Μιχάλης Μακρόπουλος

Για την Τασία Βενέτη

Οι αναμνήσεις από το χωριό, τα παιδικά χρόνια, οι αφηγήσεις παλαιοτέρων, δεν είναι λογοτεχνία. Μπορεί να είναι ως και πολύτιμες, σίγουρα γι’ αυτόν που τις γράφει, για τους γύρω του επίσης, για μια κοινότητα ꟷ αλλά, ακόμα και καλογραμμένες, τελικά δεν είναι παρά καταγραφές. Η λογοτεχνία ξεκινά εκεί που παύει η μνήμη κι αρχίζει η επινόηση. Εκεί που το συμβάν γίνεται ποίηση κι ο συγγραφέας προβάλλει όχι ως φερέφωνο μιας οικογενειακής ή κοινοτικής, συλλογικής μνήμης, αλλά ως ξεχωριστή φωνή, μιλώντας τώρα για ένα κρυφό κέντρο στον ίδιο, μέσ’ από γεγονότα που βίωσε ή του τα διηγήθηκαν.

Ένας απλός αφηγητής, «φορέας» ιστοριών, θα ’λεγε πως η γιαγιά σε μια ιστορία έκοβε το ψωμί. Αν πει όμως: «Πώς μου άρεσε ο τρόπος που έκοβε το ψωμί, σαν να αγκάλιαζε κάποιον πάνω στην καρδιά της και του ’παιρνε τη ζωή…» ꟷ τότε, για τι ακριβώς πράγμα μιλάει; Θα ’λεγε ότι παιδιά φορούν τα ρολόγια που τους δώρισαν, αν όμως πει: «Τα φορέσαμε στο χέρι, κι ήταν σαν να θηλυκώναμε απάνω στο σφυγμό μας την προσμονή» ꟷ τότε, αγγίζει κάτι κρυφό. Θα ’λεγε για μια νύφη, πως πήγαινε καβάλα στο άλογο ꟷ θα έλεγε όμως «στο άλογο με ένα σκουτί στην πλάτη, πήγαινε κρυσταλλιασμένη – βανίλια στο νερόχιονο»; Όχι. Για να το πει, πρέπει η εικόνα να αντηχήσει μέσα στον αφηγητή, και στο χαρτί να μεταφερθεί ο ψυχικός αντίλαλός της ꟷ και να μην είναι πια αφηγητής απλώς, μα συγγραφέας.

Η Τασία Βενέτη είχε αυτό το χάρισμα. Χωρίς η ίδια να νιώθει συγγραφέας, ήταν ερήμην της, σε πείσμα της άρνησής της να θεωρηθεί τέτοια. Οι πιο πάνω φράσεις είναι παρμένες από τη μόνη συλλογή από διηγήματα που εξέδωσε, με τίτλο Του χιονιού, στις εκδόσεις Το Ροδακιό. Είχε άλλα τόσα, θαυμάσια όσο αυτά που εκδόθηκαν ꟷ και μολοντούτο δεν τα έβγαλε σε βιβλίο γιατί «δεν ήθελε να ’ναι συγγραφέας». Κι ας μην το ήθελε, ήταν μολοντούτο.

Τώρα που η ίδια μας άφησε, θα άξιζε σε πείσμα της άρνησής της αυτά τα διηγήματα να εκδοθούν.

Από του Χιονιού, να ένα σύντομο, με τίτλο «Εδώ κοιτάξτε». Η ποιητική λιτότητά του μοιάζει με καταστάλαγμα μιας λογοτεχνικής πορείας που ποιος ξέρει πώς συντελέστηκε, ακατάγραφη στο χαρτί ως την έκδοση αυτής της μίας και μόνης συλλογής:

Στη φωτογραφία είναι κόσμος συνωστισμένος. Δείχνουν να βρίσκονται σε αντράλα. Οι περισσότεροι άντρες, νέοι, αγριεμένοι. Στη μέση – στα χέρια σηκωμένο ψηλά – κρατούν το φέρετρο, σαν να το επιδεικνύουν… Εδώ κοιτάξτε… Σαν να επιδεικνύονται κι οι ίδιοι κοιτώντας στο φακό… Εμάς κοιτάξτε.

Ο νεκρός μοιάζει πολύ με τους ζωντανούς. Είναι κι αυτός νέος. Φοράει κι αυτός άσπρο πουκάμισο, σκούρο παντελόνι, τα μοναδικά του παπούτσια. Έχει κι αυτός τα μάγουλα σωμένα, όπως οι ζωντανοί! Μόνο που έχει τα μάτια κλειστά κι έτσι δε μοιάζουν με τρύπες που αντιφεγγίζουν την κόλαση.

«…Ένας λεβέντης, ένας ομορφάντρας… Νιάτα! Είχε πεθάνει από φυματίωση… λίγο πριν από τον πόλεμο. Ήτανε ο μικρός μας ο αδερφός…», πρόσθεσε τρυφερά η γιαγιά κι έσπρωξε τη φωτογραφία στη χαρτοσακούλα μαζί με τις άλλες.

Κύλιση στην κορυφή