Νικολάι Έρντμαν, Ο αυτόχειρ!, σκηνοθεσία Γιώργος Παπαγεωργίου, Εθνικό Θέατρο (Θέατρο Rex – Σκηνή «Μαρίκα Κοτοπούλη»)
Γράφτηκε το 1928, έντεκα χρόνια μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση. Ήταν μόλις το δεύτερο έργο του νεαρού και ταχύτατα ανερχόμενου Ρώσου σατιρικού συγγραφέα Νικολάι Ρομπέρτοβιτς Έρντμαν. Μόλις το παίρνουν στα χέρια τους οι δύο μεγαλύτεροι θίασοι της εποχής, το θέατρο Τέχνης του Κονσταντίν Στανισλάφσκι και ο θίασος του Βσεβολόντ Μέγιερχολντ αρχίζουν αμέσως πρόβες σε ένα άτυπο μεταξύ τους ανταγωνισμό για το ποιος θα το παρουσιάσει καλύτερα. Λίγες μέρες πριν την επίσημη πρεμιέρα, πραγματοποιείται στο θέατρο του Μέγιερχολντ μία κλειστή παράσταση αποκλειστικά για ανώτερους Σοβιετικούς αξιωματούχους. Στο τέλος της βραδιάς, ο Λαζάρ Καγκάνοβιτς, στενός συνεργάτης του Στάλιν και επικεφαλής της επιτροπής λογοκρισίας, λέει στον Μέγιερχολντ: «Δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος να συνεχίσετε τις πρόβες». Το ανέβασμα ακυρώνεται και ο Έρντμαν συλλαμβάνεται και εξορίζεται στη Σιβηρία. Δεν έγραψε θέατρο ποτέ ξανά. Μετά τον θάνατο του Στάλιν, ωστόσο, αποπειράται επανειλημμένα να φέρει το έργο στη σκηνή, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Θα περάσουν δεκαετίες μέχρι να παιχτεί για πρώτη φορά στη Σουηδία, το 1968. Λέγεται ότι ο Έρντμαν, που βρισκόταν κοντά στο τέλος της ζωής του, έμεινε όλη τη νύχτα ξάγρυπνος στο τηλέφωνο περιμένοντας να μάθει ποια ήταν η ανταπόκριση του κοινού.
Ο λόγος για τον Αυτόχειρα (αγγλικός τίτλος: Τhe suicide), μία από τις μεγάλες πολιτικές φάρσες του 20ού αι. Παίρνοντας το νήμα από άλλα εμβληματικά κείμενα της ρωσικής δραματουργίας, όπως ο Επιθεωρητής του Γκόγκολ, το κείμενο του Έρντμαν εμβαθύνει με ευθυκρισία και σοκαριστική ειλικρίνεια στα αδιέξοδα της μετεπαναστατικής Ρωσίας, σατιρίζοντας πανέξυπνα το καθεστώς και τις συνέπειές του στη ρωσική κοινωνία, άλλοτε με χιούμορ καυστικό, άλλοτε με εύστοχες αλληγορίες κι άλλοτε με ρεαλισμό αφοπλιστικό, μέσα από το εμπνευσμένο συγγραφικό εύρημα μιας υποθετικής αυτοχειρίας. Και παρ’ όλο που αποτελεί «ηθογραφία» μιας άλλης εποχής, καθώς οι αξίες που διαπραγματεύεται παραμένουν διαχρονικές, η επιλογή του Εθνικού θεάτρου της χώρας μας να το ανεβάσει φέτος την άνοιξη κάθε άλλο παρά ανεπίκαιρη μπορεί να χαρακτηριστεί.
Κεντρικός ήρωας ένας απελπισμένος άνεργος (Μανώλης Μαυροματάκης) και ο στενός περίγυρός του, η γυναίκα (Αγορίτσα Οικονόμου) και η πεθερά του (Ναταλία Τσαλίκη). Η ανέχεια και τα αδιέξοδα που βιώνει δίνουν παραπλανητικά την εντύπωση ότι πρόκειται να αυτοκτονήσει, μια απόφαση που ουδέποτε έλαβε αλλά ως ιδέα φαντάζει για πολλούς «ελκυστική» και θα φέρει απρόσμενες ανατροπές στη ζωή του. Θα τον προσεγγίσουν απίθανοι εκπρόσωποι της διανόησης, του εμπορίου, της τέχνης, της εκκλησίας, αλλά και μεμονωμένοι, σε προσωπικό επίπεδο, ο καθένας με τη δική του ξεχωριστή ατζέντα, προσπαθώντας να τον πείσουν για τον ηρωισμό, την αίγλη, τη σπουδαιότητα της αυτοχειρίας του. Όλοι θέλουν να την καπηλευτούν για τους δικούς τους, ιδιοτελείς σκοπούς, σε μια ανήθικη, κωμικοτραγική δοσοληψία. Ο ίδιος πελαγωμένος, φλερτάρει πλέον με την ιδέα του «σημαντικού» θανάτου του σε σχέση με την «ασήμαντη» ζωή του.
Στο πρόσωπο του άνεργου, τεμπέλη Σεμιόν ο Έρντμαν απορρίπτει με γνήσιο θάρρος τη σοβιετική ουτοπία. Ο πρωταγωνιστικός ρόλος είναι μία κωμικοτραγική παρωδία ενός τυπικού Ρώσου αντιήρωα, μίας οντότητας της οποίας η ζωή είναι τόσο άθλια, ώστε η αυτοχειρία φαντάζει ως η μοναδική λύση. Ανταποκρινόμενος στο θετικό μοντέλο του υπερήρωα άλλων, προγενέστερων ρομαντικών εποχών, αφουγκράζεται μέσα του την ανάγκη για μεγαλόπνοες πράξεις, αδυνατεί όμως να αρθεί στο ύψος το απαραίτητο για να τις πραγματοποιήσει. Εξήντα χρόνια μετά τον Ρασκόλνικοφ, στα ρωσικά γράμματα εμφανίζεται ένας ακόμη ήρωας που οραματίζεται έναν ουτοπικό κόσμο αλλά τελικά φλερτάρει με τον νιχιλισμό. Μπορεί να μην είναι ο υπεράνθρωπος ήρωας του Ντοστογιέφσκι, ωστόσο πιστεύει κι αυτός ότι μπορεί να επιδοθεί σε μεγαλειώδεις πράξεις και πως αν του δοθεί η ευκαιρία μπορεί να αποδείξει την εξαιρετικότητά του. Κι αν στην πρώτη μετεπαναστατική δεκαετία η πίστη στο πρότυπο του υπερανθρώπου έχει ασφαλώς ατονίσει, η απελπιστική όμως κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει ο μεγάλος όγκος των Ρώσων έχει παραμείνει.
Η παράσταση του Γιώργου Παπαγεωργίου χειρίζεται ευφυώς το κείμενο του Έρντμαν, δεν λειαίνει την ανατρεπτική του σάτιρα, αντιθέτως την υπερτονίζει πληθωριστικά, συνεπικουρούμενη από το λειτουργικότατο σκηνικό και τα κουστούμια του Πάρι Μέξη. Οι πρωταγωνιστές παραβιάζουν από την αρχή μέχρι το τέλος τη λογική του αρμονικού σώματος, μεγεθύνουν τις κινήσεις και τις εκφράσεις τους, οδηγούνται σε εξπρεσιονιστικά σχήματα, ώστε να υπηρετήσουν την αισθητική της καρικατούρας, του αλλοιωμένου και –φυσικά– του γελοίου. Ούτε ένα λεπτό δεν περισσεύει από την παράσταση του Παπαγεωργίου. Ούτε μία, ούτε και η πιο αδιόρατη κίνηση των ηθοποιών δεν είναι αφρόντιστη, τυχαία. Όλα συνθέτουν ένα καλοσκηνοθετημένο πανηγύρι, λίγο bollywood, λίγο Ο βιολιστής στη στέγη, λίγο μπουλβάρ, που στροβιλίζεται στη σκηνή του θεάτρου Ρεξ προκαλώντας τα ηχηρά γέλια του κοινού.
Ξεχωριστή αναφορά στον Μανώλη Μαυροματάκη για τις στιγμές εκείνες που ξεγυμνώνεται συναισθηματικά, για τις διακυμάνσεις στη φωνή του, για τη σκηνή του φινάλε, γιατί είναι πάντα ο άξιος μικρόσωμος πρωταγωνιστής που γεμίζει και την πιο μεγάλη σκηνή. Ο Σεμιόν του αποτελεί μία εξαιρετική μορφή-σύμβολο της παρακμής, στην οποία δυστυχώς θα φτάνουν πάντοτε οι άνθρωποι. Του 1864, του 1928, του 2022.
Από 23.03.2022 έως 15.05.2022