«Απόψε θέλω αποδείξεις και ονόματα», θα σπεύσετε δικαίως να διορθώσετε. Και να συμπληρώσετε –κλείνοντας πονηρά και το μάτι– «και το κορμάκι σου να ψάξω πόντο-πόντο…κ.λπ.». Αν θυμάστε, βέβαια, τόσο λεπτομερώς τους στίχους τραγουδιών, είναι μεν παρήγορο για την απόσταση που ακόμη σας χωρίζει από την αμνησιακή ήπια νοητική διαταραχή και πολύ περισσότερο από το Αλτσχάιμερ. Ωστόσο, τα τραγούδια έχουν και λωρίδα για να κινούμαστε (τη μουσική και τον αντίστοιχο ρυθμό τους) και στη συντριπτική πλειονότητά τους σήμανση (μέτρο και ομοιοκαταληξία), που από την ψαλτική το πρώτο θυμίζει το ισοκράτημα και το δεύτερο το… τον… (Με απόλυτη ειλικρίνεια, εδώ χρειάστηκα περίπου 15΄, μέχρι να βρω τη λέξη, την οποία έχω χρησιμοποιήσει και κυριολεκτικά και μεταφορικά στη ζωή μου πολλές εκατοντάδες φορές, είτε στον προφορικό είτε στον γραπτό λόγο μου, και μάλιστα το έχω εφαρμόσει έμπρακτα αρκετές φορές και ο ίδιος στο ψαλτήρι!). Το δεύτερο, λοιπόν, θυμίζει αυτό που λέμε στην ψαλτική «κανοναρχώ» ή λαϊκά «καλαναρχώ», υπαγορεύω δηλαδή μελωδικά στον ψάλτη τις φράσεις που θα ψάλει αμέσως μετά.
Δυστυχώς για μένα, αλλά… ευτυχώς για την αξιοπιστία του άρθρου μου, από την παράγραφο κιόλας του προλόγου ανεφύη κώλυμα στη μνήμη και για την ακρίβεια στην ανάκληση της κατάλληλης ανάμεσα στις χιλιάδες λέξεων που καταχωρίζει πάνω από 60 χρόνια ο εγκέφαλός μου, συν το πλούσιο υπόβαθρο που προϋπήρχε από το γενετικό υλικό και τη συλλογική μνήμη. Θα πει κάποιος: «Και γιατί δεν γκουγκλάρεις, όταν δε θυμάσαι κάποιες λέξεις;». Πράγματι, και στην περίπτωση αυτήν, όπως άλλωστε και σχεδόν πάντα συμβαίνει κατά τη σύνταξη ενός κειμένου, δουλεύω/-ουμε στο λάπτοπ, οπότε το πολύ σε 1-2΄ (αντί σε… 15΄ ή την επόμενη μέρα!) θα μπορούσα να βρω τη λέξη. Ωστόσο, αυτόν ακριβώς τον εχθρό –και επιτρέψτε μου να κυριολεκτώ– βδελύσσομαι σοβαρά πλέον και αποφεύγω κατά το δυνατόν να τον συμβουλεύομαι και να του εκχωρώ εξουσία επί της μνήμης και επί της σκέψης μου! Προφανώς και θα γκουγκλάρω, όταν χρειάζομαι οποιαδήποτε χρηστική πληροφορία. Αυτό έκανα, εννοείται, για να συγκεντρώσω στοιχεία και για το παρόν άρθρο. Πέραν αυτού, όμως, για να διατυπώσω πια το κείμενό μου, καταφεύγοντας σε μηχανή αναζήτησης θα ένιωθα ότι σηκώνω λευκή σημαία, δειλός, μοιραίος κι άβουλος αντάμα, ανήμπορος να συγκεντρώσω τη σκέψη μου, να ελέγξω τη μνήμη μου και να συνεχίσω να διαχειρίζομαι τον μονάκριβο θησαυρό που έχω αποκτήσει και λαχταρώ να τον εμπλουτίζω πάντα· το λεξιλόγιό μου!
Άραγε, το φαινόμενο που συζητάμε εδώ υπάρχει ελπίδα να εκκινεί και στο μέλλον σε μεγάλες ηλικίες όπως μέχρι τώρα ή θα πλήττει και τις τρυφερές; Φοβάμαι πως ήδη δεν είναι λίγα γύρω μας τα κρούσματα παιδιών και νέων που ξεχνάνε εύκολα. Και ως γνωστόν οι προβλέψεις για την επέλαση στις επόμενες δεκαετίες του Αλτσχάιμερ ιδίως στον Δυτικό Κόσμο (δε μας ταρακουνάει όμως το γιατί στον Δυτικό;) είναι δυσοίωνες. Ως εκ τούτου, οικτίρω τα μικρά παιδιά, που έχουν –εύλογα– παραδοθεί άνευ όρων στη «συσκευασμένη» μνήμη και δε βλέπουν την ώρα να γίνουν υποχείρια και ολόκληρου του σύμπαντος της τεχνητής νοημοσύνης, αβασάνιστα, αφιλτράριστα… Σε αντιδιαστολή, μένω ενεός ακούγοντας συνέντευξη διάρκειας 1:29:33 προς το κανάλι της Βουλής του αείμνηστου Κωνσταντίνου Δεσποτόπουλου σε ηλικία τότε 101 ετών (έφυγε στα 103)! Ο ειρμός της σκέψης, η ανάκληση λεπτομερειών για πρόσωπα και γεγονότα ενός αιώνα, καθώς και η ετοιμότητα να χρησιμοποιεί δύσκολες έννοιες χωρίς να κομπιάζει ούτε δευτερόλεπτο προσθέτουν πλείστα θαυμαστικά στον χαρακτηρισμό «διανοούμενος φαινόμενο»! Βέβαια, τέτοια «ιερά τέρατα» δε συναντάμε κατά εκατοντάδες στον απογευματινό μας περίπατο ή στην πλαζ. Ωστόσο, πάντοτε τα πρότυπα που έχει ανάγκη η ανθρωπότητα είναι μετρημένα στα δάχτυλα. Τουλάχιστον, ας τα έχουμε για μέτρο σύγκρισης και ό,τι καταφέρουμε…
Αν εγκύψουμε, σε γενικές βέβαια γραμμές, στα επιστημονικά δεδομένα του φαινομένου, θα αποκομίσουμε την εξήγηση της πλειονότητας των ψυχολόγων και των λοιπών ειδικοτήτων που παροικούν σε αυτό, ότι κολλάμε αναζητώντας μία λέξη, γιατί «συνήθως υποσυνείδητα υπάρχει μια άλλη παρόμοια λέξη ή μνημονική ανάκληση, που ενεργητικά εμποδίζει την ανάκληση αυτού που αναζητούμε». Οι διαβεβαιώσεις τους, μάλιστα, γίνονται ακόμη πιο καθησυχαστικές, προκειμένου για ονοματεπώνυμα προσώπων που έχουμε γνωριστεί και συστηθεί μαζί τους, όχι μόνο μετά από καιρό αλλά και τις επόμενες στιγμές της γνωριμίας μας. Αυτό οφείλεται στο ότι ένα ονοματεπώνυμο «δεν κουβαλάει στην πραγματικότητα κάποια πληροφορία». Περισσότερο, επισημαίνουν οι ειδικοί, συγκρατούμε κάποιο χαρακτηριστικό στην εμφάνισή τους (ασυνήθιστα πολύ ή λίγο ύψος, ιδιαίτερο χρώμα ή στυλ μαλλιών κ.λπ.). Ισχυρό γνώρισμα αποτελεί και το επάγγελμά τους, εξού και ο όρος Baker-baker effect που χρησιμοποιείται από την επιστήμη, καθώς ο φούρναρης είναι κοινό ουσιαστικό, από το οποίο όλοι έχουμε παραστάσεις, και όχι κύριο που αφορά μόνο τον άνθρωπο που μας συστήθηκε. Κατ’ επέκταση το ίδιο –πάνω κάτω– ισχύει και για όλα τα επαγγέλματα. Υποθέτω, μάλιστα, ότι, αν το πρόσωπο που γνωρίσαμε δεν ασκεί ένα σύνηθες αλλά ένα πολύ ιδιαίτερο επάγγελμα, δεν πρόκειται να το ξεχάσουμε με τίποτα.
Δράττομαι της ευκαιρίας να προσθέσω ότι οι πιο πάνω παρατηρήσεις των επιστημόνων για το (επίσημο) ονοματεπώνυμο κάποιου προσώπου επιβεβαιώνονται και από το φαινόμενο της ονοματοδοσίας ή, αν θέλετε, «αναβάπτισης» όσων παλιότερα ήταν νεοφερμένοι σε ένα χωριό από άλλο τόπο. Ουδείς από την κοινότητα ενδιαφερόταν για το όνομα και πολύ περισσότερο για το επώνυμο κάποιου «ξενομερίτη». Απλώς, αν το βαφτιστικό του όνομα ήταν από τα συνήθη (Γιώργης, Μανώλης, Παναγιώτης κ.τ.ό.), μπορεί και να το (συγ)κρατούσαν, αλλιώς (κάτι Πελοπίδας, Ευγένιος, Αρσένιος κ.τ.ό.) το χαρακτήριζαν… «ανάποδο όνομα» και το ξεχνούσαν. Για δε επώνυμο του κολλούσαν –με κοινωνικό αυτοματισμό– κάτι «διαχειρίσιμο»: Τυχεροί στέκονταν όσοι «βαφτίζονταν» από τα καφενεία με βάση την καταγωγή τους. Σε κάθε γωνιά της Ελλάδας, ας πούμε, βρίσκουμε το επίθετο Κρητικός, καθώς κάποιος πρόγονος μετανάστευσε εκεί από την Κρήτη (και μη μας ξεγελάει ο όρος «σασμός», που μάθαμε από τηλεοπτική σειρά), ή Ρουμελιώτης, ή Μωραΐτης, ή απλούστερα Ξένος κ.λπ. Ενδεικτικό είναι το επώνυμο Σιφναίος, που έχουμε στην Πάρο, της προσφιλούς οικογένειας που παράγει το φημισμένο «Ξύδι Πάρος». Κάποιος παππούς μετανάστευσε από τη Σίφνο στο νησί μου και οι συντοπίτες μου τον πολιτογράφησαν με επώνυμο την καταγωγή του. Ευνοημένοι πρέπει να θεωρούνται και όσοι απέκτησαν στον καινούργιο τόπο επώνυμο λόγω του επαγγέλματός τους. Ας επικαλεστούμε και εδώ το Φούρναρης, το Αρτοποιός (ο γνωστός αξιωματικός εκπρόσωπος Τύπου της Πυροσβεστικής), το Αλευρομάγειρος (ο αντιστράτηγος ε.α.), το Ιατρού, το Διδάσκαλος (Κατερίνα η ηθοποιός), το Ψαρ(ρ)άς, το Χασάπης, το Μπογιατζής και τόσα άλλα, με ασύλληπτη βέβαια πρωτιά για το Παπ(π)άς σκέτο ή ως πρώτο συνθετικό για οποιοδήποτε βαφτιστικό όνομα επέτρεπε παραδοσιακά η Εκκλησία. Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για τον τίτλο του Χατζή. Κατά τα λοιπά, όλα τα επώνυμα προσαρμόζονταν στη νέα πατρίδα με την οικεία κατάληξη (Παπαδόπουλος, Παπαδέλης, Παπάζογλου, Παπαδάκης κ.ο.κ.). Οι άτυχοι ήταν εκείνοι, των οποίων το επώνυμο δόθηκε από ένα παρατσούκλι και κυρίως κακόηχο. Τα Χονδρός, Λιγνός, Κοντός, Ρούσσος, Ξανθός, Μαύρος, Πράσινος, Κόκκινος, Ζαβός κ.λπ. είναι ανώδυνα έως ανεκτά. Κάτι άλλα, όμως, δεν αντέχονται και αξίζει (χωρίς να είμαι βέβαιος) έπαινος σε όσους τα διατηρούν επί τόσες γενιές. Μη μας διαφεύγει, άλλωστε, ότι σήμερα συμβαίνει το ίδιο σε όλους μας και εντελώς ισοπεδωτικά με τους μετανάστες –κυρίως Ασιάτες– που εννοείται ότι δε μας ενδιαφέρει το όποιο όνομά τους και τους προσφωνούμε όλους «Χασάν» ή «Αλί».
Αν είστε, πάντως, και εσείς στην κατηγορία αυτών που ξεχνούν εύκολα τα κύρια ονόματα συνανθρώπων με τους οποίους έχουν συστηθεί, μην ανησυχείτε! Το διαδίκτυο βρίθει από συμβουλές επιστημόνων ή και…influencer με τεχνικές για να τα θυμάστε! Παραθέτω ένα παράδειγμα, αλλάζοντας ελαφρώς τη διατύπωση για ευνόητους λόγους: «ΒΗΜΑ 4ο: Επαναλάβετε το όνομά του, είτε κατά τη διάρκεια της συνομιλίας σας μαζί του είτε από μέσα σας κάποια στιγμή περίπου στο επόμενο λεπτό και ξανά 5-6 λεπτά αργότερα. Ξαναπείτε το όνομά του οδηγώντας προς το σπίτι ή τη δουλειά σας και επαναλάβετε την άλλη μέρα. Επαναλάβετέ το μια βδομάδα αργότερα, έναν μήνα αργότερα και έξι μήνες αργότερα και θα θυμάστε αυτό το όνομα για πολύ καιρό». Δεν ξέρω, μακάρι!
Να ολοκληρώσουμε με ένα άλλο συγγενές πεδίο, όπου οι ερευνητές διαπιστώνουν –αν και είναι ακόμη περιορισμένο το υλικό τους– ότι ανάμεσα στα ουσιαστικά και στα ρήματα πιο εύκολα ξεχνάμε τα πρώτα. Η πιο αξιόπιστη μέχρι τώρα έρευνα (του 2018) ανήκει στους ερευνητές του Πανεπιστημίου της Ζυρίχης με επικεφαλής τον καθηγητή Μπαλτάζαρ Μπίκελ, οι οποίοι σε συνεργασία με συναδέλφους τους από το Πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ με επικεφαλής τον δρα Φρανκ Σέιφαρτ καθώς και από άλλα διεθνή κέντρα ανέλυσαν χιλιάδες καταγραφές αυθόρμητου λόγου από πληθυσμούς διαφορετικούς τόσο πολιτισμικά όσο και γλωσσικά, συμπεριλαμβανομένων πληθυσμών του Αμαζονίου, της Σιβηρίας, των Ιμαλαΐων, της ερήμου Καλαχάρι αλλά και Βρετανών και Ολλανδών. Τα αμήχανα κομπιάσματά μας ως ομιλητών με το κλασικό και σε κατάχρηση ενοχλητικό «εεεε…», ή με το ξύσιμο της κεφαλής, ή –αφού αναφερθήκαμε παραπάνω στην ψαλτική– με το «απορία ψάλτου βηξ» εκδηλώνονται κατά κανόνα, καθώς αναζητούμε το κατάλληλο ουσιαστικό, γιατί το ουσιαστικό μεταφέρει πληροφορία και μπορεί να αντικατασταθεί και από αντωνυμία ή και να παραλειφθεί. Να θυμίσω από όσα αναπτύξαμε πιο πάνω ότι τα κύρια ονόματα (και κυρίως τα ονοματεπώνυμα με τα οποία ασχοληθήκαμε) δε μεταφέρουν πληροφορία. Εδώ όμως μιλάμε για τα κοινά ή προσηγορικά. Ιδού τα παραδείγματα που έδωσε ο Δρ Μπίκελ: «Η φίλη μου γύρισε. Αυτή έκατσε σε μια θέση» (εδώ το ουσιαστικό αντικαθίσταται από αντωνυμία στη δεύτερη πρόταση) ή «Η φίλη μου γύρισε. Έκατσε σε μια θέση» (εδώ παραλείπεται και η αντωνυμία στη δεύτερη πρόταση). Όπως συμπλήρωσε ο καθηγητής, «δεν ισχύουν οι ίδιες αρχές αντικατάστασης σε ό,τι αφορά τα ρήματα, τα οποία χρησιμοποιούνται άσχετα αν παρέχουν νέες ή παλαιότερες πληροφορίες». Αυτό σημαίνει ότι είμαστε, ας το πούμε έτσι, επιλεκτικοί στη χρήση των ουσιαστικών (και υποθέτω πολύ περισσότερο των επιθέτων με τα οποία θα επενδύσουμε ένα ουσιαστικό, αλλά μια τέτοια έρευνα έχει ακόμη βάθος χρόνου), ενώ τα ρήματα αναφύονται πιο στιβαρά στη ροή του λόγου μας: «Ήρθε, είδε και απήλθε» ή «όπου λαλούν πολλοί κοκόροι, αργεί να ξημερώσει». Τρία ρήματα (δηλαδή τρεις προτάσεις) στο κάθε παράδειγμα, που δε χρειάζονταν και πολύ ψάξιμο για τα σαφέστατα μηνύματα που θέλαμε να εκπέμψουμε. Αν όμως θέλουμε να συμβουλέψουμε κάποιον που έχει θέματα με τον θυρεοειδή να πάει γρήγορα σε ενδοκρινολόγο, δε θα ήταν φυσικά το «να πάει», το «να βρει» ή το «να επισκεφθεί» που θα μας δυσκόλευαν, αλλά η ακριβής ειδικότητα, ώστε να μη μας ξεφύγει «σε αλλεργιολόγο ή σε γαστρεντερολόγο κ.λπ.».
Θεωρώ ότι θίξαμε αδρομερώς τις βασικές παραμέτρους αυτού του δυσάρεστου μεν αλλά εν πολλοίς αναπόφευκτου φαινομένου, που «μαστίζει», θα πουν πολλοί, τις ώριμες ηλικίες και (προσ)ευχόμαστε οι επερχόμενες ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις να μη χαμηλώσουν τον ηλικιακό πήχη του. Να κλείσω με ένα κουίζ: Θυμηθήκατε μαζί μου στον πρόλογο τους θρυλικούς στίχους από τα «Δακτυλικά αποτυπώματα» (1990). Δε θα ζητήσω τον δημιουργό (στιχουργό και συνθέτη), είναι δύσκολο. Μήπως θυμάστε τουλάχιστον τον ερμηνευτή; Χωρίς να γκουγκλάρετε, παρακαλώ! Στο κάτω-κάτω, ρωτάτε κατά περίπτωση και κανένα δικό σας πρόσωπο, πριν καταφύγετε στην εύκολη λύση. Η οποία προσεχώς μπορεί να έχει πολλά ποδάρια.

