Αμαλία Μουστάκη

Για τον Μπομπ Γουίλσον (1941-2025)

Ήταν πολύ ψηλός, κομψά ντυμένος, με εντυπωσιακά χλωμό δέρμα. Όταν τον συνάντησα στην πρεμιέρα της Οδύσσειας που σκηνοθέτησε για το Εθνικό θέατρο, τον χαιρέτησα ευγενικά νεύοντας με το κεφάλι. Χαμογέλασε σιωπηλά, παρέμεινα κι εγώ σιωπηλή. Βρισκόμουν απέναντι σε έναν κορυφαίο των παραστατικών τεχνών και ήξερα πως θα κρατούσα για πάντα την ανάμνηση της συνάντησής μας. Ναι, έπρεπε να μείνω σιωπηλή!

Ο Robert (Bob) Wilson δεν είναι πια μαζί μας. Άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 84 ετών στις 31 του περασμένου Ιουλίου. Μας αφήνει κληρονομιά ένα βαθύ και αμείλικτο βλέμμα. Ένα θέατρο που δεν εξηγεί αλλά συμβαίνει. Μια ριζοσπαστική αντίληψη του χρόνου: όχι αυτός που περνά, αλλά αυτός που μας διαπερνά. Κι ακόμη, τα έντονα βλέμματα, τις μακρινές φιγούρες, τις μισάνοιχτες, προς το ημίφως και το μυστήριο, πόρτες. Έζησε σαν ένα φάντασμα φωτός που διάτρησε το σκοτάδι του θεάτρου, αναμετρήθηκε με τις σκιές και έφυγε μέσα σ’ εκείνη την εκκωφαντική σιωπή. Τη σιωπή, με την οποία ξεκινούσαν πάντα οι παραστάσεις του. Τη σιωπή, που βίωσα στη μοναδική μας συνάντηση.

Ο ένδοξος μετρ της «όψης» στο θέατρο απεδείκνυε εκ νέου σε κάθε παράστασή του πόσο ανάγκη έχουμε να ατενίζουμε τον κόσμο μέσα από ένα διαφορετικό βλέμμα. Ενάντια σε κάθε νατουραλιστική αναπαράσταση, ο Wilson επέμενε να προτάσσει το θρόισμα των ταφταδένιων υφασμάτων, το λευκό μακιγιάζ, τις περίτεχνες κομμώσεις, το μειδίαμα της μαριονέτας, τη γεωμετρία των μορφών και των όγκων, τη μουσική επαναληπτικότητα των φράσεων, την αντίστιξη των ήχων, των γραμμών, των χρωμάτων, τη γλυπτικότητα του φωτός, το τέλειο «κάδρο», τη μαγευτική και ακαταμάχητη εικαστική δύναμη του σκηνικού κόσμου που έπλαθε αριστοτεχνικά, επί δεκαετίες, με απαράμιλλη αισθητική, καθιστώντας ορατό αυτό που η κοινή αντίληψη πιστεύει πως είναι αόρατο. Ήταν ένας μύστης των εικόνων, ένας ριζοσπάστης Αμερικανός που έμοιαζε Ευρωπαίος, εστέτ, αλλά ταυτόχρονα mainstream, αγαπημένος του κοινού, ακριβώς για τη λοξή ματιά του.

Το όνομά του πρωτοέγινε γνωστό για το Einstein on the beach (1976). Μόνο ένα λαμπρό και ευφάνταστο μυαλό, όπως το δικό του, θα μπορούσε να συλλάβει μια παράσταση για τη δύναμη των αριθμών και να δημιουργήσει ένα μνημειώδες έργο που ξαναέγραψε τους κανόνες της σύγχρονης συνθετικής γλώσσας. Σχεδιασμένο και δημιουργημένο με τον Φίλιπ Γκλας, σε μια κρίσιμη περίοδο για τον αμερικανικό μινιμαλισμό (την ίδια χρονιά με το «Μουσική για 18 Μουσικούς» του Στιβ Ράιχ), το Einstein on the beach ξεχωρίζει ως ένα πραγματικό ορόσημο.

Έκτοτε, συνεργάστηκε με καλλιτέχνες όπως ο Τομ Γουέιτς και ο Γουίλιαμ Μπάροουζ στο The Black Rider, ο Λου Ριντ στο POEtry, η Marina Abramović στο The Life and Death of Marina Abramović και η Lady Gaga για μια σειρά βιντεο-πορτρέτων που εκτέθηκαν στο Λούβρο το 2013. Σκηνοθέτησε αριστουργήματα όπως Η όπερα της πεντάρας των Μπέρτολτ Μπρεχτ και Κουρτ Βάιλ, Πελέας και Μελισσάνθη του Κλοντ Ντεμπισί, Φάουστ του Γκαίτε, Μύθοι του Λα Φοντέν, Τραβιάτα του Τζουζέπε Βέρντι, και αρκετά κείμενα του Σαίξπηρ. Τα σχέδια, οι πίνακες και τα γλυπτά του έχουν παρουσιαστεί σε εκατοντάδες ατομικές και ομαδικές εκθέσεις ανά την υφήλιο και έχουν ενσωματωθεί σε ιδιωτικές συλλογές και μουσεία σε όλο τον κόσμο. Διακρίθηκε με πολυάριθμα βραβεία αριστείας, συμπεριλαμβανομένων μιας υποψηφιότητας για Βραβείο Πούλιτζερ, των βραβείων Premio Ubu, του Χρυσού Λέοντα στην Μπιενάλε της Βενετίας και ενός βραβείου Olivier. Το 1991 ίδρυσε το The Watermill Center, ένα εργαστήριο για τις τέχνες στο Water Mill της Νέας Υόρκης.

Η σχέση του με την Ελλάδα υπήρξε εν πολλοίς αθέατη αλλά βαθιά. Το 1983 πρωτοπαρουσίασε στην Αθήνα το έργο The Life and Times of Joseph Stalin, ενώ η σκηνοθεσία του στην Επίδαυρο το 1990, με το Kaaitheater, άγγιξε την αρχαία τραγωδία όχι ως μίμηση αλλά ως ανάσα – μια ανάσα που διαπέρασε το σώμα και το πνεύμα των θεατών, υπενθυμίζοντας πως η σκηνή είναι τόπος μετάβασης, όχι παραμονής.

Τις παραστάσεις εκείνες δεν τις είδα. Η πρώτη φορά που είδα δική του δουλειά ήταν στον Ελληνικό Κόσμο, την Τελευταία μαγνητοταινία του Τράπ. Εκεί η αφήγηση του Μπέκετ αποδιδόταν με τη διασταλμένη, κυκλική και υπνωτική αντίληψη του χρόνου, που τόσο άρεσε στον Wilson. Σε όλα τα επόμενα έργα του το μοτίβο επαναλήφθηκε: μέσα από εικόνες ποιητικού παροξυσμού υπνώτιζε κατά κάποιο τρόπο τον θεατή και αιχμαλώτιζε το υποσυνείδητό του.

Έτσι είχε αιχμαλωτίσει κι εμένα. Έτρεχα κι έβλεπα κάθε νέα παράσταση (την Οδύσσεια στο Εθνικό, τον Οθέλλο στην Εθνική Λυρική Σκηνή, τις Τρεις Ψηλές Γυναίκες στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά), σαν εκείνους τους φανατικούς οπερόφιλους που ακολουθούν τους λυρικούς τραγουδιστές τους από όπερα σε όπερα. Για να φθάσω τελικά στο συμπέρασμα πως είτε Βέρντι σκηνοθετούσε, είτε Άλμπι, είτε Μπρεχτ, είτε Όμηρο, η ευθύγραμμη τεχνοτροπία του, η καθαρή εικαστική γραμμή και το άκαμπτο στήσιμο των σκηνοθεσιών του θα αποτελούσε μια αξέχαστη εμπειρία, ακόμη και για εμένα που πάσχιζα να εξηγήσω με καρτεσιανά κλειδιά την ονειρική λογική Στην καρδιά της υπνωτιστικής ομορφιάς που πετύχαινε επιβραδύνοντας τον χρόνο και χειραγωγώντας το φως, χωρούσε γενναιόδωρα το γκροτέσκο αλλά και η κομψότητα, όσο οξύμωρο κι αν ακούγεται αυτό.

Το θέατρο του –που πολλοί θεωρητικοί αποκαλούσαν «Θέατρο των Εικόνων»– αρνούνταν τη στερεή, κλασική αφηγηματική δομή, τις έννοιες της κλιμάκωσης, της αρχής, της μέσης και του τέλους, της εξέλιξης των χαρακτήρων. Προέτασσε τη δύναμη των συνειρμών και του κολλάζ, την εικαστική ερμηνεία των συναισθημάτων και του υποσυνείδητου, την ελεύθερη, υποκειμενική ροή της δράσης. Στο θέατρο αυτό δεν υπήρχαν πρωταγωνιστές: ο ηθοποιός ήταν εξίσου σημαντικός με τον φωτισμό, τα κοστούμια, τη μουσική, τον λόγο, τις διαγώνιες και τις κάθετες γραμμές ενός ταμπλό. Η σύνθεση ήταν το σημαντικότερο – η σύνθεση, ο ρυθμός, η ατμόσφαιρα: περίπου σαν ένα σκηνοθετημένο όνειρο. Ή σαν ένα σκηνοθετημένο τοπίο. Ήταν ένας καινούργιος παραστατικός δρόμος: ένα ταξίδι πέρα από τον αφηγηματικό χρόνο σε αυτό που σημαίνει να κοιτάς, να ακούς και να βιώνεις ένα έργο. Όσοι αγαπάμε το θέατρο ξέρουμε πόσο σπάνιο είναι αυτό.

Ο Bob Wilson υπήρξε ένας Αναγεννησιακός του εικοστού και του εικοστού πρώτου αιώνα, μια προσωπικότητα απαράμιλλης καλλιτεχνικής προσφοράς, ένας ερευνητής ορίων με στόχο την ανάδειξη της ομορφιάς και της αισθητικής και (κυρίως) νοηματικής πληρότητας. Πολιτικοποιημένος στην ουσία του κι όχι βερμπαλιστής των «επαναστάσεων», υπερασπιστής της καινοτομίας αλλά και των κατακτήσεων του «κλασικού» τρόπου, μάγος του θεατρικού φωτισμού και της σχέσης Θεάτρου και Μουσικής.

Άφησε πίσω του όχι μόνο έργα, αλλά και εμπειρίες – σαν σπασμένα κομμάτια καθρέφτη που, αν τα κοιτάξεις σωστά, φωτίζουν τον κόσμο με τρόπους που δύσκολα περιγράφονται.

Έφυγε σαν να ξέφυγε από τα όρια του χρόνου που τόσο έντονα ερεύνησε, αφήνοντας πίσω του ένα θέατρο που συνεχίζει να αναπνέει μέσα στη σιωπή του, απόλυτα ελεύθερο και αιώνια θελκτικό.

Κύλιση στην κορυφή