Ζωγραφική: Λήδα Κοντογιαννοπούλου

Νίκος Καζάζης

Για το «Στο σπίτι των ονείρων» της Κάρμεν Μαρία Ματσάδο

Κάρμεν Μαρία Ματσάδο, Στο σπίτι των ονείρων, μτφρ. Άγγελος Αγγελίδης – Μαρία Αγγελίδου, εκδ. Αντίποδες, Αθήνα 2022.

Το έργο Στο σπίτι των ονείρων (2019) είναι το δεύτερο βιβλίο της Κάρμεν Μαρία Ματσάδο, μετά τη συλλογή διηγημάτων Her body and other parties (2017), η οποία της χάρισε σημαντικά βραβεία και χαρακτηρίστηκε από τους New York Times «ως ένα από τα 15 αξιοσημείωτα βιβλία γυναικών που καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο διαβάζουμε και γράφουμε τη λογοτεχνία του 21ου αιώνα». Στο Σπίτι των ονείρων παρουσιάζεται η κοινή ζωή της συγγραφέα με τη σύντροφό της, έτσι όπως εξελίχθηκε από μια παθιασμένη ερωτική σχέση, γεμάτη κατανόηση και διάθεση μοιράσματος, σε μια σχέση νοσηρή και κακοποιητική. Η ίδια η Ματσάδο προσδιορίζει εξαρχής τη γραμματολογική ταυτότητα του Σπιτιού των ονείρων, χαρακτηρίζοντάς το ως απομνημονεύματα, αλλά η φράση της εικαστικού Λουίζ Μπουρζουά, που προτάσσεται του κύριου σώματος του βιβλίου ως μότο, είναι δηλωτική του τρόπου με τον οποίο αποφάσισε να διαχειριστεί το υλικό της: «Στοιβάζεις στο μυαλό σου συνειρμούς και συνάψεις όπως στοιβάζεις τούβλα. Η ίδια η μνήμη είναι μια μορφή αρχιτεκτονικής». Κι αν, όπως έλεγε ο Φρανκ Λόιντ Ράιτ, «φτιάχνουμε τα κτίριά μας και ύστερα φτιάχνουν αυτά εμάς», έτσι και η αρχιτεκτονική αφήγηση της προσωπικής εμπειρίας της Ματσάδο έχει ως στόχο να οδηγήσει την ίδια (αλλά και τους αναγνώστες τού βιβλίου) σε μια επανανάγνωση των γεγονότων, πλουτίζοντας τη ματιά με την οποία τα αντικρίζουμε.

Ένα από τα βασικά ζητήματα, κατά τη γνώμη μου, που εγείρεται τα τελευταία χρόνια με την άνθηση της αυτομυθοπλαστικής γραφής, (εννοώ ως πρόδηλης έκθεσης του ιδιωτικού βίου, γιατί προφανώς το μπόλιασμα της μυθοπλασίας με τα προσωπικά βιώματα ενός συγγραφέα δεν είναι σύγχρονη επινόηση), είναι το εάν (και πώς) η εστίαση στην ατομική μοίρα μπορεί να συναντήσει τις συλλογικές αναζητήσεις ή –κάτι ακόμα πιο ενδιαφέρον– εάν (και πώς) μια αφήγηση που επιχειρεί να καταγράψει κάτι αμιγώς προσωπικό μπορεί να αποκτήσει λογοτεχνικότητα. Ο κίνδυνος που ανέφερε η Δήμητρα Λουκά στο άρθρο της με τίτλο «Η λογοτεχνία ως επινόηση του προσωπικού βιώματος», στο προηγούμενο τεύχος του περιοδικού Φρέαρ είναι υπαρκτός: «Η αγωνιώδης προσπάθεια της καταγραφής ενός βιώματος για την κοινοποίησή του στο αναγνωστικό κοινό, είναι πολύ πιθανό να συναντήσει την αδιαφορία, να αποδυναμώσει τη συγκίνηση, να οδηγήσει κοντολογίς στην παραγωγή ενός λογοτεχνικού κειμένου που θα πέσει σύντομα στη λήθη». Ο τρόπος με τον οποίο στάθηκε αντίκρυ σε όλα αυτά τα ενδεχόμενα η Ματσάδο καθρεφτίζει όχι απλώς ένα συγγραφικό ταλέντο αλλά και τη σκληρή δουλειά που χρειάζεται ένα πρωτογενές υλικό –όσο πλούσιο και συναισθηματικά φορτισμένο κι αν είναι– για να αναχθεί σε τέχνη.

«Τα απομνημονεύματα», γράφει η Ματσάδο στον πρόλογο του βιβλίου, «είναι στον πυρήνα τους μια πράξη αναβίωσης. Οι συγγραφείς τους ανα-δημιουργούν το παρελθόν, γράφουν εκ νέου έναν διάλογο. Αποσπούν νόημα από γεγονότα, που είχαν μείνει για καιρό αφανή. Πλέκουν τη μνήμη, το δοκίμιο, το γεγονός και τη δική τους αντίληψη όλα μαζί, τα κάνουν κουβάρι, τα ζυμώνουν, τα πλάθουν. Χειρίζονται το χρόνο∙ ανασταίνουν τους νεκρούς. Ξαναδίνουν το αναγκαίο πλαίσιο στον εαυτό τους αλλά και σε άλλους». Η δυσκολία βέβαια διαχείρισης του υλικού από τη Ματσάδο δεν πήγαζε μόνο από τη δυσκολία επανασυγκρότησης ενός επώδυνου παρελθόντος, αλλά και από το γεγονός ότι η ενδοοικογενειακή κακοποίηση μεταξύ συντρόφων του ιδίου φύλου, όσο κι αν δεν είναι αδύνατη ή ασυνήθιστη, δεν έχει το εύρος των καταγραφών σε αφηγηματικά πλαίσια που θα της επέτρεπε να αποκτήσει τη δική της γλώσσα. Η βία στη σχέση ανάμεσα σε δύο γυναίκες περνά συχνά απαρατήρητη, γιατί έχει επικρατήσει η ψευδαίσθηση της αυτονόητης ισότητας και αμοιβαιότητας. Γι’ αυτό και είναι ένα θέμα που καλύπτεται από «αρχειακή σιωπή», που παραμένει απόν από τις συλλογικές μας ιστορίες, ή όπως λέει η ίδια η Ματσάδο «τα τεκμήρια δεν φτάνουν ποτέ στα αρχεία –δεν θεωρούνται αρκετά σημαντικά για να καταγραφούν, ή ακόμη κι αν γίνει αυτό, δεν θεωρούνται αρκετά σημαντικά για να διατηρηθούν». Λείπουν επομένως τα αφηγηματικά μοτίβα και χρειάζεται να επινοηθεί μια καινούργια γλώσσα, ένας τρόπος για να αποκτήσει φωνή μια τέτοια εμπειρία.

Η ανάπλαση του βιωματικού της υλικού βασίστηκε, όπως έχει αναφέρει και η ίδια,[1] στη συνομιλία με δύο τυπολογίες, το γραμματολογικό είδος και την αφηγηματική φόρμα. Ισορροπώντας περίτεχνα ανάμεσα στην εντύπωση της έκθεσης του προσωπικού και στη διασφάλιση της απόστασης από αυτό, περιβάλλει έναν εντυπωσιακό συναισθηματικό και στοχαστικό πλούτο, με την πρόθεση της αρχειακής ενσωμάτωσης και της ανθρωπολογικής έρευνας. Χρησιμοποιεί σχολιαστικές υποσημειώσεις, παρένθετα κεφάλαια που μιλούν για την κουήρ κοινότητα, και πλήθος παραπομπές στο Motif-Index of Folk-Literature του Στιθ Τόμπσον, αναπέμποντας σε καταγεγραμμένα αφηγηματικά μοτίβα, που συνομιλούν με τη δική της προσωπική ιστορία, συμπληρώνοντας έτσι τις υπάρχουσες καταγραφές και αποδεικνύοντας τη φράση του Στάινερ, πως «ό,τι δεν συλλαμβάνεται ως έννοια, δεν μπορεί να ειπωθεί∙ ό,τι δεν μπορεί να ειπωθεί, δεν μπορεί να υπάρχει».[2] Όλα αυτά τα τεχνάσματα της ανοικείωσης ακυρώνουν τελικά τον δεσποτισμό της αυτοβιογραφικής αναπαράστασης και επιτρέπουν τις μετατοπίσεις μέσα στον χρόνο, τις μυθοπλαστικές κατασκευές και τα πραγματικά γεγονότα, με τέτοιο τρόπο ώστε κάθε προσωπική αναφορά να υπερβαίνει τον ατομικό κλοιό της.

Το σπίτι ως σύνηθες αφηγηματικό πλαίσιο του προσωπικού βιώματος, σύμβολο συχνά ασφάλειας και ονείρων, παίρνει ποικίλες μορφές σε καθένα από τα κεφάλαια του βιβλίου, «ως ουτοπία», «ως ερωτογράφημα», «ως δημιουργία ενός κόσμου», «ως άνθρωπος εναντίον εαυτού», κ.λπ. «Άλλωστε», γράφει η Ματσάδο, «οι τόποι δεν είναι ποτέ μόνο τόποι σε ένα γραπτό. Αν είναι μόνο τόποι, τότε η συγγραφέας έχει αποτύχει. Το σκηνικό δεν είναι αδρανές. Ενεργοποιείται με την οπτική γωνία του καθενός». Αυτή η ανανοηματοδότηση του οικείου, παράλληλα με την εναλλαγή των ρηματικών προσώπων, επιτρέπει στη συγγραφέα να αναδιηγηθεί την κακοποίηση που υπέστη από τη σύντροφό της, όχι μόνο ως συμβάν αλλά και ως εκφραστική σύμβαση αναστοχασμού, όπως στο παρακάτω κεφάλαιο:

ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ ΩΣ DÉJÀ VU

Λέει ότι σ’ αγαπάει. Λέει ότι βλέπει τα κρυφά κι απίστευτα χαρίσματά σου. Λέει ότι γι’ αυτήν είσαι η μία και μοναδική, σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Λέει ότι σε εμπιστεύεται. Λέει ότι θέλει να σε προστατεύσει. Λέει ότι θέλει να γεράσει μαζί σου. Λέει ότι σε θεωρεί όμορφη. Λέει ότι σε θεωρεί σέξι. Μερικές φορές βρίσκεις στο κινητό σου ένα δικό της μήνυμα, μήνυμα παράξενα διφορούμενο, και νιώθεις ένα κύμα αγωνίας να πλημμυρίζει τα πνευμόνια σου. Μερικές φορές την πιάνεις να σε κοιτάζει και νιώθεις το βλέμμα της να σε ελέγχει εξονυχιστικά, σε τέτοιο έλεγχο δεν υποβάλλεται άλλος κανένας στον κόσμο.

Υπάρχει μια φράση της Λουίζ Γκλικ, που αναφέρεται στην ποίηση αλλά βρίσκει, θεωρώ, την ιδανική της εφαρμογή και στο συγκεκριμένο βιβλίο της Ματσάδο: «Ο ποιητής, γράφοντας, είναι βουτηγμένος στο υλικό του και συγχρόνως απαλλαγμένος από αυτό: η προσωπική περίσταση μπορεί να παρακινεί σε τέχνη, αλλά η πραγματική δημιουργία της τέχνης εκδικείται την περίσταση».[3] Αυτή την «εκδίκηση της περίστασης» επιδιώκει και η Ματσάδο με τη σύνθεσή της, αυτήν υπηρετεί και η θραύση της αφηγηματικής ακολουθίας που επιτυγχάνει σε σημεία του βιβλίου, όπου η ανάγνωση αποκτά κι έναν παιγνιώδη διαδραστικό χαρακτήρα: «Αν κάνεις αυτό που σου λέει, πήγαινε στη σ. … / Αν της λες να το μαζέψει μόνη της, πήγαινε στη σ. …». Μας το εξομολογείται, μάλιστα, και η ίδια σε ένα από τα κεφάλαια του βιβλίου: «Τα επόμενα λίγα χρόνια της καριέρας σου θα τα περάσεις επινοώντας μπερδεμένες δικαιολογίες για τη δομή των ιστοριών που έγραφες τότε –και θα εξηγείς τις δικαιολογίες αυτές σε νεαρούς αναγνώστες σου σε αμφιθέατρα και βιβλιοπωλεία∙ μια φορά μάλιστα στην επιτροπή που έκρινε τη μονιμοποίησή σου στο πανεπιστήμιο. Τους λες: “Αν αφηγείσαι τις ιστορίες σου μόνο με έναν τρόπο, χάνεις το νόημά τους”. Σου είναι αδύνατον να πεις αυτό που στ’ αλήθεια σκέφτεσαι: Έσπασα τις ιστορίες σε κομμάτια, επειδή ήμουν κι εγώ κομμάτια και δεν ήξερα τι άλλο να κάνω».

Η ανθρώπινη φύση και η τρωτότητά της γίνονται έτσι ο τόπος συνάντησης της αυτοβιογράφησης μιας επώδυνης λεσβιακής σχέσης με τη συλλογική συνείδηση. «Δεν είναι ακραίο», γράφει η Ματσάδο, «να πει κανείς ότι οι άνθρωποι που ζουν στο περιθώριο οφείλουν να είναι καλύτεροι απ’ αυτούς που βρίσκονται στον ασφαλή χώρο της συμβατικότητας: οφείλουν να αποδείξουν τα διπλάσια. Όταν θέλεις να δουν οι άνθρωποι ότι είσαι κι εσύ άνθρωπος, τους δείχνεις ακριβώς αυτό: ότι είσαι άνθρωπος. Δείχνεις τη θεμελιωδώς προβληματική σου φύση. Όλους τους μοναδικούς και φρικτούς τρόπους με τους οποίους οι άνθρωποι μπορούν να τα κάνουν μαντάρα∙ και τα κάνουν». Αυτό το συλλογικό «εγώ κι εσύ» επικαλείται η Ματσάδο με την αφήγησή της, για αυτή την κοινή ανθρώπινη μοίρα μιλάει, τη σημαδεμένη από λάθη και πόνο. Κι αν «είμαστε πλασμένοι για το σκοτάδι», όπως έγραφε ο Σαίξπηρ,[4] μόνο στον χρόνο εναποθέτουμε τις ελπίδες μας, όχι γιατί παραγράφει το παρελθόν, αλλά γιατί επιτρέπει την επιστροφή σε αυτό μέσα από την ασφάλεια της απόστασης. Κάπως έτσι επιχειρεί να ερμηνεύσει η ίδια η Ματσάδο και την αμφιθυμία της νοσταλγίας, τη γλυκόπικρη αίσθηση που βιώνει κανείς όταν επιχειρεί να ανακαλέσει το παρελθόν:

Νοσταλγία (ουσιαστικό)

1. Η ενοχλητική αίσθηση πως δεν θα έχεις ποτέ πλήρη πρόσβαση στο παρελθόν∙ πως άπαξ και προσπεράσεις, άπαξ και απομακρυνθείς από ένα περιστατικό, ένα ουσιαστικό κομμάτι του θα χαθεί για πάντα.

2. Μια υπενθύμιση να θυμάσαι: Απλώς και μόνο επειδή η ένταση της θλίψης έχει μαλακώσει δεν θα πει ότι κάποτε δεν ήταν τρομερή. Θα πει μόνο ότι ο χώρος και ο χρόνος, πλάσματα με απέραντη χωρητικότητα, κατανόηση και στοργή, έχουν μπει ανάμεσά σας και σε προστατεύουν, ενώ κάποτε δεν το μπορούσαν.

Αυτό το τολμηρό εξομολογητικό έργο της Ματσάδο που σχοινοβατεί μεταξύ του αιχμηρού στοχασμού και της χαμηλόφωνης συναισθηματικότητας ευτύχησε να μεταφραστεί με ιδανικό τρόπο από τη Μαρία Αγγελίδου και τον Άγγελο Αγγελίδη. Το υπέροχο κείμενο που μας παρέδωσαν δεν αφουγκράζεται απλώς κάθε νύξη και τριγμό της αφηγηματικής φωνής, κατορθώνει, παράλληλα, να ανασυστήσει όλη την πλούσια εικονοποιΐα της γραφής, και κάθε πτυχή αυτής της ζωντανής και πρωτότυπης σύνθεσης. Chapeau!


[1]. Link

[2]. Τζωρτζ Στάινερ, Περί θανάτου, μτφρ. Σεραφείμ Βελέντζας, Αθήνα: Αντίποδες, 2023, σ. 13.

[3]. Λουίζ Γκλικ, Αποδείξεις και θεωρίες. Δοκίμια για την ποίηση, μτφρ. Γ. Λαμπράκος, Αθήνα: Στερέωμα, 2023, σ. 50.

[4]. Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, Αντώνιος και Κλεοπάτρα, 5η Πράξη.

«το να θέλει να είναι κανείς άνθρωπος σημαίνει
να επιδιώκει συνέχεια τη συναναστροφή
μιας αξίας που του είναι ξένη»
Scroll to Top