Λένε, και ίσως υπάρχει λόγος να διαβάσετε «λέμε», πως λείπει σήμερα η λογοτεχνική κριτική.
Δεν είμαι σίγουρη πως ισχύει αυτό, δεδομένου πως εξακολουθούν να υπάρχουν σελίδες για το βιβλίο σε εφημερίδες και λογοτεχνικά περιοδικά, υπάρχουν αρκετά blogs που αφορούν το βιβλίο, όχι λίγες βιβλιοφιλικές σελίδες στο Facebook, μια ολόκληρη κοινότητα βιβλιόφιλων στον κόσμο του Instagram (το Bookstagram) και άλλη μια στο YouTube (το BookTube). Την ίδια ώρα, ιστοσελίδες όπως το Goodreads συγκεντρώνουν εκατομμύρια κριτικές για εκατομμύρια τίτλους της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Τα νέα μέσα έχουν τα δικά τους χαρακτηριστικά και δεν θα κάναμε άσχημα να τα λαμβάναμε υπόψη: Η πρόσβαση είναι δωρεάν και εύκολη. Υπάρχει η επιλογή τής διάδρασης. Γράφει σε αυτά όποια/ος θέλει, χωρίς να προϋποτίθεται κάποια έγκριση· και επίσης: χωρίς να χρειάζεται να είναι (βλ.: να δηλώνει) ειδική/ός. Αν δεχτούμε πως χρησιμοποιούνται κυρίως από νέες και νέους, μπορούμε να υποθέσουμε πως λόγο για το βιβλίο έχουν σήμερα ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι που δεν περίμεναν να αναγνωριστούν (από ποιον αλήθεια;), να καθιερωθούν (;), για να αποκτήσουν το θάρρος της γνώμης (εκπαιδευτήρια κριτικών, θυμίζω, δεν υπάρχουν). Αυτό σημαίνει μια μετατόπιση· μακάρι και τη σταδιακή κατάρριψη της λεγόμενης «αυθεντίας».
Ανοιχτότητα, ανεξαρτησία, πολυφωνία. Πολύ καλά αυτά, αλλά τι άλλο φέρνουν τα νέα μέσα; Αρνητικές κριτικές που μετά από μια επίπληξη εξαφανίζονται· διαδικτυακές φιλίες που μετά από μια αρνητική κριτική εξαφανίζονται επίσης· ανθρώπους που εμφανίζονται ως αξιολογητές ενός και μοναδικού βιβλίου, το οποίο βρίσκουν θαυμάσιο επειδή είναι το δικό τους βιβλίο, και μετά εξαφανίζονται και αυτοί.
Λέγεται όμως, είπαμε, πως λείπει σήμερα η λογοτεχνική κριτική. Πιθανόν με αυτό να εννοείται πως δεν ικανοποιεί η κριτική που ασκείται. Πως πολλά από τα παραπάνω, οι αναρτήσεις στο διαδίκτυο, οι φωτογραφίες του Bookstagram, τα βίντεο του BookTube, τα αστεράκια του Goodreads, δεν αποτελούν (ουσιαστική) κριτική, παρουσιάζουν το πολύ πολύ το εκάστοτε βιβλίο, όπως θα παρουσίαζαν (βλ. ίσως: διαφήμιζαν) ένα οποιοδήποτε προϊόν. Θα συμφωνήσουμε όμως, φαντάζομαι, πως για να πούμε τι δεν είναι κριτική, χρειάζεται πρώτα να καταλήξουμε ως προς το τι είναι κριτική. Ή, τέλος πάντων, για να μην αρχίσουμε με τους ορισμούς, που δεν είναι και εύκολο πράγμα, να αναλογιστούμε τι είναι αυτό που περιμένουμε κάθε φορά από την κριτική. Για να διαπιστώσουμε πρώτα από όλα πως δεν περιμένουμε όλες και όλοι το ίδιο, βιάζομαι να προσθέσω.
Προσωπικά, ως αναγνώστρια, θα περίμενα εποπτεία, νηφαλιότητα και πειθώ να έχει η/ο κριτικός. Να είναι πάντα βέβαιη/ος πως έχει κάτι να πει, πριν (αποφασίσει να) το πει. Να στηρίζει τη γνώμη της/ου και να μην ξεχνάει πως αυτό που εκφράζει είναι ακριβώς η γνώμη της/ου· ιδανικά μια καλά τεκμηριωμένη γνώμη –μια γνώμη πάντως. Αντιθέτως, δεν περιμένω από την/ον κριτικό: να γνωρίζει προσωπικά τις/ους συγγραφείς για των οποίων τα βιβλία γράφει· να έχει τη βούλα ή/και τον αέρα της/ου ειδικής/ού· να μου κουνάει το δάχτυλο· να έχει τη βλέψη να καθορίσει τον λογοτεχνικό κανόνα· να συμφωνεί με τις/ους άλλες/ους (κριτικούς).
Αυτά όλα τα περιμένω (και δεν τα περιμένω, αντίστοιχα) και από μένα την ίδια, όταν γράφω καμιά φορά για τα βιβλία των άλλων, πράγμα που κάνω, πρέπει να πω, χωρίς ελαφρότητα μεν (αυτό το ελπίζω) αλλά και δίχως την αξίωση να με λέγουν κριτικό (αυτό το γνωρίζω). Με απασχολούν μάλιστα και ένα δυο πράγματα ακόμα. Σε ένα βιβλίο που μου φαίνεται καλό να μπορώ να εντοπίσω έστω-ένα-κάτι-αρνητικό (ασχέτως αν θελήσω να το μοιραστώ, μου φτάνει να το βρω)· και αντιστρόφως: να μπορώ να δω κάτι καλό σε ένα βιβλίο που μου φαίνεται κακό. Κάνω επίσης ένα τεστ με δαχτυλίδι που κρατάει από έναν Γύγη. Το τεστ μού επιβάλλει να σταθώ μπροστά από καθρέφτη και να ερωτηθώ τι θα έγραφα αν δεν υπήρχε περίπτωση ποτέ να μαθευτεί πως το έγραψα εγώ.
Θα πάρω το, ελάχιστο είναι η αλήθεια, ρίσκο να υποθέσω πως δεν ταυτίζονται τα θέλω μας, δεν έχουμε όλες και όλοι τις ίδιες προσδοκίες, ούτε τους ίδιους καημούς. Και θα θεωρήσω πως είναι η ώρα να ειπωθεί και αυτό: Η κάθε αναγνώστρια, ο κάθε αναγνώστης καλείται να κάνει τις επιλογές της/ου –και ευτυχώς. Να επιλέξει τόσο ποιο/α μέσο/α την/ον εξυπηρετεί όσο και ποιες/ους κριτικούς θέλει να παρακολουθεί· γιατί την επιλέγουμε την κριτική, περίπου όπως επιλέγουμε τη λογοτεχνική γραφή.
Ως προς το μέσο, χαρακτηριστικά που μπορεί να επηρεάσουν την κρίση μας είναι ενδεικτικά τα εξής: Τα έντυπα λογοτεχνικά περιοδικά κοστίζουν· και κυκλοφορούν μια φορά στους τόσους μήνες. Οι βιβλιοφιλικές περιδιαβάσεις στο Facebook και το Instagram προϋποθέτουν να διαθέτουμε τον δικό μας λογαριασμό· και να περνάμε έξτρα χρόνο στην οθόνη (πράγμα που ισχύει φυσικά και για το ΒοοkTube). Το Goodreads μπορεί να φαντάζει σαχλό με τα αστεράκια του· δεν εξαντλείται όμως στα αστεράκια του. Φιλοξενεί πολλών ειδών κρίσεις, προσεγγίσεις, τοποθετήσεις, πράγμα που μεταθέτει τη συζήτηση από το μέσο στο είδος της κριτικής (διαβάστε, αν προτιμάτε: «κριτικής»).
Ενδεικτικά (αναγκαστικά) και πάλι: Αν έχετε βαρεθεί τα επαινετικά λόγια και αυτό που σας λείπει είναι οι αντιρρήσεις, οι απορρίψεις, (ακόμα και) οι επιθέσεις, τα νέα μέσα θα σας προσφέρουν πολλές τέτοιες, συχνά ψευδυπόγραφες. Κατά τη γνώμη μου η απόκρυψη της ταυτότητας (που δεν είναι βέβαια καινούργια τακτική) δεν καθιστά λιγότερο αξιόπιστη την κριτική, αλλά μπορεί κανείς κάλλιστα να διαφωνεί. Αν ζητούμενο είναι ο εμπεριστατωμένος λόγος, νομίζω πως, με λίγο ψάξιμο και κάποια επιμονή (γιατί και η κριτική στις εφημερίδες δεν είναι βέβαια πάντα υποδειγματική), θα τον βρούμε και εδώ και εκεί.
Κάθομαι, το σκέφτομαι, κάνω την έρευνά μου. Από εδώ που κοιτάω εγώ, κριτική υπάρχει, δεν διαπιστώνω την απουσία της. Πολύ μεγάλη λογοτεχνική παραγωγή υπάρχει επίσης. Δεν το βλέπω εφικτό να τα προλάβει όλα ένα (οσοδήποτε ασκημένο) μάτι κριτικό. Ίσως ενίοτε να μας απογοητεύει κάτι τόσο απλό όσο αυτό. Προσεγγίζοντας την απλότητα, και κανένα σύνθημα μπορεί να πάρει το αυτί μας («γράψε μία λέξη και για με, κριτικέ, κριτικέ»), και κανένα παιχνίδι το μάτι μας («τσέπες, ταμεία, βραβεία, αριστεία»). Όμως, εντάξει: Μόλις κάνουμε δυο βήματα πίσω, μοιάζουν πάλι όλα απλά.