και ξεκίνησε για το σχολειό. Σ’ όλη τη διαδρομή έξυνε με μανία το κεφάλι. Η φαγούρα είχε ξεκινήσει από χθες αλλά πάσχιζε να μην το καταλάβει η μάνα της, γιατί αν της έβρισκε πάλι καμιά ψείρα θα την έλουζε με πετρέλαιο, η μυρωδιά δεν θα ʼφευγε με τίποτα και τα υπόλοιπα παιδιά θα την αποφεύγανε και θα την φωνάζανε ψωριάρα.
Στο σχολειό ίσα που πρόλαβε την ώρα που ξεκινούσε η προσευχή. Στοιχήθηκε βιαστικά στην τελευταία γραμμή κι έπειτα έσυρε βαριά τα βήματά της ως την τάξη.
– Τι έγινε Σηφάκη; Πάλι δεν έφαγες πρωινό; Πιο ζωηρά! Πάντα τελευταία μπαίνεις στην τάξη! Την επίπληξε ο δάσκαλος που στο κατόπι της ερχόταν.
Έκατσε στο θρανίο κι έβγαλε απ’ τη σάκα τα κακοξυσμένα της μολύβια, το στραπατσαρισμένο αναγνωστικό κι ένα λερό τετράδιο. Μπροστά της καθόταν η Αναστασάκη, η απουσιολόγος, ντυμένη όπως πάντα μ’ ένα πεντακάθαρο φουστάνι, με τα χρυσαφένια της μαλλιά χωρισμένα σε μια άψογη χωρίστρα, με την καινούργια σάκα της, τα καλοξυσμένα μολύβια στη σειρά, τη μεταλλική ξύστρα και τα τετράδια με λουλουδάτα καλύμματα ντυμένα.
Πριν ένα μήνα της είχε κλέψει στο διάλειμμα την ξύστρα, αλλά ο δάσκαλος είχε ψυλλιαστεί αμέσως τον φταίχτη και την είχε στείλει στον διευθυντή για να την τιμωρήσει με τη βίτσα. Ο δάσκαλος είχε αρχίσει τώρα να παίρνει απουσίες. Η φαγούρα επέστρεψε. Έξυσε με μανία το κεφάλι της κι όπως απέσυρε το χέρι διέκρινε στην κόγχη του νυχιού παγιδευμένη μια παχουλή, κατάμαυρη ψείρα. Δεν το σκέφτηκε πολύ, κοίταξε ένα γύρο, μην την βλέπει κανείς, και σκύβοντας μπροστά τίναξε το δάχτυλο και την έστειλε ίσια στο φρεσκολουσμένο κεφάλι της Αναστασάκη.
/φθόνος

